Η ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ

του Γεωργίου Λιναρδή

Στις αρχές του 20ου αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ζούσαν 3 έως 4,4 εκατομμύρια Έλληνες.

Ένας στους έξι περίπου κατοίκους της τότε Τουρκίας ήταν Έλληνες. Οι Νεότουρκοι του Κεμάλ που ήρθαν στην εξουσία μετά τις σημαντικές εδαφικές απώλειες της οθωμανικής Τουρκίας στους Βαλκανικούς πολέμους, σχεδίασαν την μετατροπή του πολυεθνικού τους κράτους σε ένα μονοεθνικό τουρκικό με στοχευμένες δημογραφικές «παρεμβάσεις». Η μετάβαση του πολυεθνικού κράτους σε τουρκικό μονοεθνικό πραγματοποιήθηκε
με τις μεθόδους της αφομοίωσης, της αστικής εξάπλωσης, της απέλασης, του εκτοπισμού, της εκρίζωσης και βέβαια της προσφιλέστερης μεθόδου των Τούρκων, της γενοκτονίας.

Μεταξύ των ετών 1912-1922, 1,5 εκατομμύρια Έλληνες έχασαν την ζωή τους από σφαγές και πορείες θανάτου,
ενώ 1,5 επιπλέον εκατομμύρια εκριζώθηκαν και απελάθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες.
Αναλυτικά: 353.000 σκοτώθηκαν-σφαγιάστηκαν στον Πόντο, 230.000 στην Ανατολική Θράκη και 900.000 στην Μικρά Ασία. Από τα 900.000 θύματα της Μικράς Ασίας οι 250.000 έχασαν την ζωή τους εντός ολίγων ημερών στην Σμύρνη και άλλοι 300.000 άντρες εκτελέστηκαν μετά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922.

Εξαίρεση στις σφαγές και την εξόντωση μεταξύ των ετών 1912-1922 του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού της Τουρκίας αποτέλεσε ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Το 1922 οι Έλληνες της Βασιλεύουσας και των περιχώρων της ανέρχονταν σε 450.000 περίπου. Ας επικεντρωθούμε σε αυτές τις 450.000 της Πόλης και τις 10.000 περίπου των νήσων Ίμβρου και Τενέδου, αφού μετά το 1922 δεν υπήρχε πλέον στην υπόλοιπη Τουρκία ελληνικός πληθυσμός, η εξόντωση τους είχε ολοκληρωθεί.

Η Συνθήκη της Λωζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 αναγνώρισε το δικαίωμα παραμονής των Ελλήνων στην Πόλη σε αντιστάθμισμα της παραμονής των μουσουλμάνων στην Θράκη, μουσουλμάνοι οι οποίοι το 1923 πληθυσμιακά ανέρχονταν σε 90.000 και αποτελούνταν από Πομάκους, Τούρκους και Ρομά. Συγκρίνοντας τον αριθμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και των μουσουλμάνων της Θράκης μεταξύ των ετών 1923 και σημερινής χρονολογίας διαπιστώνουμε τα εξής. Ο αριθμός των Ελλήνων της Πόλης έχει μειωθεί μέσα σε 95 περίπου χρόνια από 450.000 σε 1.500, ενώ στην Ίμβρο και Τένεδο από 10.000 σε περίπου 200. Αντίθετα ο αριθμός της μουσουλμανικής μειονότητας στην Θράκη έχει αυξηθεί από 90.000 σε 120.000 που είναι σήμερα (απογραφή 2011). Η μείωση του ελληνικού πληθυσμού της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου έγινε με τις γνωστές μεθόδους των Νεότουρκων,
ήτοι στρατόπεδα συγκέντρωσης, βιασμοί, απελάσεις, σφαγές και μέσω ληστρικών φόρων περιουσίας.

