Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ, ΦΑΙΔΩΝ-ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ-ΦΑΙΔΡΟΣ
Η Πόλις είναι η κερκίς
που, με στήμονα τον Λόγο και κρόκη τον Κόσμο,
υφαίνει τον τάπητα της Ιστορίας και του Πολιτισμού.
Ο Ατομισμός είναι Εγωκεντρισμός. Ο Ανθρωπισμός είναι Γεωκεντρισμός.
Ο Εγωκεντρισμός είναι ο αντικατοπτρισμός του Γεωκεντρισμού.
Ο Πολιτισμός είναι Θεοκεντρισμός.
ΗΛΙΟΣ, ο Απόλλων (Α-πολλών) – ΖΩΔΙΑΚΟΣ, ο Διόνυσος (Δίας-νύσσων)
Εστώ, η Ουσία – Έστω, η Ύπαρξη
Η Μεγάλη Τριλογία του Πλάτωνος είναι, ομού με την Πολιτεία, τα δύο ανυπέρβλητα μνημεία του Αρίου Λόγου. Με την Τριλογία ο Πλάτων αναγορεύεται ως ο μέγιστος φιλόσοφος των αιώνων. Με την Πολιτεία, αναδεικνύεται ως ο μέγιστος πολιτειολόγος της ιστορίας.
Φαίδων ή περί Ψυχής, Συμπόσιον ή περί Έρωτος, Φαίδρος ή περί Κάλλους. Το πτ-ερωτό άρμα της Ψυχής, διατρέχοντας τους αναβαθμούς του Έρωτα μετεωροπορεί στην Αψίδα του Ουρανού, θεώμενο το θείο Κάλλος. Η συνύφανση ψυχής-έρωτος-κάλλους στην πλατωνική ουρανοδρομία του Όντος προς τον Όντα επιβάλλει την από κοινού πραγμάτευση, σπουδή και ερμηνεία των τριών έργων. Ως ερμηνευτική κλείδα της Μεγάλης Τριλογίας προβάλλεται η κατοπτρική συζυγία του Εγωκεντρικού και του Γεωκεντρικού προτύπου κατά το παρατιθέμενο γράφημα.
Θεμέλιο του γραφήματος είναι η γαιώδης σύσταση του Εγώ δηλονότι η φυσική αντιστοιχία του Εγώ προς την Γαία. Γαία, Γεω-Εγώ, το Εγώ είναι το χθόνιο δέρας του Όντος που είναι δεσμώτης της Γαίας και συνάμα το αιθέριο γέρας του Όντος κατά την ανάπτηση προς τα ουράνια ενδιαιτήματα και τους Όντες. Το Εγώ είναι η υλοποίηση της αρχής της ενικότητας που δεσπόζει στην μεριστή Ψυχή και καθίσταται αρχή εξατομίκευσης κατά την σωματοποίησή της. Τοιουτοτρόπως το Εγώ είναι ο αντικειμενοποιημένος Εαυτός δηλονότι το Όν, που ένεκα της γήινης προσοικείωσης έχει βυθισθεί στην πρώτη και δεύτερη Λήθη του Είναι, δηλαδή στην λήθη του Λόγου (Οντογένεση) και την λήθη του Κόσμου (Φυλογένεση). Το επί Γαίας Όν θεάται αναυθεντικά τον Εαυτό του (Λόγος) και τα Όντα (Κόσμος) τουτέστιν θεάται δια μέσου του παραμορφωτικού εσόπτρου της Λήθης που καλείται Εγώ. Ανάμεσα στο Είναι του Λόγου και το Φαίνεσθαι του Κόσμου παρεμβάλλεται το Γίγνεσθαι του Εγώ του γειωμένου Όντος. Το Εγώ του επί γαίας Όντος καλείται Υποκείμενο και το Γίγνεσθαι των επί γαίας Όντων καλείται Αντικείμενο. Στην περιαγωγή του προς τον Λόγο και τον Κόσμο το Όν οφείλει να καθαρθεί από τα γαιώδη και χθόνια αποτιτανώματα του Εγώ, που εμποδίζουν την Θέα, όπως ο πλατωνικός Γλαύκος αποτινάσσει τα όστρακα και τα φύκια κατά την ανάδυσή του από τον Πόντο.
Ο πρώτος αναβαθμός του Όντος στην υπέρβαση του Εγώ είναι το Έχω του Κόσμου και το Έσω του Λόγου. Το Έχω του Κόσμου συμβολίζει την κατοχή από το Εγώ ενός ετέρου Εγώ δηλονότι ιδρύει την σχέση των όντων που συστήνουν τον Οίκο και το Γένος και σηματοδοτεί την άνοδο της Ψυχής από την Γαία στον Άρη, που είναι ο θεός-σύμβολο της Αρίας φυλής. Αντιστοίχως το Έσω του Λόγου σηματοδοτεί την μετάπτωση του Εγώ στην εσωτερικότητα του Αισθήματος, του πόντου του συναισθήματος υπό την κυριαρχία της Αρτέμιδος-Σελήνης. Το Εγώ περιβεβλημένο την αύρα του Έχω του Κόσμου και την αχλύ του Έσω του Λόγου συνιστά το Σώμα ή την Ζωή του Όντος.
Ο δεύτερος αναβαθμός του Όντος στην υπέρβαση του Εγώ είναι το Εδώ του Κόσμου και το Είσω του Λόγου. Το Εδώ του Κόσμου συμβολίζει την έξοδο του Εγώ προς το έτερο Εγώ της Κοινότητας δηλονότι ιδρύει την σχέση των όντων που συστήνει την Πόλη και σηματοδοτεί την ανάπτηση της φυλετικής ψυχής από την αρεϊκή φύση στην Δίιο-ηρωική. Ο Ζην-Ζηνός (Ζωή) γίγνεται Δεύς-Διός (Ύπαρξη), είναι ο Άριος που γίγνεται Ήρως. Το Είσω του Λόγου είναι η πλωτινική θέα του Εαυτού η κεκαθαρμένη από την γήινη σκωρία του Εγώ. Το Είσω του Λόγου εισηγείται την ερμηνεία του Εαυτού υπό το κηρύκειο του Ερμού, που ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει. Ο Ερμής είναι η σημαντική της Γλώσσης, της αφής του Λόγου δηλονότι η αναγγελία της Ουσίας. Το Εδώ του Κόσμου και το Είσω του Λόγου είναι το Πνεύμα του Όντος.
Ο τρίτος αναβαθμός του Όντος στην υπέρβαση του Εγώ είναι το Έξω του Κόσμου και το Ερώ του Λόγου. Το Έξω του Κόσμου σηματοδοτεί την μετοίκηση της φυλετικής ψυχής στην υπερβόρεια πρωτοπατρίδα και τις αρχέγονες καταβολές της, στις υπώρειες του Κρόνου, Κορω-Νου-Χρόνου και τις πηγές της Ύπαρξης. Το Ερώ του Λόγου σημαίνει τον μανικό έρωτα της μεριστής ψυχής που επιστρέφει στον ουράνιο κρατήρα της αμερίστου ψυχής, τον Δαίμονα που αναβακχεύεται στις αγκάλες της ουρανίας Αφροδίτης, ιμείροντας ( [i] ) την Ένωση με τη Ουσία. Το Έξω του Κόσμου και το Ερώ του Λόγου είναι η Ψυχή του Όντος.
