ΜΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΤΡΌΠΟ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΞΕΚΙΝΗΣΕΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Σὰν σήμερα πρὸ 202 ἐτῶν, τὴν 17ην Μαΐου 1821, ᾿᾿᾿᾿ ‘᾿ξέσπασε ἡ ἡρωικὴ ἐξέγερσις τῆς Χαλκιδικῆς ἐναντίον τῶν Τούρκων.
Μία ἐξέγερσις ποὺ ἐπνίγη εἰς ποταμοὺς αἵματος – μάλιστα ὄχι κυρίως μαχητῶν ἀλλὰ γυναικοπαίδων, μὲ μιὰν πενηντάδα ἰσοπεδωμένων καὶ καμένων χωριῶν καὶ τοὺς κατοίκους τους σφαγμένους ἢ καὶ πωλημένους στὰ σκλαβοπάζαρα λευκῶν, ποὺ εἶναι ἀκόμη περισσότερον ἀγνοημένα κι ἀπὸ τὴν ἡρωικὴν  ἐκείνην Ἐπανάστασιν τῆς Μακεδονίας…
   Ὡς μίαν εἰσαγωγὴν εἰς τὴν ἐν πολλοῖς παραγνωρισμένην αὐτὴν πτυχὴν τῆς Ἱστορίας μας, χάρις μάλιστα εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἐδόθη ἡ δυνατότης εἰς τοὺς λοιποὺς Ἕλληνας νοτιώτερα νὰ στεριώσουν καὶ κυριαρχήσουν κατὰ τὸ κρισιμώτατον πρῶτον ἔτος τῆς ἐξεγέρσεως, ἀφοῦ ἡ ἐπανάστασις τῆς Μακεδονίας ἠνάγκαζε τοὺς Τούρκους νὰ κρατοῦν τὸν μεγάλον ὄγκο τῶν στρατιωτικῶν τους δυνάμεων εἰς τὰ βόρεια, παρουσιάζουμε σήμερα ἕνα σχετικὸν κυρίως πρὸς τὸν θρυλικὸν ἡγέτην τῆς βορειοελλαδικῆς ἐξεγέρσεως Ἐμμανουὴλ Παπᾶν ἄρθρον τοῦ φίλου μας ἱστορικοῦ ἐρευνητοῦ Βασιλείου Κάρτσιου, καταγομένου μάλιστα ἐκ τοῦ ὁμωνύμου χωριοῦ τοῦ ἥρωος.
    Παρὰ τὸν βαρύτατον καὶ φρικαλέον φόρον αἵματος, ἡ ἡρωικὴ Μακεδονία συνέχισε νὰ ἐπαναστατῇ κατὰ πυκνὰ χρονικὰ διαστήματα, ἐν ᾦ πολυάριθμοι Μακεδόνες μαχηταὶ μετὰ τὴν κατάπνιξιν τῆς ἐξεγέρσεως μετέβησαν νοτιώτερον πρὸς συνέχισιν τοῦ Ἀγῶνος, ὅπου καὶ πλεῖστοι τούτων ἔπεσαν εἰς τὸν βωμὸν τῆς Ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος.
     Μιᾶς Ἐλευθερίας πλέον ὁλικῶς ἀνυπάρκτου, ἀφοῦ τὸ προδοτικὸν δημοκρατικὸν σύστημα καὶ οἱ ποικίλοι του ἀρλεκῖνοι τὴν ἔχουν ξεπουλήσει καὶ τὴν ξεπουλοῦν καθημερινῶς, ἐκχωροῦντες καὶ τὰ τελευταῖα ὑπολείμματα καὶ προοπτικάς ὑπὸ τὴν σιωπηρὰν συναίνεσιν τοῦ παραζαλισμένου, πνευματικῶς ἐκριζωμένου καὶ δίκην ὑπνοβάτου ἐπιτηδείως ἀγομένου καὶ φερομένου λαοῦ τῆς δυστυχοῦς αὐτῆς χώρας!!!

