ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: Ριζοσπαστικὲς Ἀμφίσημες Προσεγγίσεις. [Μέρος 1ον]

Παρουσιάζουμε σε δύο μέρη, με την άδεια του συγγραφέως Γ. Καλουπτσίδη, ένα αξιόλογο βιβλίο με τίτλο: «Ριζοσπαστικές Αμφίσημες Προσεγγίσεις». Το βιβλίο περιλαμβάνει σειρά κειμένων δοκιμιακού χαρακτήρος, το περιεχόμενο των οποίων κινείται στην πολιτικο-ιστορική και φιλοσοφική σφαίρα των ιδεών μας. Πρόκειται για κείμενα που δικαιολογούν τον (κάπως προκλητικό και σίγουρα αινιγματικό) τίτλο του βιβλίου, καθώς τα θιγόμενα θέματα προσεγγίζονται με τρόπο που μπορεί να χαρακτηρισθεί οξύς, τολμηρός και ριζοσπαστικός – όχι, βεβαίως, με την έννοια της ανατροπής της Παραδόσεως αλλά με την έννοια της ρήξεως με την συστημική ορθοπολιτική προπαγάνδα της εποχής μας.

Τα κείμενα του βιβλίου διαπνέονται επίσης από διακριτική αμφισημία, στον βαθμό που ο συγγραφέας – που δίδει έντονα προσωπικό τόνο στην γραφή, όπως υποδηλώνει και η συχνή χρήση πρώτου προσώπου – προσπαθεί να αποφύγει τις μονοσήμαντες τοποθετήσεις, αναζητώντας, κατά το δυνατόν, τις συνθέσεις, την μεσότητα, θα λέγαμε, ιδίως επί θεμάτων που συνηθέστατα εγείρουν αντιγνωμίες, όπως επί παραδείγματι στο ζήτημα του Χριστιανισμού και εν γένει της θρησκευτικότητος.

Χωρίς να υιοθετούμε πλήρως το περιεχόμενο του συνόλου των κειμένων, θεωρούμε ότι είναι αξιοπρόσεκτα, ιδίως μάλιστα εφ’ όσον ληφθεί υπ’ όψιν ότι διατηρούν εκπληκτικά την επαφή τους με την επίκαιρη πραγματικότητα καίτοι πλησιάζουν 10 έτη από την έκδοση του βιβλίου (2014, Εκδόσεις Ερωδιός, απ’ όπου και διατίθεται).

Ο συγγραφεύς, με σπουδές στην ιστορία-αρχαιολογία, έχει ασχοληθεί επί μακρόν με τις Τέχνες, τόσο με την τέχνη του λόγου (πέραν των δοκιμιακών έργων του, όπως το συγκεκριμένο, που παρουσιάζουμε, έχει εκδόσει σειρά ποιητικών συλλογών) όσο και με τις εικαστικές τέχνες – κυρίως με την ζωγραφική αλλά και με το ψηφιδωτό, την σχεδίαση και κατασκευή κοσμημάτων κ.λπ..

[Οι εικόνες με τις οποίες διανθίζουμε το κείμενο αποτελούν έργα ζωγραφικής του ιδίου].

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΚΑΛΟΥΠΤΣΙΔΗ

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΕΣ ΑΜΦΙΣΗΜΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ 1ο

