Ἰωνικὰ ἀναλογίσματα, ὑπὸ Ἴωνος Φιλίππου [19]

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, Ο ΥΨΙΣΤΟΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ,

ΠΡΟΠΑΤΟΡΑΣ ΤΗΣ ΑΡΙΑΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

 

Ἡράκλειτος (Λόγος)

 

Παρμενίδης (Ἐόν) – Ἐμπεδοκλῆς (Κόσμος)

 

Ἀναξαγόρας (Νοῦς) – Ξενοφάνης (Θεός) – Πυθαγόρας (Ταγός)

 

 Ἀναξιμένης (Αἰθήρ)-Δημόκριτος (Ἄτομον)- Ἀναξίμανδρος (Ἀρχή)

 

Θαλῆς (Ρευστόν)

                                                  

Το τετρακτυϊκό όρος του προ-πλατωνικού στοχασμού που δεσπόζει στους κόλπους του Μυθικού πολιτισμού των Ελλήνων εκτείνεται από τα πρανή προς την κορυφή ακολουθώντας τις παρειές και τις κλιτύες αυτού. Στα ανωφερή πρανή ορθώνεται η φυσική φιλοσοφία, ήτοι η Γνωσιολογία του Θαλή, του Αναξιμάνδρου, του Αναξιμένη και του Δημοκρίτου. Στις τραχειές παρειές πυργώνεται η Μεταφυσική του Πυθαγόρα, του Ξενοφάνη και του Αναξαγόρα. Στις υψιπετείς κλιτύες συνδιαλέγονται η Οντολογία του Παρμενίδη με την Κοσμολογία του Εμπεδοκλή και στην δεσπόζουσα κορυφή αγάλλεται ο Λόγος του Είναι, η Οντολογία του Ηρακλείτου. Ποίος είναι ο τρόπος του σκέπτεσθαι στον προλογικό στοχασμό των Ελλήνων; Είναι η αλληλεξάρτηση νοείν και γλώσσης, η α-λήθεια και συνάμα η λήθη του Είναι. Η αλήθεια (Λόγος) είναι βλέμμα και ρήμα, η λήθη (Κόσμος) είναι θέα και ηχώ. Θέα του βλέμματος και ηχώ του ρήματος είναι το Σήμα, το κβαντικό Συμβάν, που “ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει”- δηλονότι το Όν, που ερωτά κατά τον τρόπο του Είναι.

Οι φυσικοί φιλόσοφοι διερευνούν πίσω από την φύση την απομυθοποίηση, δηλαδή την χειραφέτηση, της φύσης, αναζητώντας την Ουσία. Για τον Θαλή η ουσία απάντων είναι το Ρευστόν, για τον Αναξίμανδρο η Αρχή, τον Αναξιμένη ο Αιθήρ και τον Δημόκριτο το Άτομο. Για την φυσική φιλοσοφία η ουσία είναι από κοινού υλική και άπειρη, νοητικά συλληπτή και ασύλληπτη. Είναι οντολογικά κυρίαρχη επί των εγκοσμίων όντων και έχει την ανθρώπινη αναλογία της στην πολιτική αρχή, στην κατά το χρεών αδήριτη ανάγκη. Ο Αναξίμανδρος εισάγει την αρχή της κοσμογονίας, της συμμετρίας και των απείρων κόσμων που είναι χρονικά συνυπάρχοντες. Η δίκαιη κατανομή είναι αρμονική κατάσταση ενώ η ανισομέρεια είναι αδικοπραξία. Η τίσις επέρχεται και η τάξις επανέρχεται στον κόσμο. Ο Αναξιμένης δια της πύκνωσης και αραίωσης του Αιθέρα εισάγει την αρχή των δονήσεων και της μετάπτωσης των ποσοτικών σε ποιοτικές μεταβολές. Σε αυτόν οφείλουμε την βεβαιότητα ότι οι θεοί είναι απλά δημιουργήματα της πρώτης αρχής, που διέπεται από ανυπαρξία δημιουργού. Ο Αναξιμένης έχει πλήρως συλλάβει την κυματιδιακή φύση της ύλης όπως αυτή αποτυπώνεται στην σύγχρονη κβαντική φυσική.

Ο Δημόκριτος με τον διδάσκαλό του Λεύκιππο και τον μαθητή του Διογένη Απολλωνιάτη είναι ο σημαντικότερος των φυσικών φιλοσόφων, που τυφλώθηκε εκουσίως από την ηλιακή αντανάκλαση στην ασπίδα του αναζητώντας την αλήθεια του εαυτού. Ο Δημόκριτος εισάγει το άτμητο άτομο ως Ὂν και το κενό ως μη όν, ήτοι μηδέν, αντικρούοντας τους Ελεάτες, που αρνούνται δογματικά την ύπαρξη του μη όντος, οδηγώντας την εμπειρία σε αντίφαση. Εκκινώντας από την ερμηνεία της εμπειρίας ο Δημόκριτος δεν δέχεται την ύπαρξη εξωτερικών δυνάμεων. Έναντι του Αναξιμένη που εισάγει με την αρχή των δονήσεων την κυματιδιακή φύση, ο Δημόκριτος εισάγει αντίστοιχα την σωματιδιακή φύση με την διακριτότητα των σωμάτων και την μη επ’ άπειρον διαιρετότητα. Η κίνηση των ατόμων είναι συμφυής ιδιότητα της ύλης που χαρακτηρίζεται από μέγεθος, σχήμα, διάταξη και θέση, δηλαδή συντονισμό και ταλάντωση. Τα ατομικά δομικά στοιχεία είναι συναρμοσμένα μηχανικά μεταξύ τους και δεν υπάρχει ενεργειακό πεδίο. Η απαγωγή πρέπει να συμφωνεί με τα εμπειρικά δεδομένα. Οι απορροές-πνοές είναι είδωλα των αντικειμένων που εισδύουν βαθιά στις αισθήσεις-παράθυρα του σώματος και αποτελούν την ερμηνεία των αισθητηριακών ιδιοτήτων. Τα είδωλα είναι οι εικόνες και οι παραστάσεις, η εντύπωση. Ο Δημόκριτος έχει πλήρως συλλάβει την σωματιδιακή φύση της ύλης όπως αυτή αποτυπώνεται στην σύγχρονη κβαντική φυσική.