Γράφει ο

ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΚΑΡΤΣΙΟΣ

Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Εμμανουήλ Παπάς Θεσσαλονίκης.

 

Οι ζωές των ραγιάδων, πλούσιων και φτωχών, κρέμονταν από μία κλωστή σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής επικυριαρχίας.  Η σερραϊκή χρονογραφία του Παπασυναδινού[1], την οποία επιμελήθηκε με ευλάβεια ο Σερραίος συγγραφέας Γιώργος Καφταντζής, μας κληροδότησε την αυθεντική εικόνα μίας τυπικής υπόδουλης πολιτείας και τα τραγικά πορτρέτα των Ελλήνων του 17ου αι. στην πόλη των Σερρών.

Τίποτα δεν είχε αλλάξει στη ζοφερή μοίρα των ραγιάδων των αρχών του 19ου αιώνα, λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821. Φτωχοί, πλούσιοι και υπέρπλουτοι ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να οδηγηθούν στο μαρτύριο και στον βιολογικό τους αφανισμό από ασήμαντη αφορμή (όπως ο υπέρπλουτος Πάτρουλας του 17ου αιώνα), ή να οδηγηθούν στον εξανδραποδισμό και στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.

Τον κίνδυνο του βιολογικού αφανισμού του ιδίου και της πολυμελούς οικογένειάς του προσπαθούσε να αποφύγει, 2 αιώνες μετά, ένας άλλος υπέρπλουτος  Σερραίος ο Εμμανουήλ Παπάς. Κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει την τεράστια οφειλή του Γιουσούφ μπέη, του Σέρραλη, ο οποίος δεν αποπλήρωνε το υπόλοιπο του δανείου των 40.000 μαχμουτιέδων, που είχε λάβει από τον Εμμανουήλ Παπά. Εάν δεν είχε την πρόνοια αυτή, ο Εμμανουήλ θα είχε την τύχη του μεγαλέμπορου της Θεσσαλονίκης του Μανωλάκη Τζανή Κυριάκου, του υποπρόξενου της Δανίας, ο οποίος καρατομήθηκε το 1822 από τον θηριώδη σφαγέα του Ελληνισμού Μεχμέτ Εμίν.

Αλλά ο Εμμανουήλ παρά το γεγονός ότι κατάφερε και πήρε το σουλτανικό φιρμάνι για την επιστροφή του χρέους, και παρά το γεγονός ότι ο Γιουσούφ μπέης των Σερρών πήρε μετάθεση, θα λέγαμε σήμερα, για την Πάτρα, ο Εμμανουήλ λοιπόν παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, τοποθέτησε τα χρήματα στο υποκατάστημα του τραπεζικού του οίκου και στις εμπορικές του δραστηριότητες, και συνέχισε την επαγγελματική του ενασχόληση, ενώ παράλληλα εργαζόταν για τον εθνικό σκοπό, όντας μέλος της Φιλικής Εταιρείας από τον Δεκέμβριο του 1819.

Ο Εμμανουήλ Παπάς, για τελείως αντικειμενικούς ιστορικούς λόγους, υπήρξε ένας από τους 4-5 εκλεκτούς της ελληνικής επανάστασης του 1821. Ο Εμμανουήλ είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία στον υψηλότερο βαθμό μύησης του Ποιμένος, υπήρξε αρχιταμίας της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, έφορος της Εθνικής Κάσσας που είχε συσταθεί με εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη και τη συνεργασία του Γρηγορίου του Ε΄, ανακηρύχθηκε αρχηγός της Μακεδονίας από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ανακηρύχθηκε, επίσης,  αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας από τις μονές του Αγίου Όρους, και ξαναδιορίστηκε αρχιστράτηγος των μακεδονικών δυνάμεων και αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας από τον Δημήτριο Υψηλάντη. Ο Εμμανουήλ εκτέλεσε συγκεκριμένες εντολές της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ξεκίνησε την Επανάσταση στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ο Εμμανουήλ Παπάς στη Μακεδονία, και ο Παπαφλέσσας ξεσήκωσε με άγια ψέματα και απειλές τους διστακτικούς πρόκριτους και καπεταναίους του Μοριά.