Το Εδώ και το Έξω του Κόσμου είναι το φωτοστέφανο της Ύπαρξης. Το Είσω και το Ερώ του Λόγου είναι ο ορίζοντας της Ουσίας. Ουσία και Ύπαρξη, Υποκείμενο και Αντικείμενο, Λόγος και Κόσμος, Ήλιος και Ζωδιακός, Απόλλων και Διόνυσος συντρέχουν στην Ακρόπολι της Πόλεως όπου αναγγέλλουν την Εν-ότητα του Είναι.
Ο Τέταρτος και έσχατος αναβαθμός είναι το Έστω του Κόσμου και το Εστώ του Λόγου, όπου το Όν θεάται τον Όντα, η Εστία και ο Βωμός, ο Ναός και το Άγαλμα, ο Πόλος όπου ο άμβροτος βροτός Ήρως, ο αιθεροβάμων Δαίμων και ο αιθέριος Θεός δεξιώνονται ομού την Ουσία και την Ύπαρξη. Εκεί ο Ήλιος-Απόλλων, ο α-πολλών Απλός, δεξιώνεται τον Ζωδιακό-Διόνυσο τον δια-νύσσοντα Πολλαπλό. Η Απλότης ενώνεται με την Πολλαπλότητα, η Ζωή με την Ύπαρξη και η Ελευθερία με την Αναγκαιότητα εκεί όπου το Είναι, ο Ών, το Όν και το Μηδέν είναι Έν.
ΦΑΙΔΩΝ
ή περί Ψυχής ηθικός, το ωραιότερον και εντελέστερον έργον του Πλάτωνος. Ο διάλογος λαμβάνει χώρα εις Φλειούντα Ήλιδος ολίγον μετά τον θάνατο του Σωκράτους και αποτελεί προοίμιο του Συμποσίου και του Φαίδρου. Πρόσωπα είναι οι Φαίδων, Εχεκράτης, Σιμμίας και Κέβης. Ο Πλάτων θεμελιώνει τον μύθο της μετεμψυχώσεως. Η ψυχή ξαναθυμάται όσα είδε στην αιωνιότητα της ζωής της, ώστε η γνώση διαφέρει από την εμπειρία κατά την αιτία, που η εμπειρία δεν την γνωρίζει (Φαίδων 72e). Η γνώση είναι ανάμνηση, έτσι οι μεριστές ψυχές προ της γεννήσεως κατέχουν γνωστική δύναμη, κληρονομία της αρχέτυπης φυλετικής ψυχής που βυθίζεται στην Λήθη κατά την μετάβαση της από την Ύπαρξη του Όντος στην Ζωή του Βροτού. Ο Πλάτων διακηρύττει το δόγμα της προσωπικής αθανασίας της ψυχής με σκοπό την προετοιμασία της υπέρβασης του Εγώ όπως αυτή θα μυθολογηθεί στα επόμενα έργα της Τριλογίας, το Συμπόσιον και τον Φαίδρο. “ οὕτω γὰρ αὐτὸ φύσει ἰσχυρὸν εἶναι, ὥστε πολλάκις γιγνομένην ψυχὴν ἀντέχειν”. Τα πράγματα δεν είναι καθ’ εαυτά αλλά λαμβάνουν ύπαρξη επειδή μετέχουν των ιδεών τουτέστιν λουόμενα στο βλέμμα και το ρήμα των υπάρξεων. Μηδέποτε το εναντίον είναι εναντίον εις εαυτό τοιουτοτρόπως κατ’ ανάστροφη φορά “ἐπιόντος ἄρα θανάτου ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον, τὸ μὲν θνητὸν ὡς ἔοικεν αὐτοῦ ἀποθνήσκει, τὸ δ’ ἀθάνατον σῶν καὶ ἀδιάφθορον οἴχεται ἀπιόν, ὑπεκχωρῆσαν τῷ θανάτῳ”. Ο εκάστου δαίμων οδηγεί από την Ζωή δια του Θανάτου προς την Ύπαρξη και μετά την κρίση έτερος δαίμων οδηγεί την αλλόφρονα υπό της υλοφροσύνης Ψυχή προς την νέα Ζωή. Πυριφλεγέθων, Στύγιος, Κωκυτός είναι οι τιμωροί ποταμοί, “οἵπερ ἄριστοί εἰσι τῶν ὄντων ἐπιστάται θεοί”. Ερχόμαστε εκ της Ὑπάρξεως εις την Ζωήν δια της γεννήσεως, όπως βαίνομε από την Ζωή προς την ‘Υπαρξη δια του θανάτου. Η ψυχή αποπτερούται και καταπίπτει, αναφύονται δε τα πτερά της, οπότε επιχειρεί την ανάπτηση. “Εἰ γὰρ ἐκ μὲν τῶν ἄλλων τὰ ζῶντα γίγνοιτο τὰ δὲ ζῶντα θνήσκοι τις μηχανή μὴ οὐχί πάντα καταναλωθῆναι εἰς τὸ τεθνάναι”; Η ψυχή τηρεί στο βλέμμα της σκιάν ή θάμβος ανάλογα εάν ανέρχεται ή κατέρχεται, στρεφόμενη δε προς το φάος δεν βλέπει και νομίζει ότι είναι τυφλή. Η φώτιση δεν είναι έκσταση αλλά το Έστω και το Εστώ, η Εστία και ο Βωμός δηλονότι ομού ο ορίζοντας της Ουσίας και το φωτοστέφανο της Ύπαρξης στην καθυπέρβαση του Εγώ: Θεῖον, θεσπέσιον θάμβος, ἀμήχανον κάλλος ὁρώης ἂν ἐν ἐμοί. Ἀλλ’ ἡλιοειδέστατον οἶμαι τῶν περὶ τὰς αἰσθήσεις ὀργάνων.
Ο,τι είναι ο ήλιος ως προς την όψη και τα ορώμενα, είναι το αγαθόν προς τον νου και τα νοούμενα. Όποιος δεν έχει όψη, δηλαδή δεν θεωρεί, έχει άποψη. Η θέα του αρρήτου δεν έχει συμπαραστάτη το λόγο, ο μύθος χρονώνει το άχρονο. Όποιος δεν μπορεί να μεταλάβει αιδώ και δίκη είναι νόσημα για τον δήμο και την πόλη. Λόγος και Μύθος δεν αλληλοαποκλείονται όπως στον Πρωταγόρα αλλά βρίσκονται σε διηνεκή αλληλουχία, γιατί τον καθένα τον γεννούν διαφορετικές πηγές της ψυχής. Έρως είναι η κίνηση της ψυχής προς την μορφή όπου ο μύθος δεν είναι αλληγορία, διότι έχει αυτάρκεια. Θεὸς ἡμῖν πάντων χρημάτων μέτρον, ο Σωκράτης είναι αλιεύς ψυχών, η σωτηρία της ψυχής είναι η σφυρηλάτηση της ηθικής τελείωσης εντός της Πόλεως, όπου και μόνον η Ζωή αθανατίζεται στην Θέα, δηλονότι εκεί όπου Ουσία και Ύπαρξη γίγνονται Έν. Στην αρματοδρομία προς υπέρβαση του Εγώ η ψυχή ενδίδει στην πτώση από την αδεξιότητα του αναδόχου δηλονότι του Εαυτού και την αγριότητα του αριστερού κέλητα του επιθυμητικού που συμβολίζει την Ανάγκη του Κόσμου έναντι του δεξιού κέλητα της βούλησης που συμβολίζει την Ελευθερία του Λόγου: Η ψυχή που αποτινάσσει την γαιώδη φύση της, το Εγώ, όπως ο Γλαύκος τα κοχύλια, δεν μπορεί να δοθεί ασώματη στην θήρα του όντος, διότι έτσι άπτεται της κρουστής πλησμονής του, δίχως την πολλαπλότητα των φαινομένων. Μέσα από τον Κόσμο, η ψυχή ξαναμαθαίνει να βλέπει τον εαυτό της δηλονότι τον Λόγο: “Φιλοσοφία ἐστί μελέτη θανάτου”.