Παρενθετικά αναφέρεται ότι η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης που αριθμεί σήμερα 120.000 αποτελείται από Πομάκους, Γύφτους (Ρομά λόγω … πολιτικής ορθότητας) και Τούρκους. Η απόφαση για την «τουρκοποίηση» αυτής της μειονότητας είναι παλαιά και ελήφθη από τις ΗΠΑ στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου, ετέθη δε σε εφαρμογή από τις ελληνικές κυβερνήσεις της τότε εποχής. Η λήψη της απόφασης έγινε με το βλακώδες σκεπτικό των ΗΠΑ,
αφού η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, να περιορισθεί η διείσδυση του κομμουνισμού στην Ελλάδα μέσω της Βουλγαρίας και με άξονα τους υποτιθέμενους σλαβόφωνους Πομάκους της Θράκης, οι οποίοι αριθμητικά ήταν η μεγαλύτερη πληθυσμιακά συνιστώσα της μουσουλμανικής μειονότητας. Για τον λόγο αυτό οι ΗΠΑ επέβαλαν στις τότε ελληνικές κυβερνήσεις την τουρκοποίηση των μουσουλμάνων της Θράκης. Αυτή η πολιτική συνεχίζεται να εφαρμόζεται και σήμερα με καθαρά κίνητρα υποτέλειας τόσο προς το ΝΑΤΟ όσο και προς την Άγκυρα.

Στο σημείο αυτό θα αναφερθούμε σε μερικά στοιχεία για τον όρο «μειονότητα», τα οποία βοηθούν στην εμβάθυνση της εφαρμοζόμενης πολιτικής της Άγκυρας έναντι της ελληνικής μειονότητας, αλλά και για την παρεμβατική πολιτική αυτής στον μουσουλμανικό πληθυσμό της ελληνικής Θράκης. Στην Πολιτική Επιστήμη ο όρος αυτός είναι άμεσα συνδεδεμένος με γεωγραφικά όρια. Για να χαρακτηρισθεί μια εθνική, φυλετική ή θρησκευτική ομάδα «μειονότητα» πρέπει να έχει άμεση σχέση με γεωγραφικό προσδιορισμό, αλλιώς δεν ονομάζεται μειονότητα αλλά κοινότητα. Εάν δηλαδή κάποιοι Τούρκοι ή Ρομά της Θράκης εγκατασταθούν σε άλλη περιοχή της Ελλάδας, τότε δεν θεωρούνται πλέον μειονότητα που προστατεύεται από την Συνθήκη της Λωζάνης. Η Συνθήκη αυτή που υπέγραψαν η Ελλάδα και Τουρκία, και που έχει τηρήσει με την υπογραφή της μόνο η Ελλάδα, αποδέχεται ότι η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης αποτελείται από διάφορες ομάδες οι οποίες έχουν θρησκευτικό και μόνο προσδιορισμό και όχι εθνικό. Δεν ισχύει το ίδιο για τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης των οποίων η παραμονή εκεί το 1923, ως απεδείχθη προσωρινή, επέτρεψε την μη ανταλλαγή των μουσουλμάνων της Θράκης. Στην Συνθήκη της Λωζάνης οι Έλληνες της Πόλης αναφέρονται ως Έλληνες και όχι με θρησκευτικό προσδιορισμό, αφού η εθνική τους προέλευση δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβήτηση.

ΦΟΡΟΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ, ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ ΚΑΙ ΕΚΡΙΖΩΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ, ΤΗΣ ΙΜΒΡΟΥ ΚΑΙ ΤΕΝΕΔΟΥ

Το 1927 στα νησιά Ίμβρος και Τένεδος με τον νόμο 1151 που ψηφίστηκε από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση καταργήθηκε στην πράξη το καθεστώς αυτοδιοίκησης που είχε θεσπιστεί από την Συνθήκη της Λωζάννης.
Υπόψη ότι η Συνθήκη της Λωζάννης είναι αυξημένης τυπικής ισχύος που σημαίνει ότι η Τουρκία στερείται του δικαιώματος να ψηφίζει νόμους που αντιβαίνουν στις υποχρεώσεις της από την Συνθήκη. Μετά την κατάργηση της αυτοδιοίκησης στα δυο νησιά, το 1964 εφαρμόστηκε το «πρόγραμμα ερήμωσης» (eritme programı) σύμφωνα με την υπ. αρ. 35 μυστική απόφαση της τουρκικής υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας. Το πρόγραμμα περιλάμβανε την μεταφορά βαρυποινιτών από τις τουρκικές φυλακές στα νησιά και την ελεύθερη κυκλοφορία τους, χωρίς καμία δίωξη για τα αδικήματα που διέπρατταν εναντίον των Ελλήνων (βιασμοί, ληστείες κλπ.), όπως και απαλλοτριώσεις περιουσιών Ελλήνων έναντι ευτελών αποζημιώσεων. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να μειωθεί ο ελληνικός χριστιανικός πληθυσμός από το 90% του συνόλου στο 1% που είναι σήμερα.