Αυτό ήταν γνωστό και τεκμηριωμένο και πριν την επίσημη αναγνώριση του ρόλου και της προσφοράς του Εμμανουήλ, από την αρμόδια στρατιωτική επιτροπή του 1865, που όμως τον υποβάθμισε στο βαθμό του συνταγματάρχη, σε αξιωματικό β΄τάξεως. Έγραφε ο Φιλήμων πέντε χρόνια πριν: «Ολίγοι βεβαίως κατά την επανάστασιν λογίζονται οι άνδρες, προς ούς ουδείς διαφιλονεικεί τα καλλιστεία επί πατριωτισμώ, επιρροή και αυταπαρνήσει. Εις των εκλεκτών τούτων κατά την κίνησιν της ελληνικής επαναστάσεως σημειούται άνευ αντιρρήσεως  και ο Εμμανουήλ Παπά…».

Στις 9 Ιανουαρίου 1821, ο Γεωργάκης Ολύμπιος[2] έστειλε από το Βουκουρέστι επιστολή στον Αλέξανδρο Υψηλάντη από την οποία προκύπτει ανάγλυφα η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ενάμισι μήνα πριν την έναρξη της επανάστασης στο Ιάσιο. Από την επιστολή αυτή προκύπτουν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τις κινήσεις της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας μετά τη σύναξη των Φιλικών[3]  τον Οκτώβριο του 1820 στο Ισμαήλιο[4] της Βεσσαραβίας.

«Σεβαστέ μοι Εκλαμπρότατε.

Εκλαμπρότατε, είδα εις το προπερασμένον γράμμα σας να με λέγετε, ότι εις έξη εβδομάδας[5] να ετοιμασθώ. Λοιπόν κατά την προσταγήν σας ετοιμάσθηκα, με όσην δύναμιν ο Θεός με εχάρισε. Εις το μεταξύ δε εκείνο οπού επρόσμενα την προσταγήν σας, με ακολούθησεν η κατωτέρω υπόθεσις της Σερβίας… Το πράγμα πάρα πολύ ωρίμασε, καθώς μανθάνομεν, τόσον εις την Τουρκίαν, όσον και εδώ. Και ότι, αν δεν κινηθή το πράγμα έως την άνοιξιν, ημπορούν δια να χαθούν πολλοί άξιοι άνθρωποι, καθώς και εχάθησαν τόσοι ήρωες, οπού άξιζεν ο καθείς από ένα κάστρο. Μάλιστα μας συμφέρει να το βιάσωμεν, έως ότου ζη και ο Αλή Πασσάς…».[6]

Η «υπόθεσις της Σερβίας» που αναφέρει ο Ολύμπιος αποτέλεσε το φλέγον ζήτημα μετά την αποδοχή του «Γενικού Σχεδίου[7]» από τον Υψηλάντη στη σύσκεψη στο Ισμαήλιο τον Οκτώβριο του 1820. Βασικός, και πιθανόν μοναδικός, συντάκτης του «Γενικού Σχεδίου» θεωρείται ο Παπαφλέσσας, ο οποίος εκβίασε και στο Ισμαήλιο την επίσπευση του χρόνου έναρξης της Επανάστασης, Όπως προκύπτει μέσα από τα ίδια τα άρθρα του Σχεδίου, αυτό συντάχθηκε σαφώς μετά την ανάληψη της Γενικής Αρχής από τον Υψηλάντη και χρονικά πολύ κοντά στη σύσκεψη του Ισμαηλίου.