Στον Φαίδωνα η ψυχή φανερώνεται ενιαία και ουχί τριμερής, διότι είναι ακόμη δέσμια του Εγώ και της Γαίας. Ο Πλάτων υποστηρίζει την προσωπική αθανασία ολοφάνερα εναντίον των γνωσιολογικών και οντολογικών αρχών του, όπου η ψυχή ως πηγή αυτοκινησίας κέκτηται οντολογικήν προτεραιότητα. Ο Πλάτων δεν αναγνωρίζει το Μηδέν ως οντολογικήν αλλά ως κοσμολογική αρχή (ά-ποιος ύλη). Η αρμονική κίνηση των ουρανίων σωμάτων είναι το ίχνος του θεού, γένεσις εις ουσίαν είναι το άπειρον, το πέρας, η μείξις και η αιτία της μείξεως.
Επτά είναι τα στάδια του έρωτος, καθώς πρωίμως ο Πλάτων υποτονθορύζει στο Συμπόσιο: πρώτο των σωμάτων, ακολούθως των ψυχών, της ιδέας του σωματικού κάλλους, της ιδέας του ψυχικού κάλλους, της ιδέας του καλού εις ηθικόν βίον, το στάδιο εις επιστήμην και, ύπατο, το απόλυτο κάλλος. Πλατωνικός Έρως ονομάζεται η κλίμακα των επτά αναβαθμών του Κάλλους, της πορείας από το Εγώ της Ζωής προς το Εστώ της Ουσίας και το Έστω της Ύπαρξης. Έλξη είναι η λέξη που άγει την έξη. Τάξη της κίνησης είναι ο ρυθμός, τάξη του φθόγγου η αρμονία. Η Μούσα είναι δια τους παίδας, ο Απόλλων δια τους άνδρας, η Επωδή δια τους γέροντας. Η ψυχή δεν πρέπει να είναι ούτε χαύνη, ούτε ταπεινή, τὸ κατὰ φύσιν ἴσον ἀνίσοις ἑκάστοτε δοθέν, (η κατά φύσιν ισότης βασισμένη επί της εγγενοῦς ανισότητος, Πλάτωνος «Νόμοι» στ΄ 757 D), ευφημία είναι το σεμνό εγκώμιο. “Παισὶν δ’ αἰδὼ χρὴ πολλήν, οὐ χρυσόν, καταλείπειν, ὡς τῆς πόλεως μᾶλλον ἢ τῶν γεννητόρων ὄντας” (πρέπει στα τέκνα να κληροδοτείται πολλὴ αιδώς και σεβασμός, όχι χρυσάφι, καθώς αυτά μάλλον ανήκουν στην Πόλι παρά στους γεννήτορες), ο Πλάτων εισηγείται την Ακρόπολιν, ως το άκρον της Πόλεως προς τον Ουρανό. Η ψυχή όπως και η φυλή είναι το αιώνιο ρεύμα της Ύπαρξης. “Πολιτικὴ καὶ ἄλλη τέχνη οὐ τὸ ἴδιον ἀλλὰ τὸ κοινὸν ἀνάγκη μέλειν. Τὸ μὲν γαρ κοινὸν συνδεῖ τὸ δὲ ἴδιον διασπᾷ τὰς πόλεις. Τὰ δὲ δὴ δίκαια οὐδ’ εἶναι τὰ παράπαν φύσει. Οὔσης αὐτῆς (ψυχῆς) πρεσβυτέρας ή σώματος; Καὶ ἔτι μάλλον τῆς πόλεως εἶναι τό τε γένος πᾶν καὶ τὴν οὐσίαν. Πτωχὸς (ζητιάνος) μηδεὶς ἡμῖν ἐν τῇ πόλει γιγνέσθω”.
Ο διάλογος είναι η άρνηση του λόγου, διότι αυτός που έχει κάτι να πει σιωπά, ενώ ομιλεί αυτός που δεν λέγει τίποτε. Δαίμων είναι ο έρως του λόγου, το πεπρωμένο του δαίμονος είναι να ίσταται μεταξύ ανάγκης και ελευθερίας, ήτοι επάνω στην κόψη της βούλησης. Η ψυχή χάνει την ενότητά της με την λήθη, με τον μόγο γινόμαστε από είδωλα του Εγώ και της Γαίας (Γέω) υποστάσεις του Έστω που απαθανατίζονται στην Ύπαρξη. Δαίμων είναι ὁλκός [ἑλκ-υστής, πρβλ. ὁλκὴ κ λατ. sulcus] προς το απόλυτο, ο διάμεσος θεού και ανθρώπου, ο έρως της αθανασίας. Ο μύθος εκφράζει το άφατο πάθος της ψυχής που αναβακχεύεται, παιδεία είναι ο τόκος ἐν τῷ καλῷ, όπου η ανάγκη δεσποτεύει, ενώ το χρέος κελεύει. Ο κάματος της διαλεκτικής είναι η σπονδύλωση των αξιών όπου η αμβροσία του λόγου χρειάζεται το νέκταρ του μύθου και η ενέργεια είναι ενάργεια. Οι οντολόγοι εξετάζουν το πρόβλημα της ουσίας δίχως συνάφεια με την ύπαρξη, καθότι η ουσία των πραγμάτων δεν είναι μέσα στα πράγματα αλλά μέσα στον λόγο. Η γλώσσα είναι η αφή του Λόγου, η θέα είναι η αφή του Κόσμου. Τελεολογική ολότητα είναι ο αυθύπαρκτος σκοπός πέραν από τα άτομα του Κόσμου, προς τον οποίο κατευθύνεται ο Λόγος. Η πολιτική πράξη είναι δεοντολογία και η ψυχή το τέλεσμα του Λόγου, που ουρανοδρομεί για να ομοιωθεί τῷ θεῷ και τῷ Κόσμῳ. Επειδή το έτερον είναι συστατικό της ζωής του Ταὐτοῦ, το δόγμα προϋποθέτει αυτό που θέλει να αποδείξει. “Θεὸς ἀνθρώπῳ οὐ μείγνυται”, διότι είναι ο δαίμων που διαμεσολαβεί την ύπαρξη, το αντίθετο του θανάτου είναι η γέννηση, όχι η ζωή. Η ζωή δεν είναι χάρις αλλά χρέος· άβαθη, άμουση και άμυθη ζωή είναι το σκύβαλο της θνητής φλυαρίας. Ο μύθος πλαστουργεί το απείκασμα της ζωής μέσα στον κόσμο της φαντασίας, ενώ η διαλεκτική στην σφαίρα της καθαρής νόησης. Ωστόσο κριτές του αθλήματος της ψυχής είναι οι θεοί.