Το 1935 με τον νόμο 2762 της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης (νόμος περί «βακουφιών») ανατέθηκε σε Τούρκο επίτροπο η διαχείριση των ελληνικών ιδρυμάτων και σχολείων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου,
κατά παράβαση της Συνθήκης. Αποτέλεσμα ήταν από τα 12.000 περίπου ελληνικά ακίνητα που υπήρχαν κατά την υπογραφή της Συνθήκης σήμερα να έχουν απομείνει μερικές εκατοντάδες και αυτά υπό συνεχή και διαρκή απειλή και υπό εξαφάνιση.

Τον Μάιο του 1941 επιστράτευσαν με αφορμή τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (στον οποίο δεν πήρε μέρος η Τουρκία) και υπό προφανή αδυναμία της Ελλάδας να αντιδράσει, 20 ηλικίες Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης με στόχο να τους εξοντώσουν στις ερήμους της Ανατολίας. Με την επιλεκτική δε επιβολή υπέρογκων φόρων, νόμος 4305 του 1942 γνωστός και ως «βαρλίκι» (varlık vergisi), αφάνισαν οικονομικά και έστειλαν στην εξορία και σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας όσους Έλληνες αδυνατούσαν να πληρώσουν. Πολύ λίγοι επέστρεψαν.

Το 1942 στην Τουρκία κυβερνούσε η μονοκομματική κυβέρνηση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού κόμματος (Cumhuriyet Halk Partisi), του κόμματος δηλαδή που είχε ιδρύσει Κεμάλ Ατατούρκ, με πρωθυπουργό τον Σουκρού Σαράτσογλου και με Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Ισμέτ Ινονού. Η Τουρκία την περίοδο εκείνη είχε καταφέρει να διατηρήσει πολεμική ουδετερότητα, πολιτευόμενη μάλιστα ως «επιτήδειος ουδέτερος». Ζούσαν τότε στην Κωνσταντινούπολη συμπαγείς μειονοτικοί πληθυσμοί μη μουσουλμάνων, με κυρίαρχη και πολυπληθέστερη την ελληνική κοινότητα-μειονότητα. Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι το εμπόριο και η οικονομία της Κωνσταντινούπολης επηρεαζόταν σε μεγάλο βαθμό από τους Έλληνες, όχι βεβαίως επειδή ήταν εκμεταλλευτές του τουρκικού λαού, όπως διατεινόταν η τότε τουρκική κυβέρνηση, αλλά επειδή ήταν παλαιόθεν αστικός πληθυσμός με φιλοπρόοδο χαρακτήρα.

Η τουρκική κυβέρνηση εμφορούμενη από τα αντιμειονοτικά-ανθελληνικά αισθήματα της κεμαλικής παρακαταθήκης θέλησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία της πολεμικής αναστάτωσης και της συνεπακόλουθης διαλυτικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν η Ευρώπη και να καταφέρει ισχυρό πλήγμα εις βάρος της ελληνικής μειονότητας. Με έμπνευση λοιπόν του ίδιου του πρωθυπουργού Σαράτσογλου, η κυβέρνηση της Τουρκίας επέβαλε στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου ένα δυσβάσταχτο και επαίσχυντο φόρο με μόνο σκοπό την εξόντωση τους, την διάλυση της μη τουρκικής αστικής τάξης και την μεταφορά του πλούτου της στους Τούρκους, ώστε να σχηματιστεί μια νέα καθαρά εθνική τουρκο-μουσουλμανική αστική τάξη. Ο φόρος αυτός ήταν το λεγόμενο «varlık vergisi» (βαρλίκ βεργκισί), όρος που μεταφράζεται στα ελληνικά ως φόρος περιουσίας. Φυσικά η επίσημη και προσχηματική αιτιολογία του σχετικού νόμου ήταν το χτύπημα του μεγάλου κεφαλαίου και εκείνων που μέχρι τότε δεν πλήρωναν τους φόρους που τους αναλογούσαν, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ελλειμματικά οικονομικά της Τουρκίας μέσω της έκτακτης αυτής φορολόγησης.

