Γεννημένος στο Lodi της βορείου Ιταλίας το 1944, σπούδασε και αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Γένοβας όπου υπέβαλε και την διατριβή του για την μεσαιωνική λογοτεχνία. Τα χρόνια εκείνα δραστηριοποιήθηκε πολιτικά όντας μέλος της φοιτητικής οργανώσεως FUAN (Fronte Universitario D’ Azione Nazionale – Φοιτητικό Μέτωπο Εθνικής Δράσεως).
Η αγάπη του για τα βουνά, η πολιτική δράση και το ενδιαφέρον του για την αρχαία ρωμαϊκή θρησκεία και πνευματικότητα τον έφεραν σε επαφή με τον Ιούλιο Έβολα στα τέλη της δεκαετίας του ’60, με αποτέλεσμα να αναπτύξουν μία εγκάρδια σχέση, η οποία οδήγησε και στην ίδρυση του Centro Studi Evoliani (Κέντρο Εβολιανών Μελετών) το 1970 καθώς και στην έκδοση της περιοδικής επιθεωρήσεως Arthos το 1972.
Επί πλέον ήταν υπεύθυνος για την έκδοση υπό μορφήν βιβλίου διαφόρων κειμένων του Έβολα, ενώ συνέγραψε και μία σημαντική μελέτη για την δράση του τελευταίου μέσω της εσωτεριστικής ομάδος Ur.
Ήταν μάλιστα και ένα από τα άτομα που τον Αύγουστο του 1974 ανέβηκαν σε υψόμετρο 4200 μέτρων στο όρος Rosa, στα σύνορα Ιταλίας-Ελβετίας και εναπέθεσαν τις στάχτες του Ιουλίου Έβολα σε κάποια ρωγμή του παγετώνα. Συγκεκριμένα είχε αναλάβει την επίβλεψη της εκτελέσεως των οδηγιών που είχε δώσει ο Έβολα σχετικώς με την ταφή του, την οποία ο Del Ponte ετέλεσε με την βοήθεια του Eugene David, οδηγού του Έβολα κατά τις αναβάσεις του στο όρος Rosa κατά την δεκαετία του ’30.
Είχε επίσης συγγράψει πλήθος μονογραφιών και άρθρων σχετικών με την ιστορία των λαών της αρχαίας Ιταλίας, τους μύθους, τις λατρείες και την πνευματικότητά τους (“Dei e miti italici. Archetipi e forme della sacralità romano-italica”, “La Religione dei Romani“, “I Liguri. Etnogenesi di un popolo”, “Favete Linguis!” Saggi sulle fondamenta del Sacro in Roma antica”, “Roma e gli Indoeuropei dopo Georges Dumézil“) και ήταν σημαντική μορφή στον χώρο των αρχαιοθρήσκων της Ιταλίας. Μαζί με άλλα άτομα είχαν ιδρύσει το 1988 το Movimento Tradizionalista Romano (Ρωμαϊκό Παραδοσιοκρατικό Κίνημα), το οποίο αποτελούσε “μία κατ’ ουσίαν πολιτισμική και πνευματική δομή που στοχεύει να κάνει γνωστά τα χαρακτηριστικά της Ρωμαϊκής Παραδόσεως, η οποία δεν είναι μία ιστορική πραγματικότητα που έχει οριστικώς ξεπερασθή αλλά μία αθάνατη πνευματική πραγματικότητα”.
Τα τελευταία έτη διέμενε στην Villafranca όπου και δίδασκε ως καθηγητής σε επιστημονικό λύκειο.