Όπως στην θάλασσα όλα είναι θολά και αλμυρά, διότι το φως που διεισδύει είναι ολίγο, έτσι και στον αέρα η θέα είναι θολή σε σχέση με τον αιθέρα. Όπως ο ιχθύς που αναπηδά στον αέρα κοιτάζει αλλά δεν βλέπει, έτσι και ο άνθρωπος που εισδύει στον αιθέρα δεν βλέπει το καθαρό φως. Ό,τι είναι ο βυθός προς τον αέρα, είναι ο αέρας προς τον αιθέρα. Το κλέος είναι η ανώτερη αξία, το κάλλος μηδέ πάσχει μηδέν. Οι θεοί αντί αισθήσεων έχουν θέα, οι εγκύμονες κατά την ψυχήν αναδέχονται την περιαγωγή της ψυχής, που είναι η περιφορά σε τόπο αναψυχής. Η διαλεκτική είναι η κορωνίδα, ο θριγκός των μαθημάτων, διότι άλλο καλλωπισμός και άλλο κάλλος. Με μόνην την μουσική γιγνόμεθα μαλθακοί, με μόνην την γυμναστική γιγνόμεθα τραχείς. “Ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι (=ελάχιστοι)”. Γλισχόμενος του ζην και φειδόμενος, του υπάρχειν έτι ενόντος (ενώ δεν απομένει πια τίποτε), μόρσιμος, προορισμένος από την μοίρα, χαριτωμένος ο ποιητής, συνθέτει μύθους και όχι λόγους όπου ο Διόνυσος είναι διθύραμβος, το θάμβος δύο θυρών, της μήτρας της Σεμέλης και του μηρού του Δία.
ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ
Το Συμπόσιον ἢ περὶ Ἀγαθοῦ ἠθικός είναι η περί Έρωτος δαιμονολογία του Σωκράτους. Στον Φαίδωνα η ενιαία ψυχή είναι ακόμη αιχμάλωτη του γαιώδους Εγώ, του Έχω του γένους και του οίκου δηλονότι του Άρεως και του Έσω του ενστίκτου και του υγρού αισθήματος, δηλονότι της Αρτέμιδος Σελήνης. Έχω και Έσω συνυφαίνουν την Ζωή του Γεω-Εγώ του ενικού όντος, δηλαδή της κατά Λόγον ερριμμένης στον άξενο Κόσμο μεριστής ψυχής, που ελλείψει της σχεδίας της Πόλεως είναι βυθισμένη όπως ο Γλαύκος στον πόντο του χωροχρόνου, από όπου δεν έχει ακόμη αναδυθεί για να αποτινάξει τα υποβρύχια βότσαλα και φύκια. Εν τούτοις ολόκληρος ο διάλογος του Φαίδωνος μυθολογεί και προσημαίνει τον Έρωτα του Συμποσίου και το Κάλλος του Φαίδρου, που προσοικειώνουν το Όν στην Πόλι – όπου και μόνον η Ψυχή, ερώντας την Ουσία, ουρανοδρομεί προς την Ύπαρξη.
Ἡ χωρὶς λόγων τράπεζα, φάτνης οὐδέν διαφέρει, λέγει ο Πλάτων προλογίζοντας το περιλάλητο Συμπόσιο. Τρεις κύκλοι λόγων περιβάλλουν δίκην φωτοστεφάνου την Δαιμονολογία του Σωκράτους, πυρήνας της οποίας είναι η Μυσταγωγία της Διοτίμας. Ο πρώτος κύκλος είναι ο Εγκωμιαστικός και περιλαμβάνει τον εισαγωγικό λόγο του Φαίδρου και τον διθυραμβικό επίλογο του Αλκιβιάδη, αντιστοιχεί δε στο γαιώδες Εγώ. Ο δεύτερος είναι ο Εγωτικός κύκλος που περιλαμβάνει τους λόγους των σαρκικών εραστών Αγάθωνος και Παυσανίου, αντιστοιχεί δε στο αρεϊκό Έχω και το σεληνιακό Έσω. Ο τρίτος κύκλος είναι ο Εξωτικός, περιλαμβάνων τους λόγους του ιαματικού Ερυξιμάχου και του θεατρικού Αριστοφάνη, αναλογεί δε προς το δίιον Εδώ και το ερμητικόν Είσω. Στον μυσταγωγικό ενεργό κρατήρα του διαλόγου ο Σωκράτης ομολογεί ομού πέραν του χρόνου το κρόνιον Έξω και πέραν του τόπου το αφροδίσιο Ερώ, ενώ στον ζέοντα πυρήνα η Διοτίμα δια του ἐν τῷ Καλῷ Τόκου ουρανοδρομεί προς το Έστω και Εστώ, την Θέα, την διάπυρη εστία και κάμινο του θεού, όπου Ουσία και Ύπαρξη, Λόγος και Κόσμος είναι Έν.
Πρώτος είναι ο Εγκωμιαστικός κύκλος του προοιμιακού λόγου του Φαίδρου και του επιλογικού του Αλκιβιάδη. Ο κοινότοπος λόγος του Φαίδρου συμβολίζει το εξηρμένο και εξημμένο Εγώ του υγιώς ανυπόπτου αλλά πνευματικά ανησύχου νέου ανδρός. Ο Έρως είναι ο μέγας θεός του Ενστίκτου και του Σπέρματος, που αμφότερα δημιουργούν και διαιωνίζουν την Ζωή. Ο φέρελπις νεανίας θα αμειφθεί για την δημιουργική του έξαρση με την υπό του Σωκράτους μύηση στο Κάλλος στον επόμενο φερώνυμο διάλογο. Ο Αλκιβιάδης, που επιλογίζει εγκωμιαστικά τον διάλογο αποθεώνοντας τον Σωκράτη, συμβολίζει εξ ίσου το επηρμένο και εξημμένο Εγώ του νοσηρώς υπόπτου όσο και πνευματικά διαστρόφου ωραίου ανδρός, φημισμένου πλέον πολιτικού της δημοκρατίας και δημεγέρτη ο οποίος, αφού απεμπόλησε το ήθος του Σωκράτους, είναι έτοιμος και να καταλύση την Πόλι. Προ του υψίπολι Σωκράτους ο Αλκιβιάδης παύει να είναι φιλόπολις και γίγνεται αρνησίπολις.
