ΤΟ ΡΕΚΒΙΕΜ ΕΝΟΣ ΥΛΙΣΤΗ
Η έκφραση “Μαρξιστική-Λενινιστική Φιλοσοφία”
είναι συνώνυμη της έκφρασης
“Αστροφυσική του Καφεμαντείου”
Ο Υλισμός ομού με τον συζυγή ιδεολογικό του πόλο, τον Ιδεαλισμό, αποτελούν τις έσχατες εκφάνσεις της Μεταφυσικής πριν από την τελευτή της, η οποία επήλθε με την έκρηξη της Οντολογικής Επανάστασης κατά την περίοδο 1927 – 1931 (39 – 43 Α.π.). Εν τούτοις, και παρά τον ενταφιασμό της πριν από μια εκατονταετία, η μούμια του Υλισμού ταλανίζει την σκέψη πολλών στοχαστών ένεκα της υπολειμματικής σκιάς με την οποία κηλιδώνει εισέτι τον ευρωπαϊκό στοχασμό το ήδη εξαχνούμενο νέφος του πολιτιστικού μαρξισμού, που τύλιξε με τον ζόφο του τον Κ΄ ή άλλως 1ο Άριο αιώνα. Ο Υλισμός πέθανε, αλλά το φάντασμά του κάθεται ακόμη εστεμμένο επί του τάφου του.
Ήταν πάντοτε εύκολο για κάθε φιλοσοφημένο συζητητή να κατατροπώσει τον κατά τεκμήριο αφιλοσόφητο υλιστή συνομιλητή του με μια μοναδική ερώτηση: “Η μη Ύλη υπάρχει;” Αν η απάντηση είναι Όχι, τότε ο Υλισμός δεν είναι παρά παρμενίδεια μεταφυσική: “Το μη Όν δεν υπάρχει”. Αν η απάντηση είναι Ναι, τότε ο Υλισμός δεν είναι παρά πλατωνικός δυισμός: Οι ουσίες είναι δύο, η Ύλη και η μη Ύλη. Εν τούτοις ο φιλοσοφημένος υλιστής, ομολογουμένως σπάνιο δείγμα στοχαστή, θα απαντούσε επαρκέστερα: Η μη Ύλη ούτε υπάρχει ούτε δεν υπάρχει. Πράγμα που συνεπάγεται ότι η Ύλη και υπάρχει και δεν υπάρχει. Με αυτή την απάντηση ο φιλοσοφημένος υλιστής δίδει οντολογική προτεραιότητα στην Ύλη έναντι του Είναι. Αλλά τότε περιπίπτει στο κλασικό αμάρτημα του Υλισμού, τον Μονισμό: Ο Υλισμός είναι ένα Κλειστό Εμμενές Σύστημα Γνώσης που περικλείει την αλήθεια του δηλονότι την Ύλη και αποκλείει την άρνησή της άρα είναι Ψευδής (Gödel – Θεώρημα μη Πληρότητος).
Μεταξύ των υλιστών στοχαστών υπάρχουν πολλοί ολιγότερο ή περισσότερο σοβαροί αλλά το δυστύχημα του Διαλεκτικού Υλισμού είναι ότι θεμελιώθηκε “επιστημονικά” από ένα τσαρλατάνο της Φιλοσοφίας, που ακούει στο όνομα Friedrich Engels, ο οποίος κοσμεί ακόμη το πάνθεον του ιδεολογικού Κομμουνισμού ανάμεσα στον Μαρξ και τον Λένιν. Ο παντελώς αφιλοσόφητος αυτός ανήρ, ο οποίος ανδρώθηκε στην σκιά του Μαρξ, κατέστησε εξ υπαρχής φιλοσοφικά ανυπόληπτο τον Μαρξισμό-Λενινισμό σε τέτοιο βαθμό, ώστε η έκφραση “Μαρξιστική-Λενινιστική Φιλοσοφία” να είναι συνώνυμη της έκφρασης “Αστροφυσική του Καφεμαντείου”.
Η ύπαρξη του εν λόγω αγύρτη και του φιλοσοφικά κωμικού “Διαλεκτικού Υλισμού” του ταλάνισε πολλούς στοχαστές του Κ΄ αιώνα εγκλωβισμένους στον πολιτιστικό μαρξισμό, οι οποίοι επεχείρησαν απεγνωσμένα μια επιστημονικο-φιλοσοφική τεκμηρίωση των φληναφημάτων που κατέλιπε ο Ένγκελς. Ο σημαντικότερος αλλά όχι και επαρκέστερος εξ αυτών υπήρξε ο Λένιν.
Στην Ελλάδα, οι εγχώριοι κομμουνιστές ρούφηξαν απνευστί τα φιλοσοφικά απόβλητα του Ένγκελς. Όλοι πλην ενός, του Ευτύχη Μπιτσάκη, ο οποίος είναι ο σημαντικότερος και σοβαρότερος υλιστής φυσικο-φιλόσοφος που ανέλαβε το υπόψιν απονενοημένο εγχείρημα, δηλαδή να θεμελιώσει επιστημονικά τον Διαλεκτικό Υλισμό από φυσικο-φιλοσοφική σκοπιά, αναμετρώμενος με τα πορίσματα της Οντολογικής Επανάστασης μισόν αιώνα μετά την επικράτησή της – και ιδιαίτατα με τη γνωσιολογία της, όπως αυτή προβάλλει ανάγλυφη μέσα από τις κατακτήσεις της Κβαντικής Φυσικής, η οποία συντρίβει ολοσχερώς και τελεσιδίκως το υλιστικό οικοδόμημα. Την απεγνωσμένη όσο και μάταιη προσπάθεια φιλοσοφικής ανάστασης του τεθνεώτος Διαλεκτικού Υλισμού από ένα κατά τα λοιπά έντιμο και σοβαρό στοχαστή, ο οποίος εν τούτοις παρέμεινε μέχρι τέλους απολύτως πειθήνιος, καθηλωμένος, στον μαρτυρικό σταυρό του Μαρξισμού-Λενινισμού, θα παρακολουθήσουμε τώρα μέσα από την σύνολη εργογραφία του και ιδιαίτερα μέσα από τα πολύ σημαντικά έργα: “Διαλεκτική και Νεότερη Φυσική”, “Το Είναι και το Γίγνεσθαι” και “Η Δυναμική του Ελάχιστου”.