Κατά μεν τον Καρτέσιο έκταση και σώμα ταυτίζονται, η ύλη είναι απείρως διαιρετή και ο χώρος εκτατός δίχως κενό, στην θεωρία όμως των κβάντων υπάρχει συμμετρία και ενότητα σωματιδιακής και κυματιδιακής φύσεως. Η φύση είναι σωματοκυματιδιακή, δηλαδή φασματική και μουσική. Δεν υπάρχει δυισμός σωματιδίου και δόνησης αλλά διπλόη, δηλονότι κβαντική ενότητα. Ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, το υποκείμενο υπάρχει, δηλαδή είναι ειρημένο (λεχθέν) στον λόγο του – αλλά το αντικείμενο κείται, δηλαδή είναι ερριμμένο στον τόπο του. Το ηλεκτρόνιο λουόμενο στην παρατήρηση εφοδιάζεται με ύπαρξη δηλονότι καθίσταται υπαρκτό. Έτσι ο παρατηρητής καθορίζει το αποτέλεσμα της μέτρησης, αφού η τροχιά του ηλεκτρονίου υπάρχει μόνο όταν την παρατηρεί, οπότε και καταστρέφεται, διότι μέσῳ της παρατήρησης μολύνεται με ύπαρξη. Τοιουτοτρόπως καταλύεται η αλληλουχία αιτίου–αποτελέσματος. Ο κενός χώρος σφύζει από εφήμερη κβαντική δραστηριότητα, όπου η ύλη διαλύεται σε κβάντα. Η ύλη είναι ουκ ον.

Τα κβαντικά φαινόμενα είναι μη αιτιοκρατικές περιοχές όπου εισχωρεί η βούληση δηλονότι η ελευθερία που καταλύει την αναγκαιότητα. Η μέτρηση, κατάτμηση του όλου, χρειάζεται το μέτρον, όπου υπάρχει ενότητα φυσικού και μεταφυσικού μέλους. Η ολιστική θεώρηση απαιτεί επιστροφή στον προ-πλατωνικό στοχασμό όπου φυσική, μεταφυσική, οντολογία, κοσμογονία και κοσμολογία γίνονται Έν. Το Όλον δεν είναι μηχανικό άθροισμα των μερών του αλλά οργανική, δηλονότι γονιδιακή, υπέρβαση αυτών. Μέσῳ της αιτιοκρατίας και της μηχανιστικής ερμηνείας η φυσική φιλοσοφία και επιστήμη ιχνηλατεί την Ουσία αλλά αγνοεί παντελώς την Ύπαρξη. Η αιτιοκρατία είναι κλειστό σύστημα ερμηνείας του Κόσμου, αναγκαίο και μονιστικό με άγνοια του Μηδενός, δηλονότι Ψευδές. Μέσῳ της σύγκρουσης της διακριτής με την συνεχή φύση των όντων εισάγεται η διπλόη ύλης και πεδίου, που και αυτή δεν επιτρέπει την αποκόλληση από τις υπώρειες, δηλαδή τα πρανή του όρους της Αρίας Οντολογίας. Εν τούτοις ψηλαφεί την αλήθεια ν βυθ. Η ατομική ψυχή είναι φθαρτή και χάνεται με το σώμα, υπάρχουν περισσότερες από πέντε αισθήσεις, που είναι θραύσματα φωτός και ήχου. Ταυτόχρονα όμως ψηλαφεί και την λήθη: “ταὐτόν ἐστι ψυχή τε καὶ νοῦς”, “περὶ ὀνομάτων θέσει καὶ οὐ φύσει”. Η φυσική φιλοσοφία και επιστήμη των προ-πλατωνικών στοχαστών χρειάζεται την μεταφυσική, την οντολογία, την κοσμογονία και την κοσμολογία για να αγγίξει τον ουρανό. Η ανωφέρεια του όρους της Αρίας οντολογίας είναι μια ανάβαση από την Ζωή στην Ουσία και την Ύπαρξη.

Στις τραχειές παρειές του τετρακτυϊκού όρους του προ-πλατωνικού στοχασμού απαντούμε τον μεταφυσικό αυγασμό στον περί της Ουσίας λόγο. Εκεί συναντούμε τον Ταγό Πυθαγόρα, τον Θεό του Ξενοφάνη και του μαθητή του Μέλισσου και τον Νόον του Αναξαγόρα. Ο Πυθαγόρας δεν είναι φιλόσοφος αλλά υπερβόρειος ταγός μιας ιερατικής κοινότητας, ένας Ορφέας διάδοχος των Ορφικών. Η θεμελιώδης ουσία είναι ο αριθμητικός συσχετισμός υλικής και ψυχικής πραγματικότητας και ο συντονισμός των αρμονικών δονήσεων μέσῳ της μουσικής. Ο ναός είναι μια μουσική πεπηγμένη, που ο αριθμός είναι το μέτρο της. Οι Πυθαγόρειοι ανακαλύπτουν την ασυμμετρία των ριζών αλλά και την αρμονία του αριθμού φ και εκτοπίζουν την γη από το κέντρο του κόσμου δίνοντάς της θέση στον Κόσμο. Κάθαρσις είναι ο διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα, όπου το ιερό και τα σύμβολα έχουν ένα νόημα, που η έλλειψή του αφανίζει την ύπαρξη. Ο Πυθαγόρας εισάγει πρώτος την ηθική στην ανήθικη ελληνική κοινότητα, ορίζοντας τις τρεις συντεταγμένες της: Την ατομοκεντρική, την οικοκεντρική και την πολεοκεντρική. Ο Ξενοφάνης γράφει έμμετρα και είναι σφοδρός πολέμιος του μύθου, του Ομήρου και του Ησιόδου. Ο πατρώος θεός της πόλεως είναι μοναδικός, διότι οι πολλοί πολιούχοι θεοί είναι ανόμοιοι άρα και άνισοι, όπερ άτοπον. Ο πατρώος θεός είναι εντελώς αμέτοχος στα κοσμικά δρώμενα, όπου ο άνθρωπος είναι ο αποκλειστικός δημιουργός της ιστορικής του μοίρας. Το πεπρωμένο είναι η συνισταμένη της ειμαρμένης και της βούλησης, ο Προμηθέας είναι ο προβλεπτικός φροντιστής του ανθρωπίνου γένους που κυριαρχείται από κοσμική μοναξιά. Ο Ξενοφάνης με τον ένα υπερβατικό θεό είναι ο προπάτορας της δυτικής μεταφυσικής, εισάγοντας τον άνυδρο θεϊσμό και την γνωσιολογική κατάφαση ως κλείδα ερμηνείας του κόσμου. Ο Ξενοφάνης εισάγει ένα ανοικτό προς τον Θεό αλλά αναγκαίο και ουχί ελεύθερο, καθότι δεν περικλείει την άρνησή του (Μηδέν), άρα Ψευδές, σύστημα ερμηνείας του Κόσμου. Ο Αναξαγόρας, διδάσκαλος του Περικλέους στην Αθήνα και θύμα της δημοκρατίας, θεωρεί τον ήλιο ως διάπυρο μύδρο. Ο Νους που είναι η πρώτη ουσία θεμελιώνει μια εγγενή πνευματική συνάφεια μεταξύ στοχασμού και κοσμικής τάξης, που καθιστά δυνατή την επιστήμη και την γνώση, δια της οποίας σκοπός του βίου καθίσταται η θεωρία και η ελευθερία. Ο Αναξαγόρας προκρίνει αντί κυκλικής εναλλαγής την γραμμική κατεύθυνση του γίγνεσθαι, όπου η ύλη είναι επ’ άπειρον διαιρετή. Ο Νους είναι ανεξάρτητη αρχετυπική ουσία που ταυτίζεται με την ψυχή ως τελεολογική αρχή και δίδει την αρχική κίνηση στην ύλη με μηχανική αιτιότητα. Αντί των ριζωμάτων, ο Νους ενεργεί με τις ομοιομέρειες, αφού τίποτε δεν είναι όμοιο με κανένα και άρα το πλήθος των στοιχείων του κοσμικού γίγνεσθαι δεν είναι ομογενές αλλά ομοιομερές, ώστε το κάθε ένα έχει μερίδιο σε όλα. Νόον, κατά γραμματική αντιστροφή Νο-Ον, το Ὂν που περικλείει το Μηδέν. Ο Αναξαγόρας εισάγει ένα ανοικτό σύστημα ερμηνείας του Κόσμου που επί πλέον περικλείει την άρνησή του (Μηδέν), είναι άρα Αληθές, προαναγγέλλοντας τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Οι μεταφυσικοί στοχαστές πορεύονται στις υπώρειες του όρους της Αρίας Οντολογίας όχι ολομόναχοι με τον εαυτό τους, όπως οι φυσικοί φιλόσοφοι, αλλά επί της ατραπού της αστραπής, δηλαδή της σκολιάς οδού της Πόλεως, όπου και θέτουν το ερώτημα περί της Ουσίας. Θέλουν να ερμηνεύσουν την φύση και όχι να την αλλάξουν, πορευόμενοι εντός της Πόλεως με τον Θεό και τον Νου, ώστε προοικονομούν και προαναγγέλλουν τον Όντα. Συναινώντας στην μετοχή του Όντος στον ξυνό λόγο της Πόλεως, τον προβιβάζουν έναντι της ακοινώνητης φιλοσοφικής μονάδας των φυσικών φιλοσόφων και έτσι προλειαίνουν την Ύπαρξη.

