τοῦ Ἀχιλλέως Ξανθάκη
Στην ιστορική διαδρομή της, η πολιτική μερίδα των πολιτών – ψηφοφόρων που αυτοπροσδιορίζονται ως «πατριώτες» ή «εθνικιστές» ή «Έλληνες» ή «ακροδεξιοί» ή ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να μου διαφεύγει αυτή την στιγμή, όσες διαφορές κι αν έχουν φτιάξει, χτίσει, ανακαλύψει, φαντασιωθεί μεταξύ τους, μοιράζονται έναν κοινό τόπο, υπάρχει δηλαδή ένα κοινό σημείο επαφής, κάτι σαν την δραματική και μοιραία ένωση σιαμαίων μωρών:
Υπάρχει η ευκολία με την οποία μπορούν να αφήνονται στην παραπλάνηση.
Η ευκολία με την οποία αναγορεύουν κάποιον τυχαίο ή τυχάρπαστο ή βαλτό ή καιροσκόπο ή αμόρφωτο ή νάρκισσο σε ηγέτη.
Είναι μια σαιξπηρικού τύπου κατάρα, να επιτρέπεις στην επιτακτική ανάγκη για ηγεσία να αναγορεύει σε ηγέτη κάποιον που καθόλου δεν εξυπηρετεί αυτήν την ανάγκη!
Στην διαδρομή τοποθέτησης ενός τέτοιου πολιτικού στην θέση του Εθνικού πρωταθλητή παραβιάζεται κάθε είδους λογική, κάθε είδους νόρμα, κάθε είδους κώδικας, κάθε είδους πολιτικός σχεδιασμός.
Η αυτο-εξαπάτηση των υποστηρικτών οδηγεί στην εξαπάτηση των οπαδών, που οδηγεί στην εξαπάτηση των ψηφοφόρων, που οδηγεί καταληκτικά στην ξεκάθαρη και άνευ όρων ενίσχυση του πλέον ανθελληνικού πολιτικού συστήματος, που έχει ποτέ βιώσει αυτή η χώρα.
Αλλά ο «χώρος» δεν ταράζεται… Ζει στην εφήμερη επικοινωνιακή νιρβάνα του: «τους την είπαμε» ή «τους την φέραμε» ή «δεν θα τους περάσει» ή κάτι παρόμοιο.
Κι ας είναι αυτά θολά ψυχεδελικά υπο-οράματα μιας πολιτικής μαστούρας από ένα νοθευμένο ναρκωτικό που, με τόση μαεστρία και τόση δεξιοτεχνία, τους ταΐζει το βαθιά ριζωμένο και με μεγάλη μύτη σύστημα.
Για πολλές δεκαετίες ο «χώρος» παλινδρομούσε ανάμεσα σε κάποιες φωτισμένες πολιτικές προσωπικότητες και τους εγκάθετους παρακρατικούς που τοποθετούσε το σύστημα δίπλα τους και που ναρκοθετούσαν κάθε αξιοπρεπή προσπάθεια.
Και κάποια στιγμή, πριν περίπου δέκα χρόνια, αυτός ο «χώρος» έκανε μια βαθειά εισπνοή και εισέπνευσε το αφροδισιακό άρωμα της εξουσίας. Οι άνθρωποι του «χώρου» πήραν μια πολύ βαθειά ρουφηξιά από αυτό το άρωμα. Και, σαν πρωτάρηδες, εθίστηκαν. Κάπου εκεί το σύστημα, που ανέκαθεν αντιμαχόταν τις Ιερές Ιδέες του χώρου, έκανε την ουσιαστικότερη νίκη του.
Ο στόχος του αγώνα μετατοπίστηκε – και, από την επικράτηση της αληθείας, την καταξίωση των Εθνικών Ιδεωδών, την κατάργηση του βρωμερού πολιτικού παρελθόντος, άρχισε πλέον να στοχεύει στην δια κάθε μέσου ύπαρξη και επιβίωση ανάμεσα στα εντός Βουλής κόμματα ανεξαρτήτως πολιτικού, ιδεολογικού κόστους ή ποσοστών.
Δεν έχει πλέον σημασία με ποιον θα συνεργαστούμε (αριστερό, δεξιό, εθνικιστή, μπροστινό), αρκεί να υπάρχουμε στην Βουλή. Δεν έχει σημασία αν τάζουμε στους οπαδούς ότι έχουμε 17% ή 20% και παίρνουμε ένα σκάρτο 6%, αρκεί που είμαστε στην Βουλή. Δεν έχει σημασία αν στηρίξαμε μιαν αριστερή διεθνίστρια ή έναν κρυφό-νεοδημοκράτη, έχει σημασία ότι βρισκόμαστε στην Βουλή…
Δεν έχει σημασία ότι η όποια παρουσία μας στην Βουλή δεν θα φέρει -λόγῳ του κοινοβουλευτικού συστήματος- απολύτως καμίαν αλλαγή ή επιρροή στο υπάρχον ανθελληνικό σύστημα. Για κάποιον διαστρικό λόγο, έχει βαρύτητα το ότι είμαστε κι εμείς εκεί…
Δεν έχει σημασία ότι η δεκάχρονη κοινοβουλευτική μας παρουσία αποτελεί την ισχυρότερη υποχώρηση που υπέστησαν ποτέ οι ιδέες μας. Δεν έχει σημασία ότι το μόνο που «επιτεύχθηκε» ήταν που οι ιδέες μας συνδέθηκαν στο υποσυνείδητο και συνειδητό του λαού με εγκληματικές συμπεριφορές! …Αυτό που έχει σημασία είναι να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και να λέμε πως φταίει κάποιος άλλος, που δεχθήκαμε τέτοια ήττα από το σύστημα. Κάποιος … προδότης.