Ο δαίμων που κατατρύχει τον Μπιτσάκη σε ολόκληρο το έργο του είναι ασφαλώς η Σχολή της Κοπεγχάγης και η τελεσιδίκως επικρατήσασα ορθόδοξη ερμηνεία της Κβαντικής Φυσικής από τους θεμελιωτές της. Για τον Μπιτσάκη, τα κορυφαία επιστημονικά διαμετρήματα του Κ΄ αιώνα, ο Μπορ, ο Χάιζενμπεργκ, ο Γιόρνταν, ο Μπορν, ο Σρέντιγκερ, ο Παουλί και ο Ντιράκ είναι κατά τα μονόχνωτα σύνδρομα και απολιθωμένα στερεότυπα του Μαρξισμού-Λενινισμού απλώς “ιδεαλιστές”. Τοιουτοτρόπως, ο Μπιτσάκης αποκλείει εξ υπαρχής των Ιδεαλισμό ως άρνηση του Υλισμού από την Αλήθεια, περιπίπτοντας στο ανωτέρω περιγραφέν επιστημονικό αμάρτημα του Μονισμού, ο οποίος κατά την δεοντολογία του Γκέντελ είναι ψευδής, ακριβώς διότι αποκλείει από την μόνη αλήθεια του την άρνησή της.
Άλλωστε ο Μπιτσάκης πανταχού στο έργο του υπεραμύνεται στερρώς του μονιστικού χαρακτήρος του Υλισμού, αγνοώντας παντελώς τον Γκέντελ. Είναι ανυποψίαστη άγνοια ή παραθεώρηση; Μόνον ο ίδιος γνωρίζει.
Ο Μπιτσάκης παραθέτει ολόκληρη την επιχειρηματολογία του Ένγκελς την οποία και αγωνίζεται να τεκμηριώσει επιστημονικά. Ορθώς ποιών, εξ αρχής επιχειρεί να ορίσει τις τρεις κατηγορίες, οντολογικές ή γνωσιολογικές, που εισάγει ο ως «επιστημονικός», ούτως επείν, επαιρόμενος Διαλεκτικός Υλισμός. Την Ύλη, την Επιστήμη και την Διαλεκτική. Τοιουτοτρόπως, η Ύλη είναι φιλοσοφική ή άλλως οντολογική κατηγορία, κάθε τι που υπάρχει. Προδήλως και με βάση τα ανωτέρω ο ορισμός αστοχεί. Αν ύλη είναι κάθε τι που υπάρχει, τότε το υπάρχειν, δηλονότι το Είναι, προηγείται οντολογικά της ύλης: Για να υπάρχει η ύλη πρέπει πρότερα να τεθεί οντολογικά το Είναι. Επί πλέον τότε η μη ύλη δεν υπάρχει, άρα κατά τα εκτεθέντα ο Υλισμός είναι παρμενίδεια μεταφυσική.
Περαιτέρω γιατί να υπάρχει η ύλη και όχι η μη ύλη; Ιδού το πρωταρχικό ερώτημα της Οντολογίας όπως ετέθη από τον Χάιντεγκερ (“γιατί να υπάρχει το όν και όχι το τίποτε;”). Κατόπιν αυτών, ο Ένγκελς και ομού ο Μπιτσάκης μας βεβαιώνουν ότι η Ύλη αποτελεί “αντικειμενική πραγματικότητα που υπάρχει έξω από την συνείδησή μας”, δηλονότι έξω από το Υποκείμενο. Δύο Υποκείμενα (Ένγκελς, Λένιν) και εκείθεν άπειρα το πλήθος έτερα, με πρώτο τον Μπιτσάκη, προβάλλουν την βεβαιότητα πως η Ύλη αποτελεί αντικειμενική πραγματικότητα που υπάρχει ανεξάρτητα από το Υποκείμενο! Δηλαδή την Αντικειμενική Πραγματικότητα της Ύλης, δηλονότι την ανεξαρτησία της από το Υποκείμενο, την βεβαιώνουν Υποκείμενα τινά. Αλλά την βεβαιότητα αυτή θα μπορούσε να κατέχει μόνον ένα “Αντικειμενικό” Όν δηλονότι ένας Θεός, καθότι ο Άνθρωπος, των Ένγκελς, Λένιν και Μπιτσάκη συμπεριλαμβανομένων, είναι εγκλωβισμένος στο γαιοφυλετικό αρχέτυπο του Γεω-Εγώ, από το οποίο αδυνατεί να δραπετεύσει, παραμένων αείποτε Υποκείμενο. Συνεπώς ο ανωτέρω ορισμός της ύλης είναι η αμεσότερη απόδειξη της αδυναμίας διάκρισης/απόσχισης του Αντικειμένου από το Υποκείμενο και συνεπώς της σύντηξης Υποκειμένου-Αντικειμένου που προβλέπει η κβαντική θεωρία του Χάιζενμπεργκ.
Εν είδει βλακωδώς ανεπίγνωτης αυτοδιάψευσης, άλλωστε, η υλιστική θεωρία της “Αντικειμενικής Πραγματικότητας” (: άνευ υποκειμένων) αποκλήθηκε … Μαρξισμός-Λενινισμός (!), από τα ονόματα των δύο Yποκειμένων που την διετύπωσαν. Ο υπ’ όψη παιδαριώδης συλλογισμός περί τον ορισμό της Ύλης ταλάνισε την φιλοσοφία επί ένα αιώνα, δικαιώνοντας την παρομοίωση της “Μαρξιστικής-Λενινιστικής φιλοσοφίας”, δηλαδή του Διαλεκτικού Υλισμού, ως “Αστροφυσικής του Καφεμαντείου”. Εκείθεν ο Ένγκελς μας διαβεβαιώνει ότι η Ύλη είναι πρωταρχική, καθώς ούτω πως η νόηση και η συνείδηση είναι προϊόντα της εξέλιξης της ύλης μέσω της κίνησης. Τι είναι η κίνηση; Η Κίνηση είναι ο τρόπος ύπαρξης της Ύλης. Η Ύλη κινείται διότι υπάρχει ή υπάρχει διότι κινείται; Ο Ένγκελς απαντά: “Η εσωτερική κίνηση της Ύλης εκδηλώνεται σαν … ενότητα του όντος και του μη όντος”! Είναι προφανές ότι η (ξεκάρφωτη!) περί “ενότητος του όντος και του μη όντος” πρόταση είναι ατάκτως ερριμμένη μέσα στο συνονθύλευμα των φληναφημάτων του Ένγκελς, πλήρως αποκομμένη από τα συνεκφερόμενα, δηλονότι κλεμμένη από κάποιο περί οντολογίας εγχειρίδιο, η οποία και περιέπεσε στο βλέμμα του εν λόγω φιλοσοφικού αγύρτη, που την συνεκόλλησε βιαίως στο σώμα του “Διαλεκτικού Υλισμού” του.