Ωστόσο βρίσκονται ακόμη πολύ μακριά από την κορυφή.

Με την ανάβαση του προ-πλατωνικού στοχασμού από τις τραχειές παρειές της μεταφυσικής στις υψιπετείς κλιτύες της οντολογίας του Παρμενίδη και της κοσμολογίας του Εμπεδοκλή το περί της Ουσίας ερώτημα μεταστοιχειώνεται στο ερώτημα περί του Όντος, της Ύπαρξης και της Ζωής, με καταφατικές όσο και αποφατικές εκφάνσεις. “Χρὴ τὸ λέγειν τε νοεῖν τ᾿ ἐὸν ἔμμεναι·  ἔστι γὰρ εἶναι, μηδὲν δ΄ οὐκ ἔστιν”, αναγγέλλει ο Παρμενίδης. Το Ὂν υπάρχει διότι το Είναι υπάρχει. Το Είναι παρέχει την δυνατότητα να είναι κάτι Ον. Το Μηδέν δεν υπάρχει, ο Παρμενίδης εισάγει το δόγμα της μη ύπαρξης του Μηδενός, ἐξ οὗ το μη Ὂν δεν υπάρχει:

«Εἰ δ΄ ἄγ΄ ἐγὼν ἐρέω, κόµισαι δὲ σὺ µῦθον ἀκούσας,

αἵπερ ὁδοὶ µοῦναι διζήσιός εἰσι νοῆσαι·

ἡ µὲν ὅπως ἔστιν τε καὶ ὡς οὐκ ἔστι µὴ εἶναι,

Πειθοῦς ἐστι κέλευθος – Ἀληθείῃ γὰρ ὀπηδεῖ -,

ἡ δ΄ ὡς οὐκ ἔστιν τε καὶ ὡς χρεών ἐστι µὴ εἶναι,

τὴν δή τοι φράζω παναπευθέα ἔµµεν ἀταρπόν·

οὔτε γὰρ ἂν γνοίης τό γε µὴ ἐὸν – οὐ γὰρ ἀνυστόν –

οὔτε φράσαις·»

  Είτε, λοιπόν, το Έν υπάρχει και δεν μπορεί να μη υπάρχει είτε, πάλιν, δεν υπάρχει και είναι ανάγκη να μη υπάρχει – όπερ άτοπον. Το ανοικτό αλλά δογματικό λόγῳ της άρνησης του Μηδενός σύστημα ερμηνείας του Κόσμου που εισάγει ο Παρμενίδης είναι Ψευδές και τοιουτοτρόπως προαναγγέλλει όλα τα Ψευδή δογματικά μεταφυσικά συστήματα της φιλοσοφίας και της ιστορίας. Εν τούτοις, ο Παρμενίδης είναι ο σκαπανεύς που διανοίγει την οδό, διότι δίχως αυτόν ο Εμπεδοκλής δεν θα εύρισκε τον δρόμο. Έκτοτε η αλήθεια είναι η α-λήθη, η άρση της λήθης, αλλά και η αλη-θέα, δηλαδή η άλλη, η άνω θέα. “ … τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστίν τε καὶ εἶναι.”. Στον προ-πλατωνικό στοχασμό, όπως εδώ ορίζει και ερίζει ο Παρμενίδης, δεν υφίσταται η διάκριση υποκειμένου-αντικειμένου. Το Νοείν (υποκείμενο) είναι ταὐτόν με το Εἶναι (αντικείμενο). Το Λέγειν είναι η διάσταση του Εἶναι και του Νοεῖν στην πρωταρχική τους συνοχή, δηλονότι η διάσταση του Λόγου και του Κόσμου ήδη αναγγέλλεται – και ιδού ο στοχασμός που εκπίπτει σε φιλοσοφία, όπου ο Πλάτων είναι παρών. Έκτοτε η συμφωνία Λόγου (διανοίας-υποκειμένου) και Κόσμου (όντος-αντικειμένου) άγει μεν στην ορθότητα μέσῳ της ομοίωσης αλλά όχι στην αλήθεια. Η ερμηνεία του Είναι ως όντος είναι το πέρασμα του Είναι από την ταύτιση στην μέθεξη της ουσίας. Εντός της φύσεως η διάσταση του Νοείν από το Είναι άγει στην διανοιγόμενη προφάνεια του Φαίνεσθαι και του Γίγνεσθαι. Στο Γίγνεσθαι φανερώνεται η γνώση. Στο Φαίνεσθαι κρύπτεται η αλήθεια. Φύσις είναι η έλευση του Όντος στο Εἶναι. Το τέλος του Εἶναι θα σήμαινε την μετάβασή του στο Μηδέν, όπερ άτοπον. “Επεί νῦν ἔστιν, οὐδέ ποτ᾿  ἦν οὐδ ἔσται”. Επειδή υπάρχει, δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει. Ο Παρμενίδης τοποθετεί το Ὂν εκτός χρόνου στο ανώλεθρο Ἕν, ανατρέποντας διαλεκτικά την εμπειρία. Το Ὂν του Παρμενίδη υπάρχει αλλά δεν ζει. “Ἦν ἀεὶ καὶ ἐστίν καὶ ἔσται”. Υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει.