«Επιστολές του Δικαίου, του Παπαρρηγόπουλου[8] και άλλων, σταλμένες από την Κωνσταντινούπολι, που έφθασαν στην Οδησσό τον Σεπτέμβριο, περιείχαν εκκλήσεις για την επίσπευση της ενάρξεως του Αγώνος. Έτσι, πάρθηκε, στις 7 Οκτωβρίου 1820, με υφαρπαγή σχεδόν, η απόφαση για την επίσπευση της Επαναστάσεως και την κάθοδο του Υψηλάντη στην Πελοπόννησο».[9]

Βεβαίως, μετά τη σύσκεψη στο Ισμαήλιο οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Μέσα σε λίγες ημέρες άλλαξε και η απόφαση για την ημερομηνία έναρξης της επανάστασης. Ούτε ο Υψηλάντης κατέβηκε στην Πελοπόννησο, ούτε ξεκίνησε η επανάσταση στις 15 Νοεμβρίου 1820 από το Ιάσιο, καθώς προέκυψαν νέα δεδομένα και πληροφορίες για προδοσία των κινήσεων της Φιλικής Εταιρείας. Ίσως, το μόνο σίγουρο ήταν ότι οι αυστριακές αρχές δεν επρόκειτο να αφήσουν τον Υψηλάντη να περάσει από το αυστριακό έδαφος με κατεύθυνση την Τεργέστη, απ’ όπου θα πήγαινε στον Μοριά.

Μπορεί να τέθηκε μετ’ επιτάσεως στο «Σχέδιον Γενικόν», αλλά οι προσπάθειες για την προσέγγιση με τους Σέρβους είχαν αρχίσει από το 1817 γιατί στη Φιλική Εταιρεία είχαν κατανοήσει ευθύς εξαρχής τη σπουδαιότητα μίας ταυτόχρονης εξέγερσης και στη Σερβία.

Μετά τη σύσκεψη του Ισμαηλίου το θέμα της συμμετοχής των Σέρβων στον επικείμενο ξεσηκωμό είχε τεθεί πλέον μετ’ επιτάσεως. Όπως προκύπτει από τις επιστολές του Ομπρένοβιτς προς τον μπήμπαση Σάββα Καμινάρη, ο Σέρβος ηγέτης κωλυσιεργούσε να δώσει μία οριστική απάντηση επικαλούμενος τις διαπραγματεύσεις που ξεκίνησε 8μελής σερβική αντιπροσωπεία στην Κωνσταντινούπολη για τα όρια της σερβικής αυτονομίας.

Ο Ομπρένοβιτς, ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του Καραγεώργη, δεν είχε πλέον καμία μπέσα και ούτε μπορούσε να τον πάρει κανείς σοβαρά υπόψη. Γεωργάκης Ολύμπιος και Φαρμάκης έλεγαν στον Υψηλάντη να μην χρονοτριβεί με τους Σέρβους και να ξεκινήσει η Επανάσταση γιατί κινδυνεύει η εθνική υπόθεση και θα χαθούν αδίκως χιλιάδες ζωές.

Ο Υψηλάντης φαίνεται ότι πήρε τις αποφάσεις του μετά τη σύλληψη του απεσταλμένου του Αριστείδη Παππά στα μέσα Ιανουαρίου 1821. Ο Αριστείδης Παππάς είχε φύγει από το Κισνάου για τη Σερβία, μέσω Βλαχίας, έχοντας μαζί του έγγραφα για τη συνεργασία Ελλήνων και Σέρβων και επιστολή του Υψηλάντη προς τον Ομπρένοβιτς. Συνελήφθη καθώς διέσχιζε τον Δούναβη. Η «υπόθεσις Σερβία» δεν έμελλε να ευδοκιμήσει.

Τις ίδιες ημέρες που ο Υψηλάντης το πήρε πια απόφαση ότι με τους Σέρβους δεν γίνεται τίποτα, ο Παπαφλέσσας, ο πραγματικός μπουρλοτιέρης της Επανάστασης του 1821, έκανε ό,τι και στο Ισμαήλιο: Ή τώρα ή ποτέ! Στις 17 Ιανουαρίου του 1821, στο Αίγιο, ο Παπαφλέσσας –είχε φθάσει μερικές ημέρες πριν με πλοίο στις Σπέτσες- βεβαίωνε τους προκρίτους της Πελοποννήσου, παρουσία και του Παλαιών Πατρών Γερμανού «ότι είναι τα πάντα έτοιμα… εφόδια πολεμικά, και πυροβόλα όργανα αναρίθμητα εναποκείμενα εις διαφόρους τόπους, δυνάμεις στρατιωτικώς διωρισμένας από μέρους της Ρωσίας προς βοήθειαν των Ελλήνων, πλοία πολλά καλώς ωπλισμένα και εφωδιασμένα…».