Πιστέψαμε πως αν κατορθώσουμε να αναπτύξουμε στο έπακρο τη νόησή μας κατά το ανθρώπινο δυνατό μέτρο (κι αυτό βάσει τεχνολο­γικής προόδου και ανάπτυξης νέων επιστημονικών τάσεων) θα εγκαι­νιάσουμε τη διάνοιξη νέων φωτεινών οριζόντων που ορίζουμε ως διό­δους προς μια φυλή ημίθεων και για τους πιο απερίσκεπτους Θεών. Φτάσαμε μάλιστα στο σημείο να στοχαζόμαστε, να συμπεραίνουμε, να συγγράφουμε, να φανερώνουμε στις πλατειές λαϊκές μάζες (μέσω των Μ.Μ.Ε. ελέγχου) και τη διοργάνωση σ’ αυτά συζητήσεων-μονόλογων ότι η νέα πραγματικότητα όλων μας (γιατί όλα συνηθίζεται να δίνο­νται υπό δημοκρατικό προσωπείο) δεν θα είναι παρά η κατάληξη ενός αγώνος που πασχίζει στις δυνατότητες της Φαιάς Ουσίας του εγκεφά­λου. Κι εδώ είναι το πιο τραγικό: Λησμονήσαμε ότι οι Θεϊκές τάξεις εμπεριέχουν ως πρώτιστο συστατικό ανώτατα ηθικά υπόβαθρα που συνεχώς αποδεικνύουμε πως στερούμαστε ολότελα, με τις ανθρώπινες παρακρούσεις μας.

Πού θα τα αναζητήσουμε λοιπόν και πώς θα προσθέσουμε πολλές ακόμη ψηφίδες στην εξέγερσή μας μέχρι αυτή να μεταστοιχειωθεί σε επανάσταση; Ίσως με μια αναθεώρηση «κακώς κειμένων» των υπαρχόντων χριστιανικών δογμάτων, μια Ελληνοποίησή τους, μέσα από την ανατροπή της λογιώτατης παράδοσης κατά τον Ίωνα Δραγούμη και την ακλόνητη πίστη στα πολιτιστικά μοντέλα του ηρωικού παρελ­θόντος μας, την μελέτη τους και προσπάθεια για αναζωογόνησή τους με ανένταχτους ατραπούς.

Αναφέρομαι στην ανάγκη για σμίλευση ενός τρίτου οφθαλμού στα ενδότερα της ψυχής μας, πυροπομπού, που θα μας κάψει στιγμιαία και θα αυτοαναιρέσει τις στιγμές της ελληνικής αλαζονείας μας όταν νιώ­σουμε μοναδικοί, αφοριστικά για άλλους πολιτισμούς.

Οι θρησκευτικές τελετές των Ινδιάνων και οι χοροί τους που ενώ­νουν με την κοσμική ψυχή, η θρησκευτική αρχιτεκτονική των Ίνκας και των Μάγιας, η ψυχρότητα των Βίκινγκς και η ακατέργαστη συ­μπεριφορά τους μπρος στο θάνατο (σε αντίθεση με τα ελληνικά μοιρο­λόγια), η σοφία, η λεπτότητα και η νηφαλιότητα καθώς και η καλλιτε­χνική επεξεργασία του φυτικού βασιλείου από τους Κινέζους και Για­πωνέζους και άλλα πολλά, έχουν κάτι να μας πουν.

Ας αρχίσουμε επιτέλους να αφουγκραζόμαστε. Γιατί είναι αλήθεια αυτό που διατύπωσε ο Δ. Σολωμός: «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές». Κι αυτός ακριβώς είναι ο εθνικισμός μου. Από­λυτα αφοριστικός στο συντηρητισμό, υπερεθνικός, υπερβατικός. Στρα­τευόμενος και ποτέ «εν αποστρατεία».