Εν συνεχεία ο Μπιτσάκης ως Επιστήμη ορίζει την έρευνα των αντικειμενικών νόμων της πραγματικότητας. Είναι απορίας άξια η εμμονή των μαρξιστών-λενινιστών στην “αντικειμενική πραγματικότητα”. Γιατί άραγε δεν ορίζουν απλά την Επιστήμη ως την έρευνα των νόμων της Φύσεως; Είναι φανερή η αγωνία τους να διαχωρίσουν με κάθε τρόπο τα αδιαχώριστα: το Αντικείμενο και το Υποκείμενο, την Συνείδηση και την Φύση, τα Όντα και τα Πράγματα. Εκείνα ακριβώς που ολόκληρη η φιλοσοφική παράδοση οντολογικά και η σύγχρονη κβαντική θεωρία γνωσιολογικά συνέζευξαν αμετάκλητα. Το Υποκείμενο και το Αντικείμενο δεν είναι παρά το είδωλο του Λόγου (Όντος-Συνείδησης) και του Κόσμου (Πράγματος-Φύσεως) επί του γαιοφυλετικού αρχετύπου του Γεω-Εγώ, από το οποίο το επί γαίας ον, ο Άνθρωπος, αδυνατεί να δραπετεύσει. Τι σημαίνει τούτο; Ότι κάθε “αντικειμενική” ερμηνεία της Φύσεως από τον Άνθρωπο θα παραμείνει γεωκεντρική.
Όπως απεφάνθη ο Χάιζενμπεργκ, διά μέσου της κβαντικής θεωρίας η Φύση απαντά κατά τον τρόπο του Ερωτάν: Άλλη απάντηση δίδει αν το ον που ερωτά είναι Άνθρωπος και άλλη αν το ον που ερωτά είναι Θεός, δηλονότι ον που θέει προς την Θέα.
Τρίτος κατατίθεται ο ορισμός της Διαλεκτικής. Διαλεκτική είναι η θεωρία της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων που διέπει την υλική πραγματικότητα του Κόσμου. Η Διαλεκτική ως γνωσιολογική κατηγορία της Κίνησης διέπεται από ένα εξελικτικό Γίγνεσθαι (“προτσές”) και ούτω πως είναι αλληλοαποκλειόμενη προς την Μεταφυσική, η οποία ως οντολογική κατηγορία της Στάσης ορίζει ένα αμετάβλητο Είναι (ουσία). Η Διαλεκτική είναι η αποκλειστική μέθοδος αποκάλυψης της Αλήθειας δια μέσου της επιστημονικής Γνώσης.
Αν αυτός είναι ο ορισμός της Διαλεκτικής, τότε η Διαλεκτική αναιρεί τον ορισμό της. Διότι αφού είναι η θεωρία της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων, εξ ορισμού δεν μπορεί να αποκλείει το αντίθετό της δηλονότι την Μεταφυσική. Τοιουτοτρόπως, Διαλεκτική και Μεταφυσική οφείλουν να μετέχουν σε ένα εξελικτικό γίγνεσθαι (προτσές), από το οποίο πρέπει να προκύπτει η διαλεκτική τους υπέρβαση. Ποία είναι η υπέρβαση Διαλεκτικής και Μεταφυσικής κατά τον Διαλεκτικό Υλισμό; Το “προτσές” έχει προδήλως τελεολογικό χαρακτήρα δηλονότι τελικό σκοπό, ο οποίος στον Διαλεκτικό Ιδεαλισμό ορίζεται ως το Απόλυτο Πνεύμα, που αποτελεί το τέλος της ανελικτικής πορείας της Ιδέας μέσα στην Ιστορία. Ακόμη και στον Ιστορικό Υλισμό το τέλος της Ιστορίας είναι ο Κομμουνισμός. Εν τούτοις στο κακέκτυπο του εγελιανισμού, που ακούει στο όνομα “Διαλεκτικός Υλισμός”, το “προτσές” είναι κόλουρο, δηλαδή δεν έχει πέρας. Όθεν η αφελής αυτή “επιστημονικο-φιλοσοφική” θεωρία είναι τόσον ανόητη, ώστε αναιρεί αφ’ εαυτής τον εαυτό της.
Επί πλέον ο Διαλεκτικός Υλισμός διατείνεται ότι η Αλήθεια είναι γνώσιμη δια μέσου της Επιστήμης. Η Οντολογική Επανάσταση απέδειξε διά των Χάιντεγκερ (οντολογικά), Χάιζενμπεργκ (γνωσιολογικά) και Γκέντελ (δεοντολογικά) ότι σε κάθε Κλειστό αξιωματικά θεμελιωμένο Σύστημα Γνώσης, όπως η Επιστήμη, η Αλήθεια έλκεται θύραθεν ή θεόθεν δηλονότι διαχωρίζεται ριζικά από την Γνώση. Θεάται δε αυτήν κατά χάριν δηλονότι αχρόνως και ατόπως διά μέσου κβαντικού άλματος μόνον ο ενορατικός άνθρωπος, έξω από ή, όπερ το ακριβέστερον, ενάντια στον Χωροχρόνο. Λαμπρό παράδειγμα επιστήμονος ο οποίος συνέλαβε την Αλήθεια ενάντια στον Χωροχρόνο, μεταγγίζοντας ψήγμα της εντός της Γνώσεως, υπήρξε ο Ρήμαν, ο μεγαλύτερος μαθηματικός της Ιστορίας μετά τον Ευκλείδη, που είδε και οίδε το καμπύλο Σύμπαν ένα σχεδόν αιώνα πριν την εμπειρική επαλήθευσή του από την Επιστήμη.
Ο Μπιτσάκης μας βεβαιώνει και ορθώς ότι τα τέσσερα κατηγορήματα της Ύλης είναι η Μάζα, η Ενέργεια, η Αδράνεια και η Κίνηση. Τα κατηγορήματα αυτά είναι αναπαλλοτρίωτες ιδιότητες της Ύλης: η Μάζα είναι συζυγής της Αδρανείας και η Ενέργεια της Κίνησης.