Στη σύσκεψη της Βοστίτσας  ήταν τέτοιος ο εθνικός οίστρος του Γρηγορίου Δικαίου, που ανάγκασε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό να του φωνάξει: «είσαι άρπαξ, απατεών και εξωλέστατος!». Η συνέλευση είχε γίνει με σκοπό την αναβολή έναρξης της επανάστασης με το φόβο της αποτυχίας. Άλλωστε, οι σφαγές στην Πελοπόννησο, μετά τα Ορλωφικά του 1769-70, ήταν ακόμη νωπές στη συλλογική μνήμη. Αλλά όλοι λογάριαζαν χωρίς τον Παπαφλέσσα.

Τι να ‘κανε, όμως, ο Παπαφλέσσας αναρωτήθηκε, σε πανηγυρικό που εξεφώνησε στην Ακαδημία Αθηνών ο αείμνηστος Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Ήταν αναγκασμένος να λέει ψέματα. Κι από πολλούς έγινε πιστευτός κ’ επαγίδευσε στο τέλος κ’ εκείνους ακόμα, που, όπως ο Ανδρέας Ζαϊμης και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ήξεραν, ότι έλεγε ψέματα. Η καρδιά τους, στο βάθος ήθελε να παγιδευθεί».

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Ο Γιουσούφ μπέης, ο Σέρραλης, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το ποσό που αναγκάστηκε να επιστρέψει στον Εμμανουήλ, με σουλτανικό φιρμάνι, θα κάλυπτε τα έξοδα της επανάστασης στη Μακεδονία. Το κατάλαβε όταν ανέλαβε διοικητής στο κάστρο της Πάτρας και έμαθε ότι την επανάσταση στη Μακεδονία τη χρηματοδότησε ο Εμμανουήλ. Την περίοδο της επανάστασης του 1821 στη Χαλκιδική, ο Φιλικός Εμμανουήλ Παπάς διέθεσε τεράστια ποσά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των χιλιάδων επαναστατών, αλλά και του άμαχου πληθυσμού, σε τρόφιμα και πολεμοφόδια.

Πιθανόν, στην εποχή μας να μην μπορούμε να κατανοήσουμε τα τεράστια ποσά που διέθεσε ο Εμμανουήλ για το Γένος. Θα μας βοηθήσουν σ’ αυτό οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές και οι συμμετέχοντες στην Επανάσταση. Έγραψε ο Γέρος του Μωριά στα Απομνημονεύματά του: «Εις τον καιρό μου, το εμπόριο ήταν πολλά μικρό, τα χρήματα ήσαν σπάνια, το τάλληρο το επρόφθασα τρία γρόσια, και όποιος είχε 1000 γρόσια, ήταν πράγμα μεγάλο, και έκαμνε κανείς δουλειαίς, όσαις τώρα δεν έκαμνε με χίλια βενέτικα»[10].

Στην περίπτωση της Επανάστασης στη Χαλκιδική η περίοδος του έτους (Μάρτιος – Νοέμβριος) συμπίπτει ακριβώς με την περίοδο του προϋπολογισμού του Άστρους (1823). Επομένως, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε μία προσέγγιση των εξόδων που θα έπρεπε να πληρώνει κάθε μήνα ο Εμμανουήλ για να συντηρήσει έναν ικανό αριθμό επαναστατών της τάξης των 5.000 ανδρών. Αυτό συνεπάγεται μία δαπάνη 240.000 γροσίων το μήνα και 1.680.000 γρόσια για το 7μηνο Μαΐου – Νοεμβρίου 1821. Επιπροσθέτως, το κόστος για τα έξοδα ενός πλοίου, κατά μήνα, μαζί με τα έξοδα συντήρησης και επισκευής ανέρχονταν στις 13.000 γρόσια.