Αρεσκόμαστε συχνά να μυθοποιούμε δόγματα από εσωτερική ανεπάρ­κεια γνώσεων και ανώτατων αισθήσεων και αποστροφή για την ατέλεια. Έτσι κρίθηκε από μας ο Χριστιανισμός ως τέλειος. Πιστεύω ότι ουδέπο­τε υπήρξε τέτοιος. Έχει βέβαια μια αριστεύουσα διάθεση όμως για το λόγο ότι αποτέλεσε αντικείμενο κατώτερης οντολογικής επεξεργασίας, εξανθρωπίστηκε, διασπάστηκε, τόσο που μοιάζει στην τωρινή μορφή του να αναπαριστά ξανά τη δήθεν Μεγάλη Έκρηξη της Δημιουργίας. Κατά τρόπο όμως πλήρους οπισθοδρόμησης και παρακμής. Έτσι έφτα­σε σήμερα να λαμβάνει χροιά συνταγών που ελάχιστα διαφέρουν από τις αντίστοιχες των βιβλίων μαγειρικής. Επέβαλε υπαγορεύσεις περί πληβείας ηθικής, σεξουαλικής, γνωσιολογικής, στοχαστικής φύσεως, ει­σέβαλε στο χώρο της μόδας ακόμη και αφορίζει (από τους πιο συντηρη­τικούς κύκλους του) το «μη πρέπον», προσαρμόζεται στο όποιο εκάστο­τε πολίτευμα, παρουσιάζεται και επιβιώνει. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι σημερινοί πολιτικοί και εκκλησιαστικοί λιποτάκτες «είναι» καλοί Χρι­στιανοί απ’ την άποψη ότι στηρίζουν (στην ουσία αλλοιώνουν) τον ιερό χώρο των Ναών με το διορισμό σε ανώτατα εκκλησιαστικά αξιώματα ανθρώπων εξουσιομανών, διεφθαρμένων, καιροσκόπων, αριβιστών, θρασύδειλων στην ουσία ψευδο-δογματικών, απαραίτητων όμως για τη στερέωση της κρατικής εξουσίας και του κοσμικού Χριστιανισμού.

Το Πατριαρχείο από την άλλη, ουδέποτε ξεκαθάρισε τις θέσεις του απέναντι σε κοινωνικά προβλήματα, ενώ αποδείχθηκε ανίκανο να προτείνει μια τέτοια «επαναστατική» ηθική που να καλύπτει όλες τις εκφάνσεις της πολιτιστικής μας δημιουργίας, μια αρμόζουσα ηθική απόλυτα Ελληνοκεντρική. Εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί από την Πα­λαιοχριστιανική εποχή, (324 – έως αρχές 7ου αι., πτώση αρχαίου κό­σμου), τη διπλωματία, την εξουσία επί όλων των ομόθρησκων, την ιδιοτέλεια, εν τέλει τον εξανδραποδισμό των Ελλήνων. Θα αναφερ­θούν μερικά αποδεικτικά στοιχεία.

Το 324 – έως αρχές 7ου αιώνα καταρρέει ο αρχαίος κόσμος. Σε με­γάλο βαθμό η κατάρρευση ξεκινά με την πτώση του πολιτικού θεσμού του «Βουλευτηρίου». Αντί αυτού η «Επισκοπεία» αναδεικνύεται σε κύρια πολιτική, κοινωνική, οικονομική δύναμη. Έχει αποδειχθεί εξ άλλου ότι η εξουσία φθείρει ακόμη και τους πιο άφθαρτους σε κάποιο βαθμό (δεν ξέρουμε σε ποιο, λόγω ανυπαρξίας επιστημονικών στοιχεί­ων). Αυτή η αναπόφευκτη Περσεφόνη / Σειρήνα δεν θα διστάσει να φθείρει και τους ανθρώπους, την εκκλησία, να τους θανατώσει πνευ­ματικά, αυτούς οι οποίοι με τη σειρά τους θα συμβάλουν στην κατα­στροφή των αρχαίων πόλεων-κρατών, (προσωπική αντίληψη κι ας την αποκρύπτουν οι πανεπιστημιακοί καθηγητές μας, που αποδίδουν την κατάρρευση μόνο στις επιδρομές βαρβαρικών φύλων, σε σεισμούς κ.τ.λ.). Το ότι στην Αλεξάνδρεια ορισμένοι Χριστιανοί καταστρέφουν το Ναό του Σάραπι, είναι ένα δείγμα των όσων προανέφερα. Αντίστοι­χες συμπεριφορές δεν είχαμε από Εθνικούς.