Δεδομένου ότι η Ύλη δεν είναι παρά ο Κόσμος δίχως τον Λόγο του, τα τέσσερα ανωτέρω κατηγορήματα δεν είναι παρά οι κοσμικές δηλονότι γνωσιολογικές εκφάνσεις των τεσσάρων οντολογικών κατηγορημάτων του Λόγου: Του Ταυτού (Μάζα), του Θαττέρου (Ενέργεια), της Στάσης (Αδράνεια) και της Θέας (Κίνησης ενάντια στον Χωροχρόνο δηλονότι κίνησης με ταχύτητα μεγαλύτερη του Φωτός ήτοι Ακαριαίας Μετάδοσης). Εισερχόμενος στην φυσικο-φιλοσοφική διερεύνηση και προτού αντιπαρατεθεί με την Κβαντική Θεωρία, ο Μπιτσάκης αναφέρεται δι’ ολίγων στην επιστημολογική πραγματικότητα των αρχών του Κ΄ αιώνα αμέσως πριν την Οντολογική Επανάσταση και προσδιορίζει ως Θετικισμό την νέα επιστημονική φιλοσοφία, η οποία, ψηλαφούσα την επερχόμενη ριζική ανατροπή στην ραγδαία εξέλιξη της Επιστήμης και ιδιαίτατα της Αστροφυσικής και των Μαθηματικών, απορρίπτει συλλήβδην την “επιστημονικότητα” του Διαλεκτικού Υλισμού και της “αντικειμενικής νομοτέλειας” την οποία ούτος επικαλείται. Πρώτοι από όλους που επικαλούνται την χρεοκοπία του Υλισμού είναι οι επιστημονικο-εμπειριστές Μαχ και Αβενάριους: Δεν υπάρχει αιτία και αποτέλεσμα στην φύση, η φύση απλώς είναι. Η αμετάβλητη ουσία των πραγμάτων είναι μεταφυσική και η εμπειρία είναι αποκομμένη από την Ύλη, τα ανώτερα όντα είναι αντανάκλαση του Είναι μας: Οι εμπειριστές απέρριψαν την θέση για την πραγματικότητα του υλικού κόσμου. Στον Μαχ ανέλαβε να απαντήσει ο Λένιν μέσα από το έργο του “Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός”, ένα από τα λίγα έργα του που διεκδικούν φιλοσοφικές περγαμηνές. Η υπεράσπιση του Διαλεκτικού Υλισμού από τον Λένιν είναι απογοητευτική, μη αντέχοντας σε καμιά επιστημονική αντιπαράθεση. Εκείθεν, για σύνολη την επιστημονική κοινότητα ο “επιστημονικός” Διαλεκτικός Υλισμός δεν είναι παρά ένα θλιβερό αντι-επιστημονικό δόγμα. Έπονται οι βολές των μαθηματικών Λόρεντζ και Πουανκαρέ σύμφωνα με τους οποίους δεν υπάρχει προτσές στην Φύση αλλά αρμονία, που ορίζεται ως δυναμική διαπάλη της συμμετρίας με την αντισυμμετρία των φυσικών μεγεθών που εκφράζονται με μαθηματικές συναρτήσεις, της Σχολής της Βιέννης των Κάρναπ και Σλικ, που αποφαίνονται ότι πραγματικό είναι μόνον το δεδομένο και ότι η αιτιότητα είναι μεταφυσική αρχή, του νεοκαντιανού Κασίρερ που ορθώς διαστέλλει την πραγματικότητα από το αντικείμενο θεωρώντας ως σύνδεση αυτών τους νόμους, που είναι το μόνο είδος πραγματικότητας, τον Πόππερ με την αρχή της Διαψευσιμότητας και τέλος τον σημαντικότερο από όλους, τον νεο-θετικιστή Βιτγκενστάιν που αποφαίνεται ενορατικά: “Ο Λόγος ύπαρξης του Κόσμου, βρίσκεται έξω από τον Κόσμο”. Πολλά έτη μετά, την χαριστική βολή έδωσε ο Σαρτρ: “Στην Φύση δεν βρίσκουμε παρά την Διαλεκτική που εμείς τοποθετήσαμε εκεί”. Τοιουτοτρόπως, ο Υλισμός είναι ήδη ανυπόληπτος και οιονεί νεκρός για την Επιστήμη, πριν ακόμη η Κβαντική θεωρία θέσει την επιτύμβια στήλη επί του τάφου του.
Τι είναι η Κβαντική Θεωρία και ποία η Σχολή της Κοπεγχάγης, με κύριους φυσικο-φιλοσοφικούς εκπροσώπους τον Βέρνερ Χάιζενμπεργκ και τον Πάσκουαλ Γιόρνταν, η οποία και κατέχει την τιμή τόσο της επιστημονικής τεκμηρίωσης, όσο και της φιλοσοφικής ερμηνείας της ριζικής επιστημονικής και κοσμοθεωρητικής ανατροπής που απεκλήθη Οντολογική Επανάσταση; Το 1927 (39 Α.π.) ο Χάιζενμπεργκ αναγγέλλει στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα την Αρχή της Απροσδιοριστίας των Κβαντικών Φαινομένων. Σύμφωνα με αυτήν η άμεση “αντικειμενική πραγματικότητα” που περιγράφεται με την Κλασική Φυσική, συμπεριλαμβανομένης της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας, δεν μπορεί να επεκταθεί στην υποατομική τάξη μεγέθους των κβαντικών φαινομένων, διότι η αντικειμενικότητα ενός κβαντικού μικροσυστήματος διαταράσσεται από το όργανο μέτρησης που υπεισέρχεται στην παρατήρηση αυτού, ώστε η μέτρηση των φυσικών μεγεθών που το διέπουν παύει να έχει αιτιοκρατικό και αποκτά πιθανοκρατικό χαρακτήρα.
Ο Χάιζενμπεργκ αποφαίνεται: Το κβαντικό μικροσύστημα ως “Αντικειμενική Πραγματικότητα” δεν μπορεί να διαχωριστεί από το Υποκείμενο δηλονότι τον παρατηρητή, διότι κάθε μέτρηση συσχετίζεται με την προηγούμενη, εις τρόπον ώστε η επανάληψη του ιδίου πειράματος (Αιτία) να οδηγεί σε εκάστοτε διαφορετικό Αποτέλεσμα, το οποίο δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. Ως εκ τούτου η Αιτιότητα της Κλασικής Φυσικής η οποία ορίζει ότι από την ίδια Αιτία παράγεται πάντοτε το αυτό Αποτέλεσμα καταλύεται ένεκα της σύντηξης εντός του κβαντικού μικροσυστήματος Υποκειμένου-Αντικειμένου, των οποίων ο διαχωρισμός είναι φυσικώς αδύνατος. Ούτω πως η αποκαλούμενη Αντικειμενική Πραγματικότητα είναι δημιουργία των μέσων παρατήρησης εις τρόπον, ώστε το Αντικείμενο (κβάντο) να στερείται Ύπαρξης έξω από το περιβάλλον που το παρατηρεί δηλονότι το Υποκείμενο-παρατηρητή. Όθεν η Κβαντική Θεωρία είναι ασύμβατη με την Κλασική Φυσική και τοιουτοτρόπως η οντολογία του Υλισμού, που ερείδεται στον απόλυτο διαχωρισμό του Αντικειμένου παρατήρησης από το Υποκείμενο κατά την εξέλιξη των φυσικών φαινομένων, στο περιβάλλον του κβαντικού μικροσυστήματος καταρρέει. Η Κβαντική Φυσική εισάγει την Αρχή της Ανυπαρξίας των μη παρατηρησίμων Συστημάτων. Η Aρχή αυτή μεταστοιχειώνεται φιλοσοφικά ως εξής. Το Πράγμα καθ’ εαυτό ΔΕΝ υπάρχει ανεξάρτητα από το Όν, το οποίο δια της θέας, δηλονότι παρατηρώντας το, το εφοδιάζει με Ύπαρξη.
Θέα είναι η παρατήρηση που συντήκει
το Υποκείμενο-παρατηρητή με το Αντικείμενο παρατήρησης.
Μόνο το Υποκείμενο-παρατηρητής,
που θέει προς την Θέα ενάντια στον Χωροχρόνο,
διαχωρίζεται από το Αντικείμενο παρατήρησης.
Το Υποκείμενο αυτό καλείται Θεός.