Ακολουθεί ο Εγωτικός κύκλος των σαρκικών εραστών, του ερώντος Παυσανίου που προσωποποιεί το Έχω και του ερωμένου Αγάθωνος που προσωποποιεί το Έσω. Η έκπτωση του έρωτος οδηγεί στην έλλειψη ψυχικής και πνευματικής επαφής των εραστών, στην ιδιοτελή σαρκική κατοχή και την απουσία πνευματικής συγγενείας, συνιστά δε έκπτωση της Πόλεως. Τοιουτοτρόπως, ο ποταπός ομοφυλόφιλος εραστής Παυσανίας κατέχει τον ερώμενό του κατά σάρκα. Προσβλέποντας στην ηδονή αντί της υπέρβασης, εν τούτοις εγκωμιάζει την ανδρεία της ηδονής. Ο Παυσανίας καίτοι υποκριτής είναι δεινός χειριστής του λόγου. Με την διάκριση ουρανίας και πανδήμου Αφροδίτης, ενώ επιδιώκει σφοδρώς την δεύτερη, τουτέστιν τον ωμό αισθησιασμό, εξυμνεί την πρώτη κηρύσσοντας την νόμῳ θέσπιση της παιδεραστίας σε μια Πόλι που έχει απεμπολήσει το φύσει έθος χάριν του θέσει ήθους. Ο Παυσανίας ως σαρκικός εραστής είναι κυνικός κυρίαρχος του αντικειμένου του πόθου του. Αντίκρυ του πόθου του Παυσανία, ο ερωμένος του Αγάθων προβάλλει το πάθος του ως άλλοθι αντί του ήθους. Ο ματαιόδοξος Αγάθων είναι ο σημαντικότερος ελάσσων δραματικός ποιητής που, μέσα από γοργίεια σχήματα, μια τέχνη για την τέχνη, μια πνευματωδία και αισθηματολογία δίχως πνεύμα και αίσθημα, αποτυπώνει με την μορφολαγνεία του την καλλωπισμένη ψευδολογία της ρητορικής. Ο Αγάθων ταυτίζει τον έρωτα με το αισθησιακό κάλλος που ενσαρκώνει ο ερώμενος, διότι τοιουτοτρόπως είναι επιθυμητός. Είτε όμως ο έρως ελλοχεύει στο υποκείμενο και το κάλλος στο αντικείμενο ή αντιστρόφως, στην σαρκική σχέση δεν κυριαρχεί ο εκφανέστατος έρως ή το ερασμιώτατον κάλλος αλλά το ευτελέστερο και εντελέστερο Εγώ. Ο ποιητής είναι ιδρυτής αξιών αλλά ο Αγάθων είναι μελιστής αισθημάτων. Απόβλητος της Πόλεως, διότι δια του πάθους του δεν κοινωνεί αλλά ιδιάζει (ιδιωτεύει), προκρίνει την τέρψη της αφής αντί της θέας της όψεως. Ο έρως του Παυσανία και του Αγάθωνος δεν είναι σχέση αλλά σχάση και σύγχυση ανάμεσα στα Φύλα.
Ο τρίτος κύκλος του Συμποσίου είναι ο Εξωτικός κύκλος, που περιλαμβάνει τους λόγους του Ερυξιμάχου και του Αριστοφάνη και αναλογεί προς το δίιον Εδώ του Κόσμου και το ερμητικόν Είσω του Λόγου. Ο επιστήμων ιατρός Ερυξίμαχος διακρίνει στον Έρωτα μια κοσμική δύναμη που διαπερνά την φύση. Ο Έρως δεν είναι θεός αλλά αρχή με κοσμολογικό και όχι οντολογικό περιεχόμενο ως η σύγκρασις των διεστώτων και αρμονία των συζυγών. Έρως και Έρις, όπου αρμονία είναι η σύζευξη των αντιθέτων και διαλεκτική είναι η διάζευξη αυτών. Δεν υπάρχει αρμονία και δυσαρμονία αλλά διαδοχή, που είναι ο ρυθμός του Κόσμου. Ο Αριστοφάνης κατά το ερμητικό Είσω του Λόγου αναπτύσσει τον κοσμογονικό μύθο του κυκλοτερούς ερμαφρόδιτου Όντος που φέρει διπλά μέλη, και προκαλεί με την αλαζονεία του τους Θεούς, ώστε αναγκάζει τον Δία να αποδυναμώσει την φύση του διαιρώντας το σε ημίτομα, δημιουργώντας έτσι τους ασθενέστερους δίφυλους ανθρώπους. Στον κοσμογονικό μύθο ”αναζητούσε το ένα μέρος το άλλο και τίποτε δεν ήθελε να κάμει.” «Καὶ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῖς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεὺς καὶ ἐπιχειρῶν ποιῆσαι ἓν ἐκ δυοῖν καὶ ἰάσασθαι τὴν φύσιν τὴν ἀνθρωπίνην.» Δεν είμαστε άτομα αλλά ημίτομα, άρρεν και θήλυ, που όντας εν Ζωῇ ποθούμε την Ύπαρξη, δηλαδή την επανένωση. Ο μύθος του Αριστοφάνη είναι σαφής υπαινιγμός εναντίον του ομοφυλόφυλου έρωτα.
Ακολουθεί η Δαιμονολογία του Σωκράτους με τον δίδυμο κρατήρα του αφροδισίου-ερασμίου Ερώ και του κρονίου-κοσμικού Έξω, πυρήνας της οποίας είναι η Μυσταγωγία της Διοτίμας, ο Τόκος ἐν τῷ Καλῷ, το ηλιακό-Απολλώνειο και ζωδιακό-Διονυσιακό Έστω, όπου Απλότης και Πολλαπλότης, Γνώση και Αλήθεια, Λόγος και Κόσμος, Ουσία και Ύπαρξη γίγνονται Έν. Έρως σημαίνει έρως του Όντος προς τον Όντα, άρα προς το Ων+Ον= Ωόν ή Ωάριον ή Ωραίον τουτέστιν προς το Κάλλος, όπου το ευδαίμον τέλος είναι η κατοχή του Αγαθού. Ο έρως δεν είναι μεταφυσική αρχή ή πόθος αθανασίας. Είναι η συνύπαρξη ψυχής και σώματος, Ύπαρξης και Ζωής, το ξυναμφότερον. Αλλά το ξυναμφότερον είναι Όν και δη Ών μεταξύ Αρίου και Θεού, εγκύμων κατά την ψυχήν τουτέστιν Δαίμων που εγκυμονεί το ωάριον ή ωραίον, τον Τόκον ἐν τῷ Καλῷ. Ο Έρως είναι Δαίμων, υιός του Πόρου δηλονότι της Ατραπού (περάσματος) της Ζωής και της Πενίας, δηλονότι της Ενδείας (πτωχείας) της Υπάρξεως. Η Ζωή μέσῳ του Έρωτος μεταβαίνει δια του πόρου (ατραπού) από την Πενία (ένδεια) στον Πόρο (πλούτο) της ‘Υπαρξης.