Στη «Μεταβατική Περίοδο», 7ος αιώνας έως 843 μ.Χ., ο αρχαίος κόσμος έχει καταρρεύσει. Οι πόλεις καταστρέφονται, συρρικνώνονται, όσες επιβιώνουν μεταφέρονται υπό διαφορετικές κοινωνικές συνθή­κες. Η Αρχαία Αγορά αντικαθίσταται από εμποροπανηγύρεις. Δεν εί­ναι άραγε κι αυτό μια πολιτική ελέγχου των τέως «τω πνεύματι» αριστευσάντων; (σημ: Η Αγορά στην αρχαιότητα υπήρξε χώρος διακίνη­σης φιλοσοφικών και άλλων ιδεών). Ή μήπως είναι παράλογο να πού­με ότι οι εμποροπανηγύρεις αρμόζουν περισσότερο σε ανθρώπους για τα πανηγύρια; (να μου επιτραπεί εδώ η λαϊκίστικη έκφραση). Οι Ακρο­πόλεις γίνονται διοικητικά κέντρα. Ο Επίσκοπος φαίνεται πως με το ευρύ σύστημα γραφειοκρατίας που καθιερώνει ελέγχει ολοκληρωτικά το λαό. Όλα τα παραπάνω δεν είναι δείγματα στυγνής εξουσίας; Η νέα αρχιτεκτονική θα βασιστεί τώρα στη δημιουργία Παλαιοχριστιανικών Βασιλικών. Η ρήξη με τον αρχαίο κόσμο διαφαίνεται και στο χώρο της Αρχιτεκτονικής, που θεάζει σε υπερβολικό βαθμό. Ο ανθρωποκεντρισμός υποχωρεί.

Μια πλήρης διάσταση και στη ζωγραφική με θετικά ανατολικά και αρνητικά στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν. Ιεραρχία, δημιουργία ιδιά­ζουσας τρίτης διάστασης, «μίμησις προτύπου» ουράνιου, επιβολή του Θείου επί του ανθρώπινου. Όλα όμορφα πλην της απόλυτης στράτευ­σης. Λείπει η αρμονική σύζευξη Θείου-ανθρώπινου που ευτυχώς θα έρ­θει εν μέρει αργότερα στη ζωγραφική των χρόνων των Παλαιολόγων.

Ο αφορισμός του νεοπλατωνικού Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού και του Ιουλιανού δεν υπήρξε άραγε δείγμα ηθικής ανεπάρκειας; Κι αν πούμε καλοπροαίρετα ότι έγινε ως αντίδραση στο φανατισμό των Εθνικών, μια ανώτερη κουλτούρα και ηθική πραγματικότητα που υπε­ραμύνεται της ανοχής, έχει το δικαίωμα να είναι αντιδραστική, τελικά καταστρεπτικώς για τον ίδιο τον εαυτό της;

Το όνομα «Έλλην», αλήθεια, είναι ψέματα πως αντικαταστάθηκε από το «Ρωμιός» μέχρι που να γίνουμε τέκνα της ραγιαδοσύνης; Και αλήθεια γιατί έπρεπε να περιμένουμε τη δυναστεία των Παλαιολόγων για να τολμούμε να αποκαλούμαστε Έλληνες;

Όσον αφορά την περίοδο της Επανάστασης του 1821 αλήθεια το Πατριαρχείο τι έκανε γι’ αυτήν; Ας μη ξεχνάμε ότι η «Πατρική Διδα­σκαλία» που εκδόθηκε από τους ιθύνοντες της «Ιεράς Συμμαχίας» δη­μοσιεύτηκε και στα ελληνικά προθύμως από το Πατριαρχείο. Στο έργο εκείνο αναφέρονταν ότι «η σκλαβιά κάτω από ξένο δυνάστη ήταν έρ­γο του Θεού και ο Αγώνας για την ελευθερία έργο του Σατανά». Πο­λιτική σκοπιμότης; Για να εξυπηρετήσει ποιους και τι σχέδιο;