Εκείθεν, ο Χάιζενμπεργκ στην Κβαντομηχανική θεωρία των Μητρών συναντά τις πειραματικές αποδείξεις της Σχολής της Κοπεγχάγης σύμφωνα με τις οποίες το κβάντο, τουτέστιν το υποατομικό σωματίδιο, ηλεκτρόνιο, φωτόνιο ή πρωτόνιο διέπεται από την ασυνέχεια της φύσης του, δηλονότι μεταπίπτει από την σωματιδιακή στην κυματική μορφή και τούμπαλιν με ερέθισμα την Παρατήρηση δι΄ ενός πιθανοκρατικού και μη αιτιακού κβαντικού άλματος. Για την Κλασική Φυσική ένα πράγμα είναι ή σώμα ή πεδίο, δηλονότι κύμα. Το σώμα ή το κύμα δεν είναι παρά εκφάνσεις της μίας και μοναδικής ουσίας, που είναι η Ύλη. Κάθε πράγμα κατά την διαλεκτική φορά περνά στο αντίθετο του, ούτως πως λαμβάνει χώρα η μεταστοιχείωση των σωματιδίων σε κύματα και τούμπαλιν. Μέχρι τούδε η Κλασική Φυσική και εκείθεν ο Υλισμός δεν αντιφάσκουν. Το ερώτημα που θέτει η Κβαντική Φυσική είναι αν στην σωματο-κυματιδιακή μεταστοιχείωση ελλοχεύει μία Ουσία με δύο μορφές, δηλονότι η Ύλη ή δύο ασύμβατες Ουσίες που αδυνατούν να αναχθούν η μία στην άλλη. Σε κάθε μορφή του κβάντου αντιστοιχεί ένα φυσικό μέγεθος, στο σωματίδιο η Θέση χ και στο κύμα η Ορμή π ή αντιστοίχως ο Χρόνος τ και η Ενέργεια Ε. Ο Χάιζενμπεργκ διατυπώνει μαθηματικά τις Σχέσεις Απροσδιοριστίας ως εξής:
Δχ*Δπ≥h ή όπερ το ισοδύναμο ΔΕ*Δτ≥h όπου h η Σταθερά του Plank.
Η απόλυτη σύγχυση των φιλοσοφικών θιασωτών της κβαντικής θεωρίας έγκειται στην διαβεβαίωση ότι οι δύο ασύμβατες ουσίες που αδυνατούν να αναχθούν η μια στην άλλη είναι το Σώμα και το Κύμα: το σώμα είναι η υλική ουσία και το κύμα ή πεδίο είναι η μη υλική ουσία, ιδού λοιπόν ο δυισμός και εκείθεν το τέλος του Υλισμού.
Ουδέν αναληθέστερον τούτου, διότι σώμα και κύμα είναι μορφές της αυτής ουσίας, της Ύλης, η οποία συνιστά το αδιαχώριστο της δομής των κβάντων και εκείθεν τους όρους της υλικής ύπαρξης τους. Το ερώτημα που θέτει η Κβαντική Θεωρία δεν αφορά τις δύο μορφές της δομής των κβάντων, οι οποίες είναι αναμφιβόλως υλικές, αλλά τους όρους ύπαρξής τους δηλονότι τις συνθήκες υπό τις οποίες τα κβάντα υλοποιούνται υπό την μια ή την άλλη μορφή του σώματος ή του κύματος. Η κβαντική θεωρία ισχυρίζεται, και με όλα τα διαθέσιμα πειραματικά δεδομένα έως σήμερα αποδεικνύει, ότι το κβάντο εντός του κβαντικού συστήματος δεν διαθέτει ούτε Θέση ούτε Ορμή και αποκτά το ένα ή το άλλο διά μέσου της διαδικασίας της παρατήρησης (μέτρησης) τουτέστιν της παρεμβολής της συνείδησης του παρατηρητή, δηλαδή του Υποκειμένου. Μάλιστα, επειδή σύμφωνα με την Μηχανική των Μητρών δεν μπορούμε να αποδώσουμε ταυτόχρονη Ύπαρξη σε δύο μεγέθη που δεν αντιμετατίθενται, όπως η Θέση χ και η Ορμή π, κάθε κβάντο που έχει Ορμή, άρα είναι Κύμα, δεν έχει Θέση συνεπώς δεν υπάρχει ως Σωματίδιο και αντιστρόφως. Συμπέρασμα: Εάν κάποιος ισχυρίζεται ότι το κβάντο δύναται να υπάρχει ανεξαρτήτως της συνείδησης του Υποκειμένου τότε αυτός δεν κάνει επιστήμη αλλά μεταφυσική. Επί πλέον η μέτρηση δηλονότι η συνείδηση του παρατηρητή δεν μπορεί να προκαθορίσει ή να εξαναγκάσει την εμφάνιση της μιας ή της άλλης υλικής μορφής του κβάντου δηλονότι του σωματίου ή του κύματος. Τοιουτοτρόπως η παρατήρηση εξαναγκάζει (αιτιαρχία-ντετερμινισμός) το κβάντο εντός του κβαντικού συστήματος να προβεί σε ανεξάρτητη Επιλογή (αυταρχία-ιντετερμινισμός), τουτέστιν να λάβει Απόφαση περί της μορφής της υποστασιοποιήσεώς του.
Ούτω πως η κβαντική θεωρία αποφαίνεται:
Εντός κάθε κβαντικού συστήματος ελλοχεύει η βούληση
μιας καθοδηγητικής κβαντικής μικροοντότητας,
η οποία, υπό την επίδραση μιας συνείδησης που παρατηρεί (Υποκειμένου), λαμβάνει Απόφαση
δηλονότι προκαλεί την αναγωγή μιας κυματοδέσμης (κύματος πιθανότητας) στη δημιουργία μιας ιδιοκατάστασης
ήγουν σε μια ελεύθερη, μη υποκείμενη σε αιτιακή σχέση,
υποστασιοποίηση της σωματιδιακής ή της κυματιδιακής υλικής μορφής.
Τοιουτοτρόπως η έτερη Ουσία, την οποία αποκαλύπτει
η Κβαντική Φυσική ως ασύμβατη με την σωματιδιακή Ύλη,
δεν είναι η εξ ίσου υλική κυματιδιακή “μη Ύλη”,
αλλά η Αρχή του Υπάρχειν δηλονότι το Είναι.
Την κβαντική αυτή μικροοντότητα, η οποία ασκεί καθοδηγητική ηγεσία
δίκην σπερματικού Λόγου εντός κάθε κβαντικού συστήματος,
ο Πάσκουαλ Γιόρνταν ονόμασε Führerprinzip (Αρχή Ηγεσίας).
Η Αρχή Ηγεσίας είναι Συμπαντική Αρχή και ταυτίζεται με τον Λόγο.
Ο Λόγος εισπυδεί και αναβλύζει από τον Κόσμο και αντιστρόφως,
όπως το Είναι εισπυδεί και αναβλύζει από την Ύλη και αντιστρόφως.