Ο Εμμανουήλ είχε φθάσει στη μονή Εσφιγμένου του Αγίου Όρους στις 23 Μαρτίου 1821 με το μπρίκι Καλομοίρα του Αινίτη καπετάν Χατζηβισβίζη. Το μπρίκι ήταν έμφορτο πολεμοφοδίων, αλλά σ’ αυτό υπήρχε και όλη η κινητή περιουσία του Εμμανουήλ. Η οριστική απόφαση για την έναρξη της Επανάστασης στη Μακεδονία πάρθηκε στις 16 Απριλίου 1821 όταν έφθασε στην Αθωνική Πολιτεία η θλιβερή είδηση για το τραγικό τέλος του Γρηγορίου του Ε΄. Όπως έγραψε και ο Βασδραβέλλης, δεν υπάρχει παγκόσμιο προηγούμενο να επαναστατήσουν οι μοναχοί μίας μοναστικής πολιτείας.

Η επίσημη έναρξη, η δεύτερη, έγινε στις 17 Μαΐου 1821 στον Πολύγυρο μετά τη δολοφονία του πρόκριτου Κύρκου Παπαγεωργάκη. Ο κύβος ερρίφθη. Ο Εμμανουήλ Παπάς απελευθέρωσε την Ιερισσό και τα γύρω χωριά, περιμένοντας ταυτόχρονα 15-20 πολεμικά πλοία από τον εθνικό στόλο, που είχε ήδη συγκροτηθεί με υδραίικα, σπετσιώτικα και ψαριανά καράβια, για να επιτεθεί κατά της Θεσσαλονίκης. Τα πλοία δεν φάνηκαν ποτέ. Αντ’ αυτού μπήκε ο φοβερός και συνάμα τραγικός Ιούνιος του 1821, κατά τον οποίο εν πολλοίς κρίθηκε η Επανάσταση τόσο στη Χαλκιδική όσο και στη Μολδοβλαχία.

 

Οι επαναστάτες ηττήθηκαν στο Δραγατσάνι, στα Βασιλικά, στη Ρεντίνα. Στα τέλη Ιουνίου 1821, ο Εμμανουήλ Παπάς είχε υποχωρήσει στο κανάλι στην είσοδο της χερσονήσου της Κασσάνδρας με 400 επαναστάτες. Κράτησαν επί 4,5 μήνες τις επιθέσεις χιλιάδων τούρκων στρατιωτών. Στις 14 Νοεμβρίου 1821, το μέτωπο έσπασε και ένα εξαγριωμένο ασκέρι ξεχύθηκε στη χερσόνησο σφάζοντας, καίγοντας και λεηλατώντας. Δεκάδες χωριά και οικισμοί στα μετόχια της αθωνικής πολιτείας είχαν γίνει στάχτη και αποκαΐδια. Οι νεκροί χιλιάδες. Μόνο στη χερσόνησο δολοφονήθηκαν περισσότεροι από 10.000 Έλληνες.

Ο Εμμανουήλ Παπάς διέφυγε μετά βίας με την Καλομοίρα, και μέσω Σποράδων έβαλαν πλώρη για την Ύδρα. Περνώντας μεταξύ Εύβοιας και Άνδρου, ο Εμμανουήλ Παπάς έπαθε καρδιακή ανακοπή από την τεράστια θλίψη του για την έκβαση της Επανάστασης στη Χαλκιδική. Ήταν 5 Δεκεμβρίου 1821. Θάφτηκε στην Ύδρα με τιμές στρατηγού. Στα αμέσως επόμενα χρόνια θα τον ακολουθούσαν με ένδοξο θάνατο τρεις από τους γιούς του. Ο Αθανασάκης αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, ο Γιαννάκης έπεσε δίπλα στον Παπαφλέσσα και ο Νικολάκης στο Καματερό σε μία προσπάθεια να βοηθήσουν τον Καραϊσκάκη εναντίον του Κιουταχή.