Το μέγιστον και ιερότατον του ανθρώπου αγαθόν δεν είναι η ζωή αλλά το περιεχόμενό της, ο έρως είναι το γέρας που διώκει το γήρας διά του τόκου ἐν τῷ Καλῷ. Η δαιμονολογία του Σωκράτους είναι η αποκληθείσα σωκρατική ειρωνεία, που δεν αποτελεί σκώμμα προς τον κατεχόμενο από την άγνοια της αγνοίας συνδαιτυμόνα, όπως η φιλολογία διατείνεται, αλλά αγωνιώδη μέσῳ της επίγνωσης της αγνοίας σωκρατική επίκληση του δαιμονίου, ως μόνης διόδου αποκάλυψης της Αληθείας. Ο Δαίμων είναι η ψυχή του Σωκράτη, που μόνον ως θεία μανία δηλονότι παράφορη βούληση δύναται να συλλάβει καθολικά την αλήθεια, ψήγματα και μόνον της οποίας επιχειρεί να μεταδώσει στους συνδαιτυμόνες του δια της μαιευτικής. Ο Δαίμων του Σωκράτη βοά προς τους αιώνες: Η μαιευτική και η διαλεκτική διακονούν την Γνώση αλλά δεν έλκουν την Αλήθεια, η οποία έλκεται θύραθεν τῇ επικλήσει του Δαίμονος και μάλιστα “μόγις ὁρᾶσθαι”, δηλονότι αστράφτει μονοστιγμίς στην θέα του αριηφάτου Όντος.
Εντός της καμίνου του Έστω ή Εστώ, εκεί όπου η Ζωή εξαχνώνεται στην κεκραμένη λάβα Ουσίας και Ύπαρξης, μυσταγωγούμενος παρά της Διοτίμας, ο Σωκράτης και εκείθεν ο Πλάτων είναι πλέον εκτός του κόσμου της Γαίας, περιάγων και περιαγόμενος εις τον Ουρανό. Ερωτική παραφορά, μαντική, έρωτα και θάνατον αντικρίζει πλέον με παιγνιώδη καρτερία ο ασύγκριτος, που μετέχει στην θεόδοτο μανία. Ο λόγος της Διοτίμας έχει χαρακτήρα μυσταγωγίας, καθώς αίρεται υπεράνω της ματαιόφρονος επάρσεως που φέρει τα όρια της Αληθείας να συμπίπτουν με αυτά της Γνώσεως. Η Διοτίμα κυοφορεί το ωάριον ή ωραίον, τον Τόκον ἐν τῷ Καλῷ. Δαίμων, Διοτίμα, Έρως, Τόκος, Κάλλος, η ψυχή του Σωκράτους είναι η πορεία της Ζωής προς την Ουσία και την Ύπαρξη, τουτέστιν η άνοδος του Αρίου δια του Δαίμονος προς τον Ήρωα και την θέαν του Θεού. Η ορμή του Όντος προς τον Όντα είναι η ένωση: Ων+Ον=Ωόν. Εξ ού και ο κοσμογονικός ορφικός Μύθος.
Ἐρέβους δ’ ἐν ἀπείροισι κόλποις,
τίκτει πρώτιστον ὑπηνέμιον Νὺξ ἡ μελανόπτερος ὠόν,
ἐξ οὗ περιτελλομέναις ὥραις,
ἔβλαστεν Ἔρως.
Ο Έρως είναι το ρεύμα της Ύπαρξης, ο Δαίμων που αενάως ωθεί το Όν προς τον Όντα, την Ζωή προς την Ουσία και την Ύπαρξη, δηλονότι την Ελευθερία. Ο Έρως είναι η επιστροφή του Αρίου στο Ωόν.
ΦΑΙΔΡΟΣ
Φαῖδρος, ο εκ Φάους Αδρός, ο φανερωμένος στην αίγλη του Φαίνεσθαι, όχι ορώμενος, αλλά θεώμενος, ο Αληθής. Όπως ο Μέγας Παν, ο Οφθαλμός της Φύσεως ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ, είναι η άγρυπνη Θέα του Κόσμου, τοιουτοτρόπως ο Φαίδρος είναι ο Θεώμενος, ο εκθεωμένος εραστής του Φάους, ο Μέγας Σηματωρός της Απτικής του Φωτός. Ο Σωκράτης στις όχθες του Ιλισού μαζί με τον νεανία Φαίδρο, τον επηρμένο από τους σοφιστές αλλά εξηρμένο προς την σοφία, ξαποσταίνει δίπλα στο ιερό του Πανός και προσεύχεται στον Μέγα Θεό. Ο διδάσκαλος αποφαίνεται: Το Κάλλος είναι ομού νοητό και ορατό, νοητή αίσθηση και αισθητή νόηση είναι τουτέστιν η κράση του Λόγου και του Κόσμου.
Ο Φαίδρος είναι διάλογος δύο προσώπων όπου κατακρίνεται ο Λυσίας λόγῳ της συμμετοχής του στην κατά του Σωκράτους σκευωρία, όπως επίσης και ο Αριστοφάνης, σκώπτης του Σωκράτους στις Νεφέλες. Αντιθέτως ο Πλάτων εκδηλώνει τον σεβασμό του προς τον Ισοκράτη, ο οποίος σθεναρά υπεστήριζε την ενότητα των Ελλήνων κατά των Περσών. Δικαίως κατά ταύτα ο Ισοκράτης θεωρείται ο πατέρας του ελληνικού Έθνους.
Η Πόλις, τονίζει ο Πλάτων, είναι έμψυχον όν και πρέπει να ομοιάζει ως έχον μέλη τις κλάσεις και τα γένη των Πολιτών. Το κάλλος επί τούτοις έχει θείαν καταγωγή και η ψυχή είναι αγέννητη, όθεν αθάνατη. Ο έρως της σοφίας κάνει τις ψυχές να πτερούνται μετά θάνατον καθ’ οδόν προς την Ύπαρξη. Διέγερσις, μέθη, έρως, είναι το μέγα μυστήριον της υπάρξεως, ο πόθος της διαιώνισης σε άλλες ψυχές και σώματα είναι πόθος της αθανασίας που μεταβάλλεται εις αθανασίαν ψυχής. Η διαλεκτική είναι η άμεση επίδραση της ψυχής σε άλλη ψυχή, η Ανάμνηση δεν είναι ιδέα της νόησης αλλά εμπειρία.