Επομένως δεν υπάρχει δυισμός,
αλλά Διπλόη Λόγου και Κόσμου, Είναι και Ύλης,
Γίγνεσθαι και Συνείδησης, Ύπαρξης και Ζωής ή, άλλως, Είναι και Μηδενός.
Η ένσταση του Υλισμού ομού και του Μπιτσάκη υπέρ της αιτιαρχίας (ντετερμινισμός) και εναντίον της αυταρχίας (ιντετερμινισμός) της κβαντικής μικροοντότητας είναι, ότι η επιλογή της υλικής μορφής της υποστασιοποίησης του κβάντου υπό την διαταραχή της παρατήρησης δεν είναι αποτέλεσμα Απόφασης αλλά Τυχαιότητος. Εν τούτοις το τυχαίο είναι απρόβλεπτο, συνεπώς η στατιστική διασπορά που προκύπτει από την επαναληψιμότητα του κβαντικού φαινομένου θα όφειλε να είναι τυχαία. Όμως, η στατιστική διασπορά της υποστασιοποίησης του κβάντου είναι προβλέψιμη, διότι ακολουθεί μια μαθηματική συνάρτηση, την Συνάρτηση Στατιστικής Κατανομής ψ του Σρέντιγκερ. Ούτω πως η επιλογή μορφής υλοποίησης του κβάντου δεν είναι προϊόν Τυχαιότητας αλλά βούληση Απόφασης (αυταρχία-ιντετερμινισμός) υπό τον εξαναγκασμό της παρατήρησης (αιτιαρχία-ντετερμινισμός). Επί πλέον η εμμονή του Υλισμού στην αιτιαρχία (ντετερμινισμός) και η άρνηση της αυταρχίας (ιντετερμινισμός) είναι κατά τα ανωτέρω άρνηση της υλιστικής διαλεκτικής αρχής της ενότητος και πάλης των αντιθέτων και ούτω πως άρνηση των θεμελίων του Υλισμού, αλλά ωσαύτως είναι και μονισμός δηλονότι κατά Γκέντελ ψευδής.
Δεδομένου ότι η αρχή της αντικειμενικότητας πρέπει να συμπληρωθεί με την αρχή της αυθυπαρξίας για να θεμελιωθεί μια υλιστική μονιστική αντίληψη του είναι, που να διασφαλίζει την ενότητα και την οντολογική αυθυπαρξία της φύσης μέσα από την διαφορετικότητα των υλικών μορφών, η αποδειχθείσα από την κβαντική θεωρία ασυμβατότητα Ύλης και Είναι οδηγεί στην οντολογική κατάρρευση του Υλισμού. Περαιτέρω σύμφωνα με τον Χάιζενμπεργκ το Κύμα Πιθανότητας είναι η οντολογική γέφυρα ανάμεσα στο Δυνάμει και το Ενεργεία δηλονότι στην Δυνατότητα και την Πραγματικότητα, ανάμεσα στη Μορφή και την Ύλη, όπως ο Αριστοτέλης αποφαίνεται. Η νόηση και εκείθεν η συνείδηση δεν είναι μορφή της Ύλης αλλά λειτουργία του Είναι, την ελεύθερη βούληση της οποίας καθορίζει το μη αιτιοκρατικό κβαντικό άλμα που επιχειρεί εκάστοτε η Απόφαση, δηλονότι η Αρχή Ηγεσίας (Fuehrerprinzip), από την Δυνατότητα στην Πραγματικότητα.
Στην απόπειρά του να αναιρέσει τα συντριπτικά πλήγματα της Κβαντικής Θεωρίας, ο Μπιτσάκης εκκινεί ορθώς από την ριζική διάκριση της Ευκλείδειας γνωσιολογίας έναντι της Ρημάνειας οντολογίας. Το ευκλείδειο πεδίο, ακόμη και ο μινκόφσκειος σχετικιστικός χωροχρόνος, είναι μορφές ανεξάρτητες από το περιεχόμενό τους. Συνεπώς στην Κλασική Φυσική, συμπεριλαμβανομένης και της Ειδικής Θεωρίας της Σχετικότητας, η ενότητα του χωροχρόνου με την ύλη δεν έχει εισέτι αποδειχθεί. Εν τούτοις το πράγμα δεν είναι αναλλοίωτο ως προς το κινούμενο ον. Αντιθέτως στην Ρημάνεια οντολογία η μορφή του χώρου είναι συνάρτηση της ποσότητας της ύλης, οπότε ακόμη και στο ίδιο σημείο του χώρου ο ρυθμός του χρόνου μεταβάλλεται. Η Ρημάνεια πολλαπλότητα είναι η απορρόφηση της βαρύτητας σε μια γεωμετρική δομή όπου η καμπυλότητα κάθε σημείου είναι διαφορετική από το μηδέν. Τα σωμάτια είναι λύσεις των πεδιακών εξισώσεων πάνω στις γεωδαιτικές γραμμές του καμπύλου χωροχρόνου, όπου δεν υπάρχει χώρος ομού για το πεδίο και την ύλη, άρα το πεδίο είναι η μόνη υλική πραγματικότητα. Στο ρημάνειο σύμπαν της Γενικής Σχετικότητας ο ανθρωποκεντρισμός δεν έχει δικαίωμα ύπαρξης, τοιουτοτρόπως ως γεωμετρικό εννοιολογικό πλαίσιο το Ευκλείδειο και το Ρημάνειο Σύμπαν είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους.