 

Ο Εμπεδοκλής εφοδιάζει το Ὂν με υπαρκτότητα, χρονικότητα και ιστορικότητα, δηλαδή του χαρίζει την Ζωή, ήγουν το καθιστά Ὄντα (Ὤν). Το Ὂν του Εμπεδοκλή και υπάρχει και ζει. Ο Παρμενίδης καταφάσκει το όν. Ο μαθητής του Ζήνων, πατέρας της διαλεκτικής, αποφάσκει το μη όν, θεμελιώνει ήγουν οντολογικά το Μηδέν. Στα παράδοξά του, η επ’ άπειρον διαιρετότητα της ύλης και του χρόνου συνδέει τον χώρο με τον χρόνο. Ο Ζήνων καταδεικνύει ότι η επ’ άπειρον διαίρεση του συνεχούς οδηγεί σε αντιφάσεις, αφού ένα απειροστό διάστημα δεν είναι μετρήσιμο. Η αντίθεση αποκλείει την αντίφαση ή την προϋποθέτει; Αν δεχτούμε ότι το Εἶναι είναι, ήτοι υπάρχει, αλλά το μὴ Εἶναι δεν είναι, δηλονότι δεν υπάρχει, κατά την διαλεκτική του Σοφιστή καταλήγουμε στο αντίστροφο συμπέρασμα. Για τούτο ο Πλάτων θα ονομάσει τους Ελεάτες στασιώτες του λόγου. Περαιτέρω, όλα είναι δυνατά. Κατά τον Αντισθένη, αφού το μη Ὂν δεν υπάρχει, η πλάνη είναι αδιανόητη, διότι δεν υπάρχει το Ψεῦδος. Και ο Κρατύλος απαντά: το Ὂν είναι αδιανόητο, το μὴ Ὂν δηλονότι το Μηδὲν όχι. Άρα το μὴ Ὂν υπάρχει εντός του Ὄντος.

 

 Ο Αριστοτέλης, τέλος, εισάγει την ιδέα της λογικότητας του Είναι, που αποδεικνύεται μοιραία για την μεταφυσική. Το Συμβάν είναι Σύμπαν όπου το Ὂν είναι η κλήση που καλεί το μὴ Ὄν, ήγουν το Μηδέν, και ο Άριος είναι ὁ Ὤν, δηλονότι η κλήση.

Κάθε τι μεγάλο αρχίζει ως μέγιστο και τελευτά ως ελάχιστο. Έτσι, είναι ο Εμπεδοκλής με τον Κοσμογονικό Κάνναβο που εκτυλίσσει τον μίτο της Ύπαρξης και της Ζωής, αποσπώντας τον από το ανώλεθρο Ἓν όπου αγάλλεται το Ὂν του Παρμενίδη. Ο Εμπεδοκλής ενοποιεί τις θεωρίες του συνεχούς και του διακριτού των φυσικών φιλοσόφων, ψηλαφώντας τα ριζώματα και το φύραμα, δηλονότι τους Τόπους. Ο Εμπεδοκλής είναι ο δεύτερος κβαντικός στοχαστής. Ο κορυφαίος κβαντικός στοχαστής του Αιώνος είναι ο Ηράκλειτος. Δίχως όμως τον Κοσμογονικό Κάνναβο του δευτέρου είναι αδύνατον να αφομοιώσουμε τον οντολογικό αυγασμό του πρώτου. Δίχως τον μίτο του Εμπεδοκλή ο φωτεινός λόγος του Είναι παραμένει αφανής, εξ ου και ο Ηράκλειτος απεκλήθη “σκοτεινός” ενώ είναι αειφανής – ο φαεινότερος στοχαστής των αιώνων.

Ο Εμπεδοκλής είναι ο προάγγελος όλων των κοσμογονικών θεωριών αλλά κυρίως ο φυλετικός θεωρός και πατέρας της φυλογονίας και, όπως όλοι οι προ-πλατωνικοί στοχαστές, κομίζει μια ολιστική σύλληψη του κόσμου. Ο κοσμικός κύκλος είναι ο Σφαῖρος, όπου συνυφαίνονται οι δύο αρχές, ο άρρην έρως και η θήλεια έρις. Το φιλοσοφικό όνομα των δύο αρχών είναι το Εράσμιο Εναντιοδρομία και η Αιώνια Επιστροφή. Ο Κόσμος δεν έχει αρχή (ἦν ἀεὶ καὶ ἔσται) αλλά “ἅπτεται καὶ σβέννυται μέτρα”. Τα τέσσερα ριζώματα της φύσεως που παρεμβάλλονται μεταξύ Ουρανού και Γαίας είναι τὸ Ὕδωρ, ὁ Ἀήρ, τὸ Πῦρ και ὁ Αἰθήρ, που η κβαντική φύση τους είναι σωματοκυματιδιακή και πάλλονται σε αντίστοιχες συχνότητες και μήκη κύματος, η δε φυσική μείξη τους σε ποικίλες αναλογίες αποτελεί το Φύραμα, πρώτη ύλη της μετατροπής της Ύπαρξης σε Ζωή και αντιστρόφως. Ίσες μεν δόσεις των τεσσάρων ριζωμάτων δημιουργούν τον Ἰχῶρα, δηλαδή το αίμα των θεών – άνισες δε το αίμα των θνητών (βροτῶν). Το παλιρρέον αίμα αναγορεύει ως κέντρο του φυλετικού σώματος (δέματος) του βροτού την καρδία (κέαρ Διός) αντί της κεφαλής (κάρα Βροτού).

Τέσσερεις είναι οι οντολογικές βαθμίδες ή ουσίες της Ύπαρξης. Στο γαιώδες ή εριχθόνιο ρίζωμα του Ύδατος αναλογεί ο όμοιος ή οικείος Βροτός και το φυλετικό σώμα (δέμας-ένστικτο). Στο υποσελήνιο ή χθόνιο ρίζωμα του Αέρος αναλογεί ο ἀγαυός ή ἕρκειος Ήρως και το αστρικό σώμα (έρως-αίσθημα). Στο ηλιακό ή πλανητικό ρίζωμα του Πυρός αναλογεί ο όμορος Δαίμων και το αιθερικό σώμα (βούληση-βίωμα). Στο ζωδιακό ή αστρικό ρίζωμα του Αιθέρος αναλογεί ο πατρῷος Θεός και το ουράνιο σώμα (αρμονία-νόημα). Η ατομική ψυχή δεν υπάρχει αλλά υπάρχουν τα τέσσερα ενδιαιτήματα του βροτού που επιχειρούν την αμ-βροσία δηλονότι την υπέρβαση της θνητότητας, μέσῳ της ανά-πτησης και της θυσίας του εαυτού.