Και συνεχίζει ο «χώρος» να οδοιπορεί, επαναλαμβάνοντας τα ίδια λάθη. Χρησιμοποιώντας τους ίδιους εκείνους ανθρώπους, που πρωταγωνίστησαν στην μεγάλη ήττα. Αξιοποιώντας τους εθισμένους στην εξουσία. Ακολουθώνταςακριβώς την ίδια πολιτική εξαπάτησης των υποστηρικτών.
…Και, εν τούτοις, ελπίζοντας σε ένα διαφορετικό αποτέλεσμα!
Συναγωνιστές!
Η μεγάλη ήττα που έχει υποστεί ο «χώρος» έχει, όπως κάθε τι στον κόσμο, τουλάχιστον δύο όψεις:
Από την μια είναι η οδύνη της χαμένης ευκαιρίας, της χαμένης πολιτικής στιγμής, της υποστήριξης λίγων και μικρών ανθρώπων, που δεν κατάλαβαν ποτέ το βάρος του ιστορικού εγχειρήματος και ασχολήθηκαν σαν άνοα κομματόσκυλα με την ατομική τους photoshop βελτίωση της εικόνας τους.
Μια οπτική γωνία και τακτική που το σύστημα εκμεταλλεύτηκε επιδέξια, ενταφιάζοντας κάτω από τα ερείπια της «κοινοβουλευτικής επαναστάσεως» κάθε τέτοιον βλάκα.
Από την άλλη, όμως, είναι και η ευκαιρία του πολιτικού εξαγνισμού. Ένα νέο ξεκίνημα. Απαλλαγμένο από πολιτικούς Μεσσίες. Μιαν ενηλικίωση των μαχητών, των υποστηρικτών, των οπαδών.
Να καταλάβουμε επί τέλους ότι δεν μπορούμε να χασκογελάμε ρουφώντας φρέντο στα πολιτικά χαρακώματα. Ότι η επιβίωση εδώ απαιτεί πολεμική αρετή, πνευματική πανοπλία και κώδικα ζωής, πολιτική εγρήγορση και γνώση.
Δεν μπορεί να επιβιώσει κάποιος που αρνείται να ενημερωθεί για το ήθος εκείνων που του παρουσιάζονται ως Εθνικοί κυβερνήτες, Εθνοσωτήρες και γνώστες των πάντων.
Η επιτυχία είναι συλλογική. Η επικράτηση είναι ομαδική. Ο αγώνας είναι διαστρωματικός. Η αρχηγική θέση είναι θέση ευθύνης κι όχι ατομικής δόξης. Πρέπει να είναι κόμβος κι όχι άβατο.
Πρέπει να σκοτώσουμε· πρέπει να φονεύσουμε ψυχρά και με δόλο τον εσωτερικό μας επιπόλαιο αστό της καλοπέρασης. Στο έργο του «η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» ο Κούντερα μας παρουσιάζει μιαν μοναδική ένωση της σοβαρότητας και της αφέλειας. Ακόμη και ο θάνατος έχει ένα πρόσωπο διπλό: μιας γλυκειάς ονειρικής θλίψης και μιας σκληρής μαύρης φάρσας.
Δυστυχώς ο «χώρος» ζει σε μια τέτοια ακριβώς πολιτική placebo πραγματικότητα. Έχει σφιχταγκαλιάσει την σοβαρότητα και την αφέλεια, δημιουργώντας μια κωμικοτραγική αγκαλιά. Αντιμετωπίζει ακόμη και τον θάνατο, πολιτικό και φυσικό, με μιαν ονειρικότητα που καταντά σκληρή μαύρη φάρσα.
Είναι πραγματικά μια ακόμη ιστορική στιγμή για τις Ιδέες. Απορρίψτε κάθε ψεύτη. Απορρίψτε κάθε νάρκισσο.
Το ότι η κοπριά χρειάζεται στα χωράφια, δεν σημαίνει ότι τα κόπρανα είναι χρήσιμα.
Ψάξτε στις γραμμές μας για εκείνον που είναι ικανός και δεν θέλει να ηγηθεί.
Και σε εκείνον να δώσουμε τον ρόλο του νέου οδηγητή.