Της γνωσιολογικής και πειραματικής θεμελίωσης της Κβαντικής Θεωρίας από την Σχολή της Κοπεγχάγης ακολούθησαν δύο επιστημο-λογικές αποδείξεις, οι οποίες κατέστησαν την τεκμηρίωσή της πλήρη, οριστική και αδιαμφισβήτητη. Τούτες είναι η απόδειξη του Θεωρήματος της μη Πληρότητος από τον Γκέντελ το 1931 και η απόδειξη του Εσχάτου Χαρακτήρος της Κβαντικής Μηχανικής από τον φον Νόυμαν το 1935. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του Θεωρήματος μη Πληρότητος, ο οποίος παραθεωρήθηκε από τους μη κβαντικούς φυσικούς, του Αϊνστάιν συμπεριλαμβανομένου, έγκειται στο γεγονός ότι η μη Πληρότητα συνεπάγεται την μη Τοπικότητα και την μη Διαχωρισιμότητα των φυσικών συστημάτων, όπως ακριβώς η κβαντική μηχανική προβλέπει. Διότι ένα σύστημα δεν μπορεί να είναι τοπικό και διαχωρίσιμο από το περιβάλλον του εφόσον κατά Γκέντελ είναι αδύνατον να είναι Κλειστό και Εμμενές, δεδομένου ότι η Αλήθειά του έλκεται πάντοτε θύραθεν ή θεόθεν, περικλείοντας την άρνησή της. Επί πλέον, κατά φον Νόυμαν, η κβαντική μηχανική βρίσκεται σε λογική αντίφαση με την αιτιότητα, διότι δεν υπάρχει πείραμα που να υποδηλώνει την παρουσία της. Η απόδειξη του φον Νόυμαν αποκλείει την αναγωγή της στατιστικής περιγραφής της Αρχής της Απροσδιοριστίας σε δυναμική με την εισαγωγή λανθανουσών παραμέτρων στον φορμαλισμό της κβαντικής μηχανικής, δηλαδή αποκλείει την αναγωγή της στατιστικής συμπεριφοράς τουτέστιν του πιθανοκρατικού χαρακτήρα του κβαντικού επιπέδου σε στατιστική συμπεριφορά αιτιοκρατικού χαρακτήρα στο υποκβαντικό επίπεδο. Ο φον Νόυμαν απέδειξε ότι αν υποτεθούν τέτοιου χαρακτήρα λανθάνουσες (μη εισέτι αποκαλυφθείσες) παράμετροι, οδηγούν σε αποτυχία τα εν συνόλῳ επιτυχή πειράματα της κβαντομηχανικής, διότι οι λανθάνουσες παράμετροι θα έδιδαν υποσύνολα χωρίς διασπορά, ενόσω φυσικά συστήματα χωρίς διασπορά δεν υφίστανται. Ούτω πως τα πειραματικά δεδομένα δεν ευνοούν την ύπαρξη λανθανουσών παραμέτρων. Μια θεωρία αιτιοκρατική οφείλει να είναι τοπική και διαχωρίσιμη, άρα να υποκρύπτει λανθάνουσες παραμέτρους. Αλλά μια τέτοια θεωρία είναι ασύμβατη με τις προβλέψεις της κβαντικής μηχανικής, οι οποίες επαληθεύτηκαν εν συνόλῳ πειραματικά.
Ούτω πως η Κβαντική Θεωρία είναι πλήρης, διότι είναι μη Τοπική και μη Διαχωρίσιμη. Ο Κόσμος εν εαυτώ και δι’ εαυτόν συνιστά την ολότητα της ύπαρξης κατά το μέτρο που ο Λόγος είναι εν ταυτώ μέσα και έξω από αυτόν. Κάθε Σύστημα ανήκει πάντοτε σε μια ολότητα που το υπερβαίνει, τοιουτοτρόπως τα Κβαντικά Συστήματα είναι Ανοικτά και Υπερβατικά και ουχί Κλειστά και Εμμενή.
Τοιουτοτρόπως το 1935 τα πάντα είχαν κριθεί, ο υλισμός είχε ολοσχερώς καταρρεύσει. Οι χριστιανοί φυσικοί Τζηνς και Έντιγκτον έβλεπαν στην κβαντική θεωρία την απόδειξη ύπαρξης του Θεού, ο Τζηνς μάλιστα αποσάθρωνε την υλιστική διαλεκτική με την φράση: “η διαλεκτική εκτύλιξη της αντικειμενικής πραγματικότητας δεν είναι η εκτύλιξη των πραγματικών γεγονότων αλλά η ανθρωποκεντρική γνώση μας γι’ αυτά, ούτω πως οι λεγόμενοι φυσικοί νόμοι δεν είναι παρά γεωκεντρικές ερμηνείες των φυσικών φαινομένων. Το Σύμπαν μοιάζει με μια μεγάλη διάνοια και όχι με μια μεγάλη μηχανή”. Ο Μπορ και ο Μπορν πίστευαν ότι το σώμα και η ψυχή είναι συμπληρωματικές ουσίες που δεν μπορούν να αναχθούν η μια στην άλλη και οι δημιουργοί της Οντολογικής Επανάστασης Χάιζενμπεργκ, Γιόρνταν και Χάιντεγκερ διεκήρυτταν εντός του ανερχόμενου Ναζισμού το Fuehrerprinzip ως Συμπαντική Αρχή. Αμετακίνητοι στον αντι-επιστημονικό και αποτιτανωμένο Υλισμό παρέμεναν μόνον οι Σοβιετικοί οπισθοβάτες της Ιστορίας και οι ανά την Υφήλιο κομμουνιστές υποτελείς τους.
Και όμως δεν είχαν όλα τελειώσει, διότι ανάμεσα στους πιστούς της Κλασικής Φυσικής και απίστους της Κβαντικής Φυσικής παρέμενε ο διαπρεπέστερος επιστήμονας του Κόσμου: Ο Αϊνστάιν. Το 1935 και παρά τις αδιάσειστες αποδείξεις ο Αϊνστάιν δεν θεωρούσε την Κβαντική Φυσική ως πλήρη και οριστική θεωρία, διότι δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με τις μη αιτιοκρατικές αρχές της. Παροιμιώδης παρέμεινε η φράση του: “Ο θεός δεν παίζει ζάρια”. Έτσι πρότεινε ένα νοητικό πείραμα που έμεινε στην ιστορία της Φυσικής ως EPR παράδοξο, από τα αρχικά των ονομάτων των επιστημόνων που με πρώτο τον Αϊνστάιν το διετύπωσαν. Κατά τον Αϊνστάιν τα φυσικά συστήματα έχουν ιδιότητες ανεξάρτητες από την μέτρηση και οι νόμοι είναι η εσωτερική σύνδεση των φαινομένων. Εφόσον όλα τα σωμάτια που έχουν μάζα ηρεμίας μεγαλύτερη του μηδενός κινούνται με ταχύτητες μικρότερες του φωτός και αντίστοιχα τα σωματίδια που έχουν μάζα ηρεμίας μηδενική όπως τα φωτόνια, κινούνται με την πεπερασμένη ταχύτητα του φωτός, η Τοπικότητα και η Διαχωρισιμότητα οφείλουν να είναι κύριο χαρακτηριστικό των φυσικών θεωριών. Διαφορετικά, θα πρέπει να γίνουν αποδεκτά φαινόμενα όπως η Ακαριαία Δράση, η Μείωση της Εντροπίας και η Αντιστροφή του Χρόνου. Τότε η Ύπαρξη θα δρα ενάντια στον Χωροχρόνο και η Αλήθεια θα είναι κατάσταση κβαντικής αγνωσίας. Η απάντηση ήλθε άμεσα από τον Μπορ που διετύπωσε την οντολογική Αρχή της Συμπληρωματικότητας, σύμφωνα με την οποία οι συμπληρωματικές όψεις της υλικής πραγματικότητας (σωματίδιο-κύμα) αλληλοαποκλείονται και το μη Διαχωρίσιμο των Φαινομένων αποτελεί θεμέλιο της Κβαντικής Μηχανικής. Έκτοτε και οι τρεις ενστάσεις του Αϊνστάιν αποδείχτηκαν εσφαλμένες. Η Ακαριαία Δράση, που απαιτεί υπερφωτεινές ταχύτητες, διέπει το φαινόμενο της Κβαντικής Διεμπλοκής: Δύο συζυγή κβάντα είναι μη διαχωρίσιμα στο Σύμπαν, ώστε η πληροφορία της παρατήρησης του ενός από μια Συνείδηση (Παρατηρητή) να μεταβιβάζεται ακαριαία στο έτερο ανεξάρτητα από την απόσταση από το συζυγές του: Ενώ το ηλεκτρομαγνητικό Σήμα μεταδίδεται με την ταχύτητα του φωτός, η Πληροφορία μεταδίδεται ακαριαία. Η ακαριαία δράση της Πληροφορίας προϋποθέτει μια βούληση, την Αρχήν του Führerprinzip, μέσω της οποίας τα κβάντα αλληλεπιδρούν με ολόκληρο το Σύμπαν!