Τα γένη των θνητών συντηρούν την γαιοφυλετική ανάμνηση: Επτά είναι οι γήινες φυλές και επτά οι υποφυλές τους, αντίστοιχες προς τα ριζώματα. Αιθερία (αιθήρ) – Υπερβορεία (πυρ) – Λεμουρία (γαία) – Ατλαντεία (ύδωρ) – Αρία (αήρ) – Υπερβορεία (πυρ) – Αιθερία (αιθήρ). Με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός ο πατρώος θεός θέει (:σπεύδει, τρέχει) προς την θέα ἐξ οὗ και είναι πανταχού παρών. Το ουράνιο σώμα θέει ταχύτερα από τον χρόνο, ιδού η μαντεία. Το κβαντικό συμβάν είναι Ύπαρξη, το χωροχρονικό γεγονός είναι Ζωή. Τα γεγονότα έχουν χρόνο και χώρο, τα συμβάντα έχουν κβαντικό σήμα. Κάθε κόμβος του Κοσμογονικού Καννάβου είναι Όν. Είναι όντες που υπάρχουν αλλά δεν ζουν όπως οι Θεοί και όντα που ζουν αλλά δεν υπάρχουν όπως οι Θνητοί. Ο πατρώος θεός, ο ὅμορος δαίμων και ο ἀγαυὸς ἥρως υπάρχουν μεν, αλλά ζουν μόνον εντός της Πόλεως – στην Εστία και τον Βωμό, τον Ναό και το Άγαλμα, όπου έχουν ως βάθρο τους την ζωή των βροτών. Στους Καθαρμούς ο Εμπεδοκλής ιχνηλατεί το πεπρωμένο των ψυχών, δηλαδή την ανάπτηση του βροτού προς το θείο διά μέσου των τεσσάρων κβαντικών ενδιαιτημάτων του. Ο Εμπεδοκλής θέτει το Πάνθεον στον Κόσμο, το Ἀγαστὸν Θόον, ήτοι το Ἀγαθόν.

Στην κορυφή του τετρακτυϊκού όρους του Αρίου Λόγου και της Οντολογίας δεσπόζει ο μέγιστος κβαντικός στοχαστής των αιώνων, ο αλεξίθεος Ηράκλειτος. Αινικτής και κρυπτικός, οιονεί χρησμοδοτικός και αποφατικός, καθορίζει διά της ολότητος των γεγονότων όχι μόνον όσα συμβαίνουν αλλά και όσα δεν συμβαίνουν, δηλαδή μεταστοιχειώνει τα χωροχρονικά γεγονότα σε κβαντικά συμβάντα ήτοι συμπαντικά σήματα. Ο Ηράκλειτος δεν διαλέγεται αλλά μηνύει, δεν διδάσκει αλλά μυεί, δεν λέγει αλλά φανερώνει, δεν κρύπτει αλλά σημαίνει. Οι ερωτήσεις του αναγγέλλουν και απαγγέλλουν τις απαντήσεις, όπου το μονοσήμαντο του λόγου υποσκάπτεται. Ο αποφατικός και αποφαντικός Λόγος του παραβιάζει πρωθύστερα τις λογικές αρχές της ταυτότητας, της αντίφασης, του αποκλειομένου τρίτου, του αποχρώντος λόγου και του αιτιώδους συνδέσμου, διότι ταυτίζεται με το Είναι δηλονότι είναι Αληθής. Το Είναι, είναι βλέμμα και ρήμα, όπου ὁρᾷ τα πάντα κατ᾿  ἔριν γίγνεσθαι και κατ᾿  ἔρωτα εἶναι, αφού το Εἶναι είναι κυριολεκτικά συνδεδεμένο με το γίγνεσθαι στον αόριστο και τον παρακείμενο χρόνο: εγενόμην, γέγονα. Το Φαίνεσθαι είναι το Γίγνεσθαι του Εἶναι. Ο Κόσμος  μαγνητοκαλεί την θέα του και ο Λόγος μαγνητοκαλεί την ηχώ του. Ο Ηράκλειτος είναι ο πιλότος του σύμπαντος, διότι στον στοχασμό του αποκαλύπτεται η αιώνια δομή του κόσμου. Μια φορά στην απαρχή του στοχασμού άστραψε η ουσία της γλώσσας στο ξέφωτο του Είναι: Ο Λόγος ενώνεται με τον Κόσμο.  

“Ταυτὸν δ᾿ ἐστί νοεῖν τε καὶ οὔνεκέν ἐστι νόημα. Οὐ γὰρ ἄνευ τοῦ ἐόντος, ἐν ᾧ πεφατισμένον ἐστίν, εὑρήσεις τὸ νοεῖν”, λέγει ο Παρμενίδης.

Στην γλώσσα του Ηρακλείτου τούτο σημαίνει ότι προϋπόθεση της νόησης δεν είναι απλά το Ὂν αλλά η ύπαρξη, ο Ὤν, διότι δεν μπορεί να νοηθεί ό,τι δεν υπάρχει. Η Ύπαρξη είναι η ἔκ-στασις, ήγουν η έξοδος της Ουσίας από τον εαυτό της. Ο Ηράκλειτος βλέπει διότι διαθέτει επτά αισθήσεις, την ενόραση και την διακοή πλέον των πέντε κοινών. Έτσι δεν διακρίνει μόνον τα όντα αλλά τους όντας και τις κοσμικές διεργασίες και ροές που τους διέπουν, δηλονότι τα συμβεβηκότα του Όντος, την υπαρκτικότητα, την χρονικότητα και την ιστορικότητα. Το Ὂν αλλάζει κατά τα συμβεβηκότα αλλά όχι κατά τον ροῦν και την ταυτότητα της ουσίας του. Παρά την διαρκή ρευστότητα όλα μένουν σταθερά λόγῳ του μέτρου, άλλως η αλλαγή δεν ανήκει στο Ταὐτόν, παρά στο Θάττερον. Ο Ηράκλειτος θεώμενος τον κόσμο στην χρονικότητα και την ιστορικότητά του γιγνώσκει ότι δεν υπάρχει ζωή πέραν του σώματος, δηλαδή του δέματος του βροτού που δίδει την μορφή και τα όρια στο σώμα, παρά μόνον η ύπαρξη του ήρωος, του δαίμονος και του θεού. Γι’ αυτό ο θεός και ο δαίμων επιζητούν την ποιμαντορία στο δέμας του βροτού, για να ζήσουν. Ο πατρώος θεός και ο όμορος δαίμων διψούν όχι μόνον τον χρόνο και την ιστορία αλλά και το αίμα της Πόλεως. Παρίστανται στην Πόλι και ποιμαίνουν τον βροτό από δίψα ζωής, άλλως υπάρχουν αλλά δεν ζουν. Έρως είναι η δίψα Ζωής των Θεών και των Δαιμόνων. Πόλις είναι ο πόλος των αεί πελαζόντων, όπου ο θνητός ανήκει στην γέννηση, τον θάνατο και την ζωή και ο βροτός στην γένεση, την αμβροσία και την ύπαρξη. Το αίμα του βροτού είναι το ίαμα του θεού, ο βροτός είναι δυνητικά θνητός και βουλητικά ἄμ-βροτος. Ο δαίμων παραχωρεί μερίδιο ύπαρξης στον βροτό εις αντάλλαγμα μεριδίου ζωής. Τον ήρωα πλάθει (φαίνει) η υπέρβαση του μέτρου, δηλονότι η θυσία του βροτού ως υπέρβαση του εαυτού χάριν της Πόλεως και είναι πάντα αρμονικός (Απόλλων – Ουσία) και συνάμα τραγικός (Διόνυσος – Ύπαρξη) στον χρόνο και την ιστορία. Η ζωή είναι για τον βροτό άθλημα αμβροσίας, άλλως το σώμα επιστρέφει στην τέφρα του προγονικού αίματος. Μέτρο είναι ο κανόνας της ασταθούς ισορροπίας, της τίσεως και της τάξεως, του Ἐγὼ που γίγνεται Ἐδῶ.