Σύμφωνα λοιπόν με το νόμο 4305/1942 συστήθηκαν ειδικές επιτροπές στις κατά τόπους οικονομικές εφορίες,
οι οποίες εκτιμούσαν αυθαιρέτως τις περιουσίες των Ελλήνων πολιτών και με βάση τον υπολογισμό αυτό τους αποστέλλονταν ειδικά εκκαθαριστικά σημειώματα που έπρεπε να πληρωθούν εφάπαξ και σε συντομότατη προθεσμία. Στην πραγματικότητα μέσω της υπερεκτίμησης των περιουσιών το ποσό που καλούνταν να πληρώσουν ήταν συχνά πολλαπλάσιο της πραγματικής αξίας της περιουσίας τους. Επιβλήθηκε δε σημαντικός φόρος σε ανθρώπους χωρίς ιδιαίτερα περιουσιακά στοιχεία και με μικρά εισοδήματα, πολλοί εξ αυτών ήταν μισθοσυντήρητοι υπάλληλοι. Στον αντίποδα είχε ληφθεί μέριμνα ώστε οι Τούρκοι κεφαλαιούχοι να πληρώσουν συμβολικά ποσά φόρου. Ο νόμος προέβλεπε μάλιστα πως για όσους δεν κατέβαλαν άμεσα τον φόρο να εκπλειστηριάζεται η κινητή και ακίνητη περιουσία τους και εφόσον και πάλι έμενε ανεξόφλητο υπόλοιπο φόρου, θα οδηγούνταν στο Άσκαλε (Aşkale) της περιφέρειας Ερζερούμ (Erzurum), στην «τουρκική Σιβηρία», όπου μέσω καταναγκαστικών έργων θα εξοφλούσαν την οφειλή τους.

Αποτέλεσμα του επαίσχυντου αυτού φόρου ήταν να αλλάξουν χέρια μέσω των πλειστηριασμών χιλιάδες ακίνητα Ελλήνων, τα οποία πέρασαν στην ιδιοκτησία καθαρόαιμων μουσουλμάνων Τούρκων. Χιλιάδες μειονοτικοί πολίτες οδηγήθηκαν στα «αμελέ ταμπουρού» (amele taburu), στα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας της Ανατολής, όπου έσκαβαν δρόμους και καθάριζαν τα χιόνια κοντά στα τουρκο-σοβιετικά σύνορα. Στα τέλη του 1943, όταν άρχισε να γίνεται ξεκάθαρο ότι η Γερμανία θα χάσει τον πόλεμο, η τουρκική κυβέρνηση φοβούμενη την αναζήτηση ευθυνών φρόντισε να επαναφέρει τους ομήρους πίσω στα σπίτια τους και να θεωρήσει ως μη αναζητούμενα όσα ποσά δεν είχαν εισπραχθεί, καταργώντας λίγο αργότερα τον νόμο. Όμως οι Έλληνες είχαν ήδη πληρώσει βαρύ τίμημα και οι περιουσίες τους είχαν αλλάξει χέρια, ενώ χιλιάδες είχαν χάσει την ζωή τους στα τάγματα εργασίας στην «τουρκική Σιβηρία».

Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΑΣ ΤΟΥ Β΄ Π.Π.