Στο έργο προηγείται ο κυνικός λόγος του Λυσίου και έπεται ο πρώτος λόγος του Σωκράτους. “Ὡς λύκοι ἄρνας ἀγαπῶσιν, ὢς παῖδα φιλοῦσιν ἐρασταί”. Ο λογογράφος Λυσίας εκπροσωπεί στον Φαίδρο το θλιβερό παραστράτημα του δωρικού έρωτος, την επίβουλη παιδεραστία. Ο Σωκράτης ζητεί να μεταμορφώσει την ψυχή του νέου, ο δε Λυσίας να την παραμορφώσει. Ο κυνικός Λυσίας προκρίνει το χυδαίο ομοφυλοφυλικό πάθος και εν προκειμένῳ εκτίθεται ως πρόσωπο, θύμα της πλατωνικής προκατάληψης. Κατά τον Λυσία ο καλός παις πρέπει να χαρίζει την ομορφιά του στον εραστή, ο ρήτορας είναι ηδονιστής του λόγου. Ο αιολικός έρως είναι ο καθαρά αισθησιακός έρως, εκείνος που ύμνησαν ο Ανακρέων και η Σαπφώ, το αρχέτυπο του Γλαύκου υιού του Σισύφου και της Μερόπης, που ως θαλάσσιος δαίμων αναδύεται καταφαγωμένος από την χρονικότητα και την αδολεσχία δηλονότι την θνητή φλυαρία, σύγκορμος με τα υγρά φύκια και βότσαλα, όπως οι βροτοί που “οὐδ’ αἰσχύνονται παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκοντες”. Αντίθετα, σύγκορμος ο πολίτης-εραστής προσορῶν ως θεός σέβεται τον θεόμορφο έφηβο. Ο πρώτος λόγος του Σωκράτους είναι μνεία πρωθύστερη ή μεθύστερη του πνεύματος του Συμποσίου, δηλονότι της κατοπτρικής συζυγίας του Εγωκεντρικού και του Γεωκεντρικού προτύπου, που θα πρέπει να υπερβαθούν από τον Άριο, που γίγνεται Ήρως καθοδηγούμενος από τον δαίμονα Έρωτα που ίπταται προς το Κάλλος, δηλονότι την θέα του Θεού. Ο Έρως είναι το ρεύμα της ύπαρξης, ο Δαίμων που αενάως ωθεί το Όν προς τον Όντα, την Ζωή προς την Ουσία και την Ύπαρξη, δηλονότι την Ελευθερία. Ο Έρως είναι η επιστροφή του Αρίου στο Ωόν.
Ο δεύτερος λόγος του Σωκράτους είναι ο λαμπρός μύθος του Πτερωτού Άρματος και της Περιαγωγής των Ψυχών. Η Παλινωδία των Ψυχών προς την Υπερουράνια Αψίδα είναι το μεγαλυνάρι του έρωτος, που ως ένθεη μανία εισδύει με άφατο δέος στο τέμενος του Αγαθού.
Στον λαμπρό μύθο πτερορρύηση είναι η καταβύθιση του Εγώ στην Λήθη, την κρυπτοφάνεια της θεϊκής καταγωγής του Αρίου, όπου η άπτερος ψυχή παραπαίει καθώς προσκολλάται στα γήινα. Ομολόγως οι δύο Κέλητες είναι, ο μεν δεξιός το Έσω του θυμού και του κλέους, ο δε αριστερός το Έχω της επιθυμίας και του ενστίκτου. Οι δύο κέλητες εξαντλούν την Ζωή. Το Άρμα που μετεωροπορεί υπεράνω της αβύσσου του Μηδενός είναι η κρυπτική διπλόη του Εδώ της Πόλεως και του Είσω του Εαυτού, η θέα του Κόσμου και θυσία του Εγώ, που προετοιμάζει τον Άριο για την Ανάπτηση. Ο Ηνίοχος είναι το κρόνιο Έξω του Ουρανού και το Πτέρωμα το αφροδίσιο Ερώ, ο πτέρωτας Έρως που οδηγεί τις ψυχές, “ἀθάνατον δὲ οὐδ’ ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένον” στην ουράνιο πομπή, την Περιαγωγή όπου η τελεία ψυχή πλανάται στον αιθέρα με το πτέρωμά της τρεφόμενο από το Κάλλος του Αγαθού. “Τῷ δ᾿ ἕπεται στρατιὰ θεῶν τε καὶ δαιμόνων κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη”, τοὐτέστιν το διονυσιακό Έστω της Ύπαρξης, ενώ “μένει γὰρ Ἑστία ἐκ θεῶν οἴκῳ μόνη”, δηλονότι το απολλώνειον Εστώ της Ουσίας του Εαυτού.
Η ψυχή δηλονότι η φυλή είναι άπτερος εις τον κάτω κόσμο κατά την Ζωή, πίπτει στο κενόν και ενσωματώνεται επί χιλιετίας στους ανθρώπους αλλά ποθεί την επιστροφή στον Ουρανό. Τα ωραία σώματα των βροτών είναι αντανάκλαση της Αναμνήσεως, ο Έρως οδηγεί στην θέα του Κάλλους, ο λειμώνας τρέφει τα πτερά της ψυχής. Οι Θεοί αποκαλούν τον έρωτα πτέρωτα διότι δύναται να βγάζει πτερά, πηγή ρεύματος του Διός προς την άνω θέα. Ο νόμος της Αδραστείας ορίζει: Πάσα ψυχή θεωμένη την Ουσία και την Ύπαρξη προσχωρεί στην κλάση των Ηρώων και μένει μακράν των παθημάτων της Ζωής. Οι ανδραποδώδεις ηδονές είναι δούλοι της ανάγκης, που καθιστά τον βροτό θνητό, αλλά η θεία μανία σώζει με τους τέσσαρες αναβαθμούς της: Μαντική Απόλλων, ιεροτελεστική Διόνυσος, ποιητική Μούσα, ερωτική Αφροδίτη.
Την χρονικότητα συνδέει με την αιωνιότητα ο ένθεος ζήλος του Αρίου βροτού, στην αρματοδρομία κάθε ψυχή είναι δαίμων που ακολουθεί τον δικό της θεό. Ο αληθής έρως είναι ο ολκός της ψυχής, διότι το θεάσθαι είναι ο προορισμός του Αρίου, του θεοεικέλου Ηνιόχου. Η ψυχή πάντα ουρανόν περιπολεί, όπου ο Ζευς είναι προπορευόμενος, ακολουθούμενος από στρατιά θεών και δαιμόνων σε ένδεκα μέρη. Οι δαίμονες είναι τα ενδιαιτήματα των αιθερίων σωμάτων εντός του ουρανού. Φθόνος γὰρ ἔξω θείου χοροῦ ἵσταται, ο θείος χορός είναι η Ουράνια περιφορά, η Επουράνια αψίδα και ο Υπερουράνιος τόπος.
Πᾶσα ψυχὴ φύσει θεᾶται τὰ ὄντα, έργον των ταγών είναι ο πειθαναγκασμός των βελτίστων: Να εγκατασταθεί ο εσωτερικός ηνίοχος, ερωτικόν όμμα και αντέρως αγίνωτου ερωμένου. Είμαστε φύσις κεκρυμμένη που, με την παιδεία και την αγωγή, αποκαλύπτεται. Ο κόσμος της πολιτείας κείται πέραν του ατόμου, το πνεύμα της Κοινότητος είναι αντίθετο προς το απόβλητον έπος της σοφιστικής, όπου το εικός είναι η γνώμη του πλήθους. Η πλατωνική πολιτεία είναι εντελέχεια, αντίθετη προς την σοφιστική που αποσκυβάλισε το αιώνιο είναι.