 

Ζεύς-Διός σημαίνει Ύπαρξη, Ζήν-Ζηνός σημαίνει Ζωή. Η αστραπή και ο κεραυνός είναι το βλέμμα και το ρήμα του Ζηνός. Λόγος είναι ο διάλογος με την φύση, όπου η οντική ψυχή, σπίθα της αστρικής ουσίας, ανήκει προσωρινά μόνο στον βροτό σαν να την έχει δανεισθεί από τον κόσμο. Καταλαμβάνει το σώμα ως παλίρροια και αναδεύεται μέσα στο σύμπαν όπου όλα είναι πλήρη θεών, δαιμόνων και ηρώων. Η ατομική ψυχή απλώς δεν υπάρχει. Η υπερατομική μεριστή ψυχή που επιβιώνει κάθε γένους είναι η αμβροσία του ήρωα. Το Ὂν φανερώνεται στο παρόν που δεν είναι χρόνος, αλλά είναι. Το παρόν δεν είναι το τώρα ή η στιγμή αλλά το παρά-το-Ὂν δηλονότι το φωτοστέφανο του ενθαδικού Είναι (Dasein), όπου το Ὂν προβαίνει στο Φαίνεσθαι. Το μὴ Ὂν είναι το μηδέν του Ὄντος, που φανερώνεται στο Εἶναι μόνον καθώς το Ὂν υπερβαίνει τον εαυτό του, αφού μέσῳ αυτού και μόνον υπάρχει, καθώς το Εγώ γίγνεται Εδώ. Το όμορφο έχει ορίζοντα το άμορφο, ο βροτός συμφωνεί με τον εαυτό του μόνον σε αντίθεση με αυτόν. Ο Κόσμος έχει διάρκεια όχι αρχή, όπου Σύμπαν είναι η παρούσα όψη του, παρ-ούσα ουχί χρονικά αλλά οντολογικά, όπως το Έν που προηγείται των πολλών εκεί που ο χρόνος είναι ο κυρίαρχος του κοσμικού παιγνίου. Ο κόσμος δεν μπορεί μεν να είναι αιώνιος και να έχει γεννηθεί, ό,τι δε γίγνεται και απογίγνεται αενάως δεν είναι φθαρτό και γεννητό. Στην αιθερία πνοή του αντηχείου του Λόγου κάθε στοιχείο ατομικότητος εξαφανίζεται.

 

Η συνάντηση του Κοσμογονικού Καννάβου και της υλοενέργειας είναι η Ζωή. Ο κοσμογονικός κάνναβος είναι η σκοτεινή υλοενέργεια που αναζητεί η σύγχρονη φυσική όπου η ενέργεια είναι η κβαντική όψη του αιθέρα. Ο ενεργειακός πόντος είναι αιθερική βιοθάλασσα, όπου η συνάντηση με τα σώματα είναι η ζωή των όντων. Εκεί συντελείται μέσῳ των τεσσάρων ριζωμάτων και του φυράματος ο μετασχηματισμός της λεπτοφυούς ποιητικής θέασης της κοσμικής διαδικασίας σε κρυπτοφανή υλική ουσία. Η τροπή είναι η ταλάντωση μεταξύ των δύο πόλων, όπου η αφανής Αρμονία, κόρη του Άρεως και της Αφροδίτης, ήτοι της Ἔριδος και του Ἔρωτος, δονεί τον κάνναβο ἐν βορβόρῳ βαρβαρικῷ. Ἓν πάντα, είναι η δυναμική πολικότητα και αλήθεια, η φανέρωση των όντων από την αφάνεια και την λήθη. Η έμπνευση και η διαίσθηση είναι έλευση στο Εἶναι, όπου το όνομα είναι μέρος της ουσίας, άρα τα ποικίλα ονόματα των θεών είναι εκδηλώσεις της ουσίας τους. Ο Απόλλων είναι ο Α-πολλών, η ενότητα βλέμματος και ρήματος δηλονότι το Ἓν και η αρμονία, ενώ ο Διόνυσος, ο Δίας νύσσων, η πολλαπλότητα της θέας και της ηχούς, του θεάματος και του ακροάματος, δηλαδή το Μηδέν και η τραγωδία. Κατά την στιγμή της θυσίας του βροτού οι φύλακες της κοσμικής δικαιοσύνης αναμειγνύονται με το ουράνιο φως και το αστρικό πυρ ταλαντώνεται σε δονήσεις μεγίστου πλάτους και υψίστης συχνότητας. Εκεί η ηρωική ψυχή αποσπά το μέγιστο μερίδιο του θείου λόγου. Το Σύμπαν γίγνεται ο μόρος του Εαυτού του και ο Νόος εντός της Πόλεως γίγνεται Ναός, όπου κατόπιν πήγνυται ως Νόμος. Το Ὂν αποκαλύπτεται μέσα στην μορφή για τον Έλληνα, όχι για τον Ιουδαίο. “Ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου”, λέγει η Βίβλος. “Κάλλιστον κόσμος, ποίημα γὰρ θεοῦ”, λέγει ο Μῦθος. Στον μύθο δεν υπάρχει δόγμα και, επομένως, προσηλυτισμός. Στην Βίβλο δεν υπάρχει βίωμα αλλά προπατορικό αμάρτημα, επομένως “θανάτῳ ἀποθανεῖσθε”.

 

Τα ανάλεκτα του Ηρακλείτου είναι οι σκόπελοι της θείας σοφίας, όπου σοφία, το σὸν Φάος. Η ερμηνευτική τους απαιτεί τον άμεσο συγχρωτισμό και την εγρήγορση και ουχί τον υπομνηματισμό του Θεοφράστου και του Αριστοτέλη, που άγει σε απόλυτη αντίφαση. Εξ αυτών 23 αποστάζουν την Αρία Οντολογία μακράν της επιφανειακού βάθους ομολογίας του Κρατύλου: “Τὰ πάντα ῥεῖ μηδέποτε κατὰ ταὐτὸν μένειν” (402a).