Αφοριστές λοιπόν της Επανάστασης οι εκκλησιαστικοί μας αξιω­ματούχοι, αντεθνικώς δρώντες, οικειοποιηθέντες αναρίθμητους κλή­ρους, τυπολάτρες, συμπορευόμενοι με την Οθωμανική εξουσία, πολύ διαλλακτικοί σήμερα για να αναχαιτίσουν τον Εβραιοκεντρισμό, κα­θώς και τις παραθρησκευτικές παραφυάδες-κινήσεις που ορκίστηκαν από ιδρύσεώς τους την εξολόθρευση του Ελληνισμού.

Αναγνωρίζω την απέραντη προσφορά των απλών κληρικών και κάποιων ελάχιστων μοναχών ή κληρικών όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός, των διανοούμενων της Εκκλησίας, αγωνιστών όπως ο Παπα-Φλέσσας και πάμπολλων άλλων, όπως και ότι χωρίς την Εκκλησία θα είχαμε αφελληνιστεί και εξισλαμιστεί. Εκφράζεται με πόνο ψυχής όμως η πι­κρία, παρ’ όλη την καλή πρόθεσή μου, για την εθελοτυφλία της Εκκλη­σίας απέναντι στην ελληνική προκλασική αρχαιότητα κυρίως και τέ­λος πάντων για ό,τι μη χριστιανικό με τη στενή έννοια του όρου.

Ας απο-πολιτικοποιήσουμε λοιπόν «εν τέλει» την Εκκλησία μας, ας την εξαγνίσουμε με την έστο3 και βίαιη καθαίρεση ανθελλήνων και διεθνιστών κληρικών ή καλύτερα οικουμενιστών, ας μελετήσουμε και ανακαλύψουμε την εσωτερική διδασκαλία του Ιερού Χριστού και τι θελήσαμε εμείς να έχει διδάξει ο ενδεχόμενος Μύστης.

Απαιτείται τέλος μια νέα Οικουμενική Σύνοδος μικτή με τη συμμε­τοχή και Εθνικών για τον καθορισμό των μελλοντικών σχεδίων της Εκκλησίας έχοντας έτσι μια χρυσή τομή. Ας συμφιλιώσουμε επιτέλους τον Ελληνισμό με κάθε πυρηνική πρωτογενή διδασκαλία προτού ξεκι­νήσουμε την αξιοφόρα εκστρατεία μας. Αυτό που αναμένομε είναι να αφορίσουμε τους αφορισμούς και να αυτοπροσδιοριζόμαστε ως κα­λώς εννοούμενοι «αιρετικοί» κάπου-κάπου και ιδιαίτερα ως ελεύθεροι Πελασγοί. Με ένα ύψιστο όνειρο: Να μη σπουδάζουμε «μάγειροι» σε σχολές ιερών υποθέσεων και να μην εκφυλίζουμε έτσι τη θρησκευτικό- τητά μας σε υπόθεση «μαγειρικής», που και αυτή ακόμα πειραματίζε­ται με πρωτότυπες συνταγές και υλικά τις στιγμές δυσάρεστων παρα­δοσιακών γεύσεων.

Κατ’ ουσία δεν υφίστανται μύστες και μυημένοι, (εξαίρεση γίνεται για τους γνωστούς Μύστες). Μόνο μυημένοι υφίστανται απλά σε διαφορε­τικούς βαθμούς μύησης στην κλίμακα της ιεραρχικής αξιολόγησης. Κι αυτό γιατί είμαστε ανεπαρκείς πνευματικώς, ηθικώς και επίσης πολύ ανθρώπινοι ως προς την υλική φθορά μας. Ακολουθούμε μια φθίνου­σα πορεία που στην ηθική και στο πνεύμα δύναται να αυξηθεί, να αι­ωρηθεί σε χρόνους φωτεινών εκλάμψεων, μέσα από την Αυτογνωσία.