Στον ενδιάθετο λόγο η ψυχή πρώτα διαλέγεται με τον εαυτό της και μετά με τον κόσμο που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος αλλά διάρκεια. Αιτία, ουσία, μέθεξη, είναι η συμμετοχή κάθε όντος στην υποκείμενη, οικεία και υπερκείμενη βαθμίδα. Ο Απόλλων είναι ποιητής μιμημάτων, αρμονίας και ρυθμού. Τα οράματα είναι τα φωτεινά περιβλήματα των όντων και γίνονται ορατά δηλονότι απτά με τα όμματα της ψυχής. Ό,τι σκεδάζει, δεν άγει. Το βίωμα υπερέχει ως θέαση της ουσίας και είναι η ενορατική κατάληψή της. Είναι τι, είναι η ετερότητα της Ύπαρξης. Τι είναι, η ταυτότητα της Ουσίας. Έρως είναι ο θεωρίας ζήλος, έτσι ο Άριος προχωρεί και προσχωρεί στην δημιουργία της Πόλεως κατά φυσική επιταγή και επιλογή. Το σχήμα προοικονομεί την επιδίωξη να μεταβληθεί η Πόλις στον καθολικό Οίκο του Γένους, “ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι ἐπιστάμενον μετὰ δίκης”. Η ωραιότης είναι ψυχική ιδιότης, ομοίωμα του Είναι, η ποίηση είναι η αιτία που φέρει το κάθε τι από το Μηδέν στο Είναι.
Το σημαίνον μήνυμα του Φαίδρου είναι ότι όλες οι αισθήσεις του Αρίου είναι απτικές, η θέα δεν είναι Όψη αλλά Αφή, τουτέστιν πύρινη επαφή του Όντος με το Φάος, ώστε τα Όντα να εφ-άπτωνται με το Είναι. Ομού οι τρεις αισθήσεις, αφή, γεύση και όσφρηση, είναι η Αφή του Σώματος αντιστοίχως με την γαία (στερεό), το ύδωρ (ρευστό-υγρό) και τον αέρα. Η όραση είναι η Αφή του Πυρός δηλονότι του Φάους και η ακοή είναι η Αφή του Αιθέρος. Η Θέα είναι η Αφή του Κόσμου και η Ἠχὼ ἢ Γλῶσσα είναι η Αφή του Λόγου, το Είναι εντός του οποίου το Όν φανερώνεται και απαντά τον Όντα (Ων), η Ζωή που ανταμώνει την Ουσία και την Ύπαρξη. “Ἀνάπλεως σχοίη τοὺς ὀφθαλμούς, ἐξαίφνης ἥκων ἐκ τοῦ ἡλίου” (Πολιτεία 516c). Η ύπαρξη φαίνεται και φαίνει την Αλήθεια, ο ηλιοειδής οφθαλμός εξέρχεται από την σκοτεινή ειρκτή του Εγώ προς την αίγλη, την κλαγγή του Φωτός. Οὐκ ἔνεστι φέγγος οὐδὲν ἐν τοῖς τῇδε ὁμοιώμασιν, οι οφθαλμοί είναι ρομφαίες, φάροι που ημερώνουν (καθιστούν θεατό) και ἱμερώνουν (καθιστούν ποθητό, πρβλ. (i)) τον Κόσμο: Ο έρως του Εγώ (Λυσίας) είναι ύπτιος και έρπει, αλλά ο έρως του Ερώ (Σωκράτης) είναι όρθιος και θρώσκει. Ο Έρως είναι το Ωόν (ωάριον) του Ωραίου, Τόκος ἐν τῷ Καλῷ όπου το Ον συναντά τον Όντα.
Εν τούτοις ο Πλάτων στον Φαίδρο δεν αρκείται στην αλληγορία του Βλέμματος αλλά, διδάσκοντας, δοξάζει εξ ίσου και την αλληγορία του Ρήματος με τον δίδυμο μύθο των Τεττίγων και του Θεύθ. Ο Τέττιξ (τζίτζικας) άδει και αργεί εν αντιθέσει προς τον μέρμηγκα. Άδει χορευτικά, ερωτικά, φιλοσοφικά, το ακρόαμά του είναι ρήμα άχρι θανάτου επί της γαίας όπου αναγεννάται εκ της τέφρας του, καθότι χοϊκός. Το άσμα του είναι η Αφή του αιθέρα, το πνεύμα και το νεύμα της Ζωής. Ζη-Ζη-Ζη-Ζη, Ζη-Ζη-Ζη-Ζη! Ομολόγως στον μύθο του Φαραώ Θεύθ και του Ιεροφάντη Θαμού ο Πλάτων καταγγέλλει την Γραφή που καταργεί την Γλώσσα και άγει στην Λήθη. Αλήθεια είναι η Γλώσσα και όχι η Γραφή. “Θεῦθ, τοῦτον δὴ πρῶτον ἀριθμόν τε καὶ λογισμὸν εὑρεῖν καὶ γεωμετρίαν καὶ ἀστρονομίαν καὶ δὴ καὶ γράμματα”, λέγει ο Θαμοῦς. Ματαίως. Η γραφή είναι λογοδαίδαλος τέχνη και άτεχνος τριβή, καθότι τα γράμματα συγκομίζουν την κρυπτεία του Λόγου ένεκα του σκοτισμού της μνήμης. Όπως η Θέα είναι η Αφή του Κόσμου, τοιουτοτρόπως η Γλώσσα είναι η Αφή του Λόγου. Θέα και Γλώσσα είναι το εγκώμιο του μανικού εραστή, που από την κρυπτεία της Λήθης προβάλλει στον ορίζοντα της Αλήθειας. Ανοίγοντας το Βλέμμα στην Θέα και το Ρήμα στην Γλώσσα ο Άριος κοιτάζει ομού Είσω και Εδώ, Ερώ και Έξω, προς την Ελευθερία της Ουσίας και της Ύπαρξης, του Λόγου και του Κόσμου, όπου “εξαίφνης κατόψεται τι θαυμαστόν”. “Θεός ανθρώπω ου μίγνυται” (203a), αφού ο Θεός εξίσταται ως Δαίμων για να κατέλθει στον Χρόνο και αυτός ενελίσσεται στον Αριο καθιστώντας τον Ήρωα, για να ανέλθει στον Αιώνα. Στον υπερουράνιο τόπο οι Ψυχές ξεπροβάλλουν δηλονότι φανερώνονται υπεράνω του Ουρανού. Στον Ουρανό καμμιά Ψυχή δεν πορεύεται μόνη, διότι μόνη της πέφτει!
Το μέγα βίωμα του Σωκράτους που αποτελεί και το αδίδακτο δίδαγμα του Φαίδρου είναι πως το Κάλλος δεν είναι η Όψη και το Βλέμμα του Φάους, αλλά η Αφή του Κόσμου, και ότι η Γλώσσα δεν είναι η Ηχώ και το Ρήμα του Αρίου, αλλά η Αφή του Λόγου. Λόγος και Κόσμος είναι η Υφή του Είναι.
Το Εγώ είναι το γαιοφυλετικό όστρακο στο οποίο προσκολλάται η Ζωή.
Η Ζωή είναι η γήινη βραχονησίδα,
που ποντοπορεί στην αιθερική βιοθάλασσα της Ύπαρξης.
[i] Από Λεξικό Νεοελληνικής του Μπαμπινιώτη: [ΕΤΥΜ. < αρχ. ἵμερος < ἱμείρω = «ποθῶ, ἐπιθυμῶ» (υποχωρητ.) < sismerjo (Πρωτοελλην., με ενεστ. αναδιπλασιασμό) < l.E. *smer- θυμοῦμαι. σκέπτoμαι», για το οποίο βλ. λ. μέριμνα. Η λ. ίμερος συνδ. με Αβεστ. hishmarent προσέχουν» και Σανσκρ. smarati < «σκέφτεται»]