1.“Ἀγχιβασίη” (Diels, 122)

 

Το κραταιότερο ηρακλείτειο απόσπασμα είναι και το συντομώτερο. Το επίρρημα ἄγχι (πλησίον) είναι ομόλογο των προθέσεων αντί και αμφί. Όπως το αντί προβάλλει την αρμονική ενότητα του “εδώ” προς το “εκεί” και  το αμφί  του “εντός” προς το “εκτός”, έτσι το άγχι προβάλλει ως αρμονική ενότητα του “επέκεινα” προς το “ενθάδε”. Το “αγχιβασίη” συνεπώς αποκαλύπτει το ομόλογον ουρανού και γαίας, αποδιδόμενο ως εξής, “όπως άνω έτσι και κάτω”. Κάθε τι επί Γαίας έχει το ομόλογό του στον Ουρανό, ώστε να είναι αναγκαία η συμπόρευση κοινωνείν και μετέχειν. Μετέχει ο ών που εγρηγορεί, εγειρόμενος εκ της λήθης (γαία-κοινωνείν) και υψούμενος προς τον κοσμικό λόγο (ουρανός-μετέχειν), εξ ου αντλεί ενέργεια. Αγχιβατεί ο βροτός ήρως, περιπτυσσόμενος τον δαίμονα (σωκρατικό δαιμόνιο) σε θεοθρέμμονα σιγή. Ἀγχιβασίη είναι η κλίση και η κλήση του Όντος προς ουρανοδρομία δηλονότι μετεωροπορεία ανάμεσα στην Ζωή και την Ύπαρξη υπεράνω της αβύσσου του Μηδενός. Αλήθεια είναι η έγερση του Όντος από την λήθη στον ορίζοντα του Είναι

 

  1. “Ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὠυτή” (Diels, 60)

 

Η Αλήθεια της Γαίας είναι η θέα του Ουρανού. Το συμπαντικό αστρονομικό σύστημα Άστρο-Δορυφόρος-Πλανήτης δεν είναι απλώς μια κοσμολογική σταθερά, είναι μια οντολογική αρχή. Η θέα του Ουρανού από κάθε Πλανήτη διέπεται από την αναλλοίωτη κοσμική ακολουθία που ορίζει την Ζωή και την Ύπαρξη: Πλανήτης-Δορυφόρος-Άστρο-Σύστημα-Απλανείς. Για την Γη η κοσμική και οντολογική άλυσος είναι η ακόλουθη: Γαία-Σελήνη-Ήλιος-Πλανήτες-Ζωδιακός. Η συζυγία Ηλίου-Σελήνης καθορίζει επί γης τα Φύλα του όντος: Άρρεν και Θήλυ. Η τριττύς Γαίας-Σελήνης-Ηλίου καθορίζει επί γης τα τρία Γένη του όντος, Αρσενικό, Θηλυκό και Ουδέτερο, τουτέστιν τις τρεις επίγειες Φυλές. Ο Ήλιος είναι εκπομπός του Φάους, η Σελήνη είναι ο δέκτης και ανακλαστήρ και η Γαία ο συλλέκτης του Φάους. Το πρώτο γένος, η Λαμπρή Φυλή, είναι το άρρεν κάτοπτρο του ηλιακού φάους. Το δεύτερο γένος, η Ωχρή Φυλή, είναι το θήλυ έσοπτρο του σεληνιακού φάους. Το τρίτο γένος, η Τεφρή Φυλή, είναι ο ουδέτερος ταμιευτήρ του γήινου φάους. Εκάστη Φυλή εκπληρώνοντας τον ειδικό σκοπό της ενσαρκώσεώς της επιτελεί τον γενικό σκοπό του Ηλιακού Λόγου. Η Λαμπρή Αρία Φυλή επιστρέφει στον πατέρα Ήλιο, η Ωχρή Κίτρινη Φυλή επιστρέφει στην μητέρα Σελήνη και η Τεφρή Μαύρη Φυλή αποθέτει την τέφρα της στην Γαία. Πέραν των τριών, η υπέρλαμπρη είναι η Υπερβορεία Φυλή που αναλογεί στο Πλανητικό Σύστημα και η Αιθερία, η Φυλή που αντιστοιχεί στην θέα του Ζωδιακού. Οι Φυλές υπάρχουν και η Ύπαρξή τους είναι Συμπαντική, Οντολογική και Κοσμολογική Σταθερά. Η φυλετική ενδογαμία έχει ως έπαθλο τον Ουρανό. Η φυλετική επιμειξία είναι ύβρις, που έχει ως τίσιν της την Γαία.  

 

  1. Γραφέων ὁδὸς εὐθεῖα καὶ σκολιὴ μία ἐστὶ καὶ ἡ αὐτή. (Diels, 59)

 

Η ατραπός της ανελίξεως είναι ελικοειδής, διότι ανερχομένη, κατέρχεται.

 

4.“Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ” (Diels, 123) 

 

Η φύσις όπου το Ὂν φύεται μεταξύ ουρανού και γαίας είναι το φύραμα (σωματικό όνομα) ή φάσμα (κυματικό όνομα), ήτοι η ορθή αναλογία των τεσσάρων κβαντικών ουσιών, ύδατος-αέρος-πυρός και αιθέρος. Η φύσις δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της στο θνητό δέμας αλλά στον βροτό ήρωα που αγχιβατεί.

 

5.“ …ἀληθέα λέγειν καὶ ποιεῖν κατὰ φύσιν ἐπαΐοντας” (Diels, 112)

 

Αλήθεια ή αληθέα είναι η άλλη θέα, η θέα του όντος που λέγει και ποιεί τὰ ἀληθέα (= τὰ ἀληθῆ) και είναι κατά φύσιν επαΐων ή δαήμων δηλονότι δαίμων. Η αλήθεια προβάλλει στο ξέφωτο του Εἶναι, είναι το φωτοστέφανο του βροτού όπου ενδιαιτάται ο δαίμων και ο θεός, μεταστοιχειώνοντας την ζωή του βροτού σε άθλημα αμβρότου υπάρχειν.

 

6.“οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑωυτῷ ὁμολογέει·  παλίντροπος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης” (Diels, 51).

 

Ο εαυτός υπάρχει μόνον ως υπέρβαση του εαυτού του, όπου η αρμονία είναι η πολική ενότητα όντος και μη όντος και τραγωδία η διχοστασία τους. Το Ὂν είναι ο παλμός ανάμεσα στο Εἶναι και το Μηδέν. Το τόξο είναι το θεώμενο βλέμμα, η λύρα είναι το ακροώμενο ρήμα.