Αιωνία τους η μνήμη. Αθάνατοι.

 

 

 

 

 

 

[1] Καφταντζής Γεώργιος, Η ΣΕΡΡΑΪΚΗ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΣΥΝΑΔΙΝΟΥ, έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Σερρών και Νιγρίτης, 1989.

[2] Γεωργάκης Ολύμπιος (1772-1821), οπλαρχηγός, Φιλικός από το Λιβάδι Ολύμπου με καταγωγή από την πατριαρχική οικογένεια αρμοτολών των Λαζέων από την πλευρά του πατέρα του Νικολάου, ο οποίος ήταν από τη Φτέρη Πιερίας.

[3] Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι Εμμανουήλ Ξάνθος, Χριστόφορος Περραιβός, o Γρηγόριος – Δικαίος Φλέσσας ή  Παπαφλέσσας, Δημήτριος Ύπατρος, Διονύσιος Ευμορφόπουλος, ο Πέτρος Μαρκέζης, ο Ευάγγελος Μαντσαράκης, ο Νικόλαος Γρηπάρης, ο Ήβος Ρήγας, ο Νικόλαος Γαϊτάνος, ο Νικόλαος Ζάκας, ο Αναγνώστης Τρικεριώτης, ο Σπυρίδων Παπαδόπουλος.

[4] Ισμαήλιο, λιμάνι στο Δέλτα του Δούναβη με ισχυρή ελληνική παρουσία. Μετά τη λήξη ενός ακόμη Ρωσοτουρκικού πολέμου το 1812, η περιοχή της Βεσσαραβίας παραχωρήθηκε στην Ρωσία. Αν και δεν υλοποιήθηκαν οι αποφάσεις για την άμεση έναρξη της Επανάστασης, στη συνέλευση του Ισμαηλίου έγινε το βασικό βήμα για την μετάβαση στην επαναστατική πράξη γιατί τα περιθώρια είχαν αρχίσει να στενεύουν.

[5] Έξι εβδομάδες από τα τέλη Δεκεμβρίου 1820, αυτό σημαίνει ότι ο Υψηλάντης είχε πάρει τις αποφάσεις του για το χρόνο έναρξης της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία, και ίσως να είχε αποφασίσει ότι αυτή δεν θα ήταν η εξέγερση αντιπερισπασμού αλλά αυτή που θα συμπαρέσυρε τις εξελίξεις στη Μακεδονία, στη Ρούμελη και το Μοριά.

[6] Φιλήμων Ιωάννης, Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος πρώτος, Τύποις Π. Σούτσα και Α. Κτενά, Αθήναι 1859, σελ. 256-258.

[7] Το «Σχέδιον Γενικόν» αποτελείτο από 23 άρθρα και ήταν το μόνο ρεαλιστικό και υλοποιήσιμο σχέδιο για την έναρξη και την επικράτηση της επανάστασης.

[8] Παπαρρηγόπουλος – Λινάρδος Ιωάννης (1780-1874), από το χωριό Δαμαριώνα της Νάξου. Από τις πιο «αθόρυβες» και αποτελεσματικές προσωπικότητες του Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας, αλλά και από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στις πρώτες δεκαετίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Λινάρδος. Σε νεαρή ηλικία υιοθετήθηκε από ένα ζεύγος ονόματι Παπαρρηγοπούλου στην Κωνσταντινούπολη (αδιευκρίνηστο εάν υπήρχε σχέση με την οικογένεια του μεγάλου μας ιστορικού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου).

[9] Η Ελληνική Επανάσταση και η Ίδρυση του Ελληνικού Κράτους (1821-1832), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄, Εκδοτική Αθηνών ΑΕ, 1975, σελ. 17.

[10] Τερτσέτης Γ., Πολυζωίδης Α., Απομνημονεύματα Θ. Κολοκοτρώνη, εισαγωγή – επιμέλεια Έλλη Αλεξίου, Σχόλιο Δ. Φωτιάδης, εκδόσεις Μέρμηγκας 1977, σελ. 83.