Η Μείωση της Εντροπίας απεδείχθη από τον Σρέντιγκερ ως η θεμελιώδης λειτουργία του Γονιδίου που παράγει τάξη από την τάξη και όχι από την στατιστική αταξία, αντιστρέφοντας τον δεύτερο θερμοδυναμικό νόμο. Τέλος η Αντιστροφή του Χρόνου απεδείχθη ως δυνατότητα στο μοντέλο της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητος το 1953 από τον Γκέντελ, οπότε το EPR παράδοξο του Αϊνστάιν κατέρρευσε ολοσχερώς. Μια έσχατη προσπάθεια επιβίωσης του αιτιοκρατικού μοντέλου επιχειρήθηκε με τις ανισότητες του Bell, οι οποίες προέβλεπαν υπό όρους την ύπαρξη λανθανουσών παραμέτρων. Το πρόβλημα πέρασε στην δικαιοδοσία του πειράματος και τα πειραματικά δεδομένα δικαίωσαν εξ ολοκλήρου την Κβαντική Φυσική: Το σύνολο των πειραμάτων είναι εναντίον της ύπαρξης λανθανουσών παραμέτρων, μη επαληθεύοντας τις ανισότητες. Η έσχατη πειραματική διερεύνηση της υπόθεσης των λανθανουσών παραμέτρων έγινε από τον Jauch την δεκαετία του 1970. Μετά από σειρά εξαντλητικών πειραμάτων ο Jauch απεφάνθη: “Η αναζήτηση λανθανουσών παραμέτρων βρήκε την οριστική της απάντηση και αυτή είναι αρνητική. Η κβαντική θεωρία ανταποκρίνεται με επάρκεια στην περιγραφή των κβαντικών φαινομένων, οι προβλέψεις της δεν διαψεύστηκαν ποτέ. Η ελπίδα να αποδειχθεί πειραματικά η δράση λανθανουσών παραμέτρων είναι πίστη στην Δευτέρα Παρουσία”.
Και όμως. Η απόγνωση του υλιστή και η μεταφυσική πίστη στο δόγμα τυφλώνει τον Μπιτσάκη στην στροφή του ΚΑ΄ αιώνα, όταν όλα τα επιστημονικά δεδομένα τον διαψεύδουν παταγωδώς. Έτσι, σε στιγμές μαρξιστικού-λενινιστικού παροξυσμού αποφαίνεται: “Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι επίκειται η αποσάθρωση της ερμηνείας της Κοπεγχάγης”!!! Στην παραφορά του ο Μπιτσάκης παραβιάζει κάθε επιστημονική δεοντολογία. Τοιουτοτρόπως ισχυρίζεται, σε ριζική αντίθεση με την Αρχή της Απροσδιοριστίας, ότι “οι ανισότητες του Χάιζενμπεργκ δεν αφορούν το εξατομικευμένο σωμάτιο αλλά ένα στατιστικό σύνολο ταυτόσημων σωματίων που βρίσκονται στην ίδια κβαντική κατάσταση. Τα διακριτά αποτελέσματα από άτομο σε άτομο οφείλονται στην λεπτή υφή που διαφέρει ανά άτομο χωροχρονικά. Οι κυματικές ιδιότητες εμφανίζονται μόνον όταν υπάρχουν αρκετά ηλεκτρόνια για να δώσουν ένα στατιστικό σύνολο. Ο οντολογικός χαρακτήρας του τυχαίου δεν σημαίνει πως μια στατιστική κατανομή δεν μπορεί να αναχθεί σε αιτιοκρατικές σχέσεις δυναμικού χαρακτήρα. Οι λανθάνουσες παράμετροι μπορεί να είναι ουσιώδεις παράμετροι σε ένα βαθύτερο επίπεδο οργάνωσης της ύλης, έτσι ένα βαθύτερο επίπεδο της πραγματικότητας μπορεί να διέπεται από αιτιοκρατικούς νόμους. Οι νόμοι του τυχαίου είναι οι νόμοι της στατιστικής αιτιοκρατίας που εφαρμόζονται σε μεγάλα συστήματα και είναι νόμοι ακριβείς”.
Ενώ η επιστήμη έχει τελεσιδίκως αποδείξει ότι η στατιστική ερμηνεία των κβαντικών φαινομένων οδηγεί στην απόρριψη και όχι στην αποδοχή της αιτιότητας, διότι εφαρμόζεται ουχί σε μεγάλα θερμοδυναμικά συστήματα, όπως απαιτεί η αιτιαρχία, αλλά αντιθέτως σε μικρά (εξαιρετικά μικρού πλήθους σωματιδίων και ταυτοχρόνως υπέρμετρα σταθερής δομής) κβαντικά συστήματα όπως είναι το γονίδιο, οδηγώντας σε μείωση της εντροπίας, ο Μπιτσάκης επιμένει.
Όταν όλα γύρω έχουν από καιρό καταρρεύσει, ο ύστατος προμηθεϊκός δεσμώτης του μαρξισμού-λενινισμού, οπισθοβάτης της Ιστορίας, ελπίζει στην Δευτέρα Παρουσία του Υλισμού μέχρι τελικής πτώσεως. Ω δυστυχή Ευτύχη…
Wenn einen Menschen die Natur erhoben,
Ist es kein Wunder, wenn ihm viel gelingt;
Man muß in ihm die Macht des Schöpfers loben,
Der schwachen Thon zu solcher Ehre bringt:
Doch, wenn ein Mann von allen Lebensproben
Die sauerste besteht, sich selbst bezwingt:
Dann kann man ihn mit Freuden Andern zeigen,
Und sagen: das ist er, das ist sein eigen!
Denn alle Kraft dringt vorwärts in die Weite,
Zu leben und zu wirken hier und dort;
Dagegen engt und hemmt von jeder Seite
Der Strom der Welt, und reißt uns mit sich fort:
In diesem innern Sturm und äußern Streite
Vernimmt der Geist ein schwer verstanden Wort:
Von der Gewalt, die alle Wesen bindet,
Befreit der Mensch sich, der sich überwindet.
Johann Wolfgang von Goethe- Die Geheimnisse 1787
Photo: Parsifal- Willy Pogany