 

  1. “ Ἁρμονίη ἀφανής, φανερῆς κρείττων” (Diels, 54)

 

  1. “τῷ τόξῳ ὄνομα βίος ἔργον δὲ θάνατος” (Diels, 48)

 

  1. “Ποταμοῖς τοῖς αὐτοῖς ἐμβαίνομέν τε καὶ οὐκ ἐμβαίνομεν, εἶμέν τε καὶ οὐκ εἶμεν” (Diels, 49)

 

10.“Ὁ ἄναξ οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει ἀλλὰ σημαίνει” (Diels, 93)

 

Ο άναξ Απόλλων είναι ο Α-πολλών, ο αρνητής της πολλαπλότητας και εγγυητής της απλότητος ή ενότητος, είναι το βλέμμα και το ρήμα του όντος. Λόγος του Απόλλωνος δεν είναι το λέγειν (γνώση) ούτε το κρύπτειν (λήθη) αλλά το σημαίνειν, ήτοι η αλήθεια της αρμονίας.

Ο έπηλυς Διόνυσος είναι ο Δίας-νύσσων, ο αρνητής της απλότητος και εγγυητής της πολλαπλότητος, το θέαμα και το ακρόαμα του όντος. Λόγος του Διονύσου δεν είναι το λέγειν (γνώση) ούτε το κρύπτειν (λήθη) αλλά το σημαίνειν, ήτοι η τραγωδία της αληθείας.

Η απολλώνεια Αρμονία (Λόγος) και η διονυσιακή Τραγωδία (Κόσμος) είναι η ατραπός της Αληθείας. Η θέα του βλέμματος και η ηχώ του ρήματος είναι το σήμα δηλονότι το Συμβάν ή άλλως Μύθος, που ερωτά κατά τον τρόπο του Είναι.

 

  1. “Οὐκ ἐμοῦ ἀλλὰ τοῦ λόγου ἀκούσαντας, ὁμολογέειν σοφόν ἐστιν ἓν πάντα εἶναι” (Diels, 50)

Λόγος και Κόσμος (Παν) είναι Έν.

 

  1. “Κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ’ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα” (Diels, 30)

 

  1. ” Ἀθάνατοι θνητοί, θνητοὶ ἀθάντατοι, ζῶντες τὸν ἐκείνων θάνατον, τὸν δὲ ἐκείνων βίον τεθνεῶτες ” (Diels, 62)

 

Οι αθάνατοι θνητοί είναι οι βροτοί και οι θνητοί αθάνατοι οι ήρωες, που ασκούνται στο άθλημα της αμβροσίας. Η βούληση του βροτού, χάρισμα του ομόρου δαίμονος, κατατείνει στην ηρωική υπέρβαση της θνητότητος. Η γαιώδης φύση του θνητού μαγνητοκαλεί τον βροτό στην τέφρα του προγονικού αίματος. Ο θάνατος και η εκπύρωση του δέματος του βροτού πυροδοτεί το πέρας της ζωής του πατρώου θεού. Ο βίος του βροτού είναι συνάμα ζωή και ύπαρξη. Ο βίος του θεού είναι συνάμα ύπαρξη και ζωή. 

 

  1. “Νέκυες γὰρ κοπρίων ἐκβλητότεροι ” (Diels, 96)

 

Οι νεκροί είναι αχρηστότεροι από την κοπριά, διότι απώλεσαν την ζωή του δέματος και έπαψαν να είναι βροτοί, δηλαδή δεν διαθέτουν την βουλητική υπέρβαση της θνητότητος προς την αμβροσία. Έτσι έπαψαν να είναι κατοικία των δαιμόνων και των θεών που διψούν αίμα και σώμα, φυσικό ενδιαίτημα για να μεταστοιχειώσουν την ύπαρξή τους σε ζωή στους κόλπους της Πόλεως. Οι νεκροί (νέκυες) έπαψαν να μαγνητοκαλούν τους ερκείους ήρωες, τους ομόρους δαίμονες και τους πατρώους θεούς και οδεύουν στην τέφρα του προγονικού αίματος.  

 

  1. “Αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων. Παιδὸς ἡ βασιλίη” (Diels, 52)

 

Παίκτης είναι ο βροτός που αθλείται στο άθλημα της αμβροσίας. Κύριος του σύμπαντος, κερδίζει είτε την υπέρβαση της θνητότητος ως έρκειος ήρως, όμορος δαίμων και πατρώος θεός μετεωριζόμενος υπεράνω της αβύσσου του Μηδενός είτε κατακρημνίζεται από το κρηπίδωμα του όντος στα κράσπεδα του ανδραποδώδους πλήθους και του θανάτου, στην τέφρα του προγονικού αίματος. Η βασιλεία ανήκει στον Παῖδα-Παίκτη, αθλητή-ρέκτη της αμβροσίας.

 

  1. “Ἀρηιφάτους θεοὶ τιμῶσι καὶ ἄνθρωποι” (Diels, 24)

 

Θεοί και βροτοί τιμούν τους ηρωικά πεσόντες που προτάσσουν την θυσία του εαυτού χάριν των καθολικών αξιών της Πόλεως. Θυσία είναι η ταύτιση Βροτού και Αξίας, το άλμα και συνάμα το άρμα του Όντος υπεράνω του Μηδενός, η εισπίδυση της Ζωής στην Ύπαρξη τελευτούσης της Ζωής, η Ελευθερία.

 

  1. “Μόροι μέζονες, μέζονας μοίρας λαγχάνουσι” (Diels, 25)

 

  1. “ αἱρεῦνται γὰρ ἒν ἀντὶ ἁπάντων οἱ ἄριστοι, κλέος ἀέναον θνητῶν· οἱ δὲ πολλοὶ κεκόρηνται ὅκωσπερ κτήνεα ” (Diels, 29)

 

  1. “Τὰ δὲ πάντα οἰακίζει κεραυνός” (Diels, 64)

 

Η αστραπή και ο κεραυνός, το βλέμμα και το ρήμα, του Ζηνός που κυβερνά την ζωή και του Διός που κυβερνά την ύπαρξη. Εκτός της Πόλεως ο βροτός δεν ζη, ο θεός δεν υπάρχει. Ο βροτός-άμβροτος και ο πατρώος θεός ζουν μόνον εντός της Πόλεως. Οι θεοί ή είναι πατρώοι ή δεν υπάρχουν.

 

  1. “Ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων” (Diels, 119)

 

Ήθος του βροτού είναι η βούλησή του, που την ορίζει ο όμορος δαίμων σε αρμονία με το έθος της πόλεως, που ορίζει ο πατρώος θεός και ο έρκειος ήρως.

 

  1. “ εἰδέναι δὲ χρὴ τὸν πόλεμον ἐόντα ξυνόν, καὶ δίκην ἔριν, καὶ γινόμενα πάντα κατ᾿ ἔριν καὶ χρεών ” (Diels, 80)

 

  1. “ Εἷς ἐμοὶ μύριοι, ἐὰν ἄριστος ᾖ ” (Diels, 49)

 

  1. “Νόμος καὶ βουλῇ πείθεσθαι ἑνός ” ( Diels, 33)