Τα «Σεπτεμβριανά» του 1955 που οδήγησαν στον εξανδραποδισμό της ελληνικής μειονότητας της Κωνσταντινούπολης οργανώθηκαν από το τουρκικό κράτος, με την συνδρομή και γνώση νατοϊκών κύκλων, σε στιγμή αδυναμίας της Ελλάδας, καθώς ο πρωθυπουργός Παπάγος ήταν βαριά άρρωστος και η υπόλοιπη ηγεσία της χώρας δέχτηκε παθητικά τις βαρβαρότητες των Τούρκων εναντίον του Ελληνισμού, αν και ήταν όλοι ενημερωμένοι αρκετά εικοσιτετράωρα πριν ξεσπάσουν οι τουρκικές θηριωδίες της 6ης προς 7ης Σεπτεμβρίου. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης συνεχίστηκε το 1964 με την απέλαση 12.000 Ελλήνων Κωνσταντινουπολιτών και τον βίαιο εξαναγκασμό πολλών άλλων χιλιάδων Ελλήνων με τουρκική υπηκοότητα να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες με δέσμευση των περιουσιών τους, οι οποίες αργότερα αποδόθηκαν άνευ ανταλλάγματος σε Τούρκους.

Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΚΡΙΖΕΣ ΖΩΝΕΣ

Η εισβολή στην Κύπρο το 1974 έγινε όταν στην Ελλάδα υπήρχε ουσιαστικά κενό εξουσίας. O Ιωαννίδης που κινούσε τα νήματα από το παρασκήνιο είχε «πεισθεί» από τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Κίσινγκερ, μέσω ισραηλινού πράκτορα, ότι η Τουρκία δεν θα αποβιβάσει στρατιωτικές δυνάμεις στην Μεγαλόνησο, αν και όλες οι πληροφορίες, μυστικές και μη, προμήνυαν το αντίθετο. Είχε προηγηθεί η απομάκρυνση του Γ. Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε έρθει σε καίρια ρήξη με την ξενοκρατία και τις πολυεθνικές εταιρίες που επεδίωκαν την σύναψη αποικιοκρατικού τύπου συμβάσεων για την εξόρυξη πετρελαίου στο Αιγαίο, εξόρυξη που θα έθετε τις βάσεις για την ανάδειξη της Ελλάδας σε περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, προοπτική την οποία ουδόλως ήθελαν οι ΗΠΑ, η Βρετανία,
το Ισραήλ και βέβαια η Τουρκία.

Η κρίση των Ιμίων το 1996 είναι το τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα εκμετάλλευσης της αδυναμίας της Αθήνας από την Άγκυρα. Μετά από μια μακρόχρονη αποχή από τα πρωθυπουργικά καθήκοντα του Α. Παπανδρέου και εν μέσω εσωκομματικών ερίδων, την ηγεσία της χώρας είχε αναλάβει ο άπειρος και ενδοτικός Κ. Σημίτης,
ο οποίος υπέστειλε κατ’ απαίτηση της Ουάσιγκτον την ελληνική σημαία από το νησί των Ιμίων με αποτέλεσμα την δημιουργία γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο.

Το συμπέρασμα που προκύπτει εκ των ανωτέρω ιστορικών γεγονότων είναι σαφές και προφανές. Σε περιόδους ελληνικής αστάθειας η Άγκυρα προχωρά πάντα ακόμη ένα βήμα στον χάρτη των διεκδικήσεων της, ο βηματισμός αυτός είναι στρατιωτικός ή διπλωματικός ή και τα δυο, ενώ διαχρονικά η τουρκική εξωτερική πολιτική αμφισβητεί το γράμμα και την ουσία της Συνθήκης της Λωζάννης, μια συνθήκη που υποτίθεται ότι έθεσε τις βάσεις καλής γειτονίας στις σχέσεις των δυο χωρών την μετα-οθωμανική περίοδο.

Η καταπάτηση της Συνθήκης με την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας («Γαλάζια Πατρίδα») συνεχίζεται μέχρι των ημερών μας, με την Ελλάδα επί 100 έτη συνεχώς υποχωρούσα, μια υποχώρηση που ενσωματώνει την φύτρα απώλειας εθνικού εδάφους.

Πηγή