Ωστόσο παραμένουμε εγκλωβισμένοι στο μέτριο «χρυσό» κελί μας συγκριτικά πάντα με την αύξουσα πορεία που ακολουθεί το Μυστήριο της ζωής, οι μετασχηματισμοί του, οι αστρικές επιδράσεις στον πλανή­τη Γαία και γενικά η απύθμενη εσωτερική και εξωτερική γνώση και Σοφία του Σύμπαντος. Η κοσμική ψυχή διαθέτει αρκετή ντροπαλότητα ώστε ποτέ να μην επιδιώξει απόλυτα να αποκαλυφθεί σε μας τους συχνά ξεδιάντροπους.

Για όλους (ωστόσο τους φιλοσόφους και λίγους ποιητές αυτή η Υπέρτατη Κοσμική Ψυχή (anima mundi) προσφέρει μια ευκαιρία προσέγγισής της. Κι αυτή η ευκαιρία μας δόθηκε με τη Θεία Δωρεά του Υψηλού Στοχασμού του πολυσχιδούς, όπως Αυτός εκδηλώνεται μέσα από την Ποίηση και τις όποιες άλλες μορφές έκφρασης διαθέτουμε για προσέγγιση του Μαγικού Κόσμου (π.χ. ζωγραφική, γλυπτική κ.τ.λ.).

Η αληθινή ποίηση είναι λαμπαδηφόρος και δότης του ασύλληπτου. Του ρέοντος που λόγο) της φύσεώς Του δεν εκφράζεται παρά απ’ τους αιφνιδιαστές του, που το γραπώνουν προτού προλάβει να περάσει σε κά­ποια άλλη μορφή και διάσταση. Τελικά μάλλον δεν πιστεύω:» ότι η σω­στή ποίηση είναι μόνο αυτή που ανυψώνει το εγκόσμιο κατά τρόπο έντε­χνο και με κυριολεκτική ανύψωση στο υπερπέραν. Ενδέχεται να είναι γνήσια και αυτή που δεν έχει τις ικανότητες του «μετεωρίζεσθαι», αλλά του «πλανάσθαι» δυσμενώς στη Γαία. Ωστόσο παύει να είναι καθαρώς ελληνική μια που δεν εμφορείται λογισμών θρησκευτικού χαρακτήρος.

Αρκεί αυτή η Γαία να είναι ιδωμένη ως σεβάσμια, θρησκευτική, εξαϋλωμένη, αναγκαία προς ανατροπές. Και όχι ως υπέροχη στην πεζότητά της και στις αφελείς ολόγιομες από ανθρώπινες ατέλειες κοινω­νικές, πολιτικές, θρησκευτικές θεωρήσεις μας που τελικά διαιωνίζουν «τη φρονιμάδα».

Τούτα τα λόγια χλευάζουν ένα μεγάλο μέρος των τωρινών ποιητών, καθώς και όλης της ψευδοριζοσπαστικής μαρξιστικής υποκουλτού­ρας, αυτής της ούτε καν κόκκινης μα ροζιασμένης πανώλης που ερει­πώνει το σύγχρονο πολιτισμό με την ακραία ανηθικότητά της, όσον αφορά την Εστία, το Έθνος, τη ράτσα, τη γλώσσα, την οικογένεια και άλλους πολλούς ιερούς χώρους. Η αληθινή ποίηση οφείλει να γίνει δεσμοφύλαξ των φαύλων, προτού γίνουν εγκλωβιστές και ψυχροί εκτε­λεστές της Ποίησης.

Κάποιοι από μας συχνά οργίζονται και αντιπαραθέτουν το δικό τους Ιδεαλισμό με τη θεωρία του Ανθρωπισμού. Εσφαλμένη αυτή η αντί­δραση και δικαιολογημένη μόνο «κατ’ άμυνα» απέναντι στους καπηλευτές του Ανθρωπισμού. Η αντίθεση μεταξύ των δύο θεωριών είναι μόνο φαινομενική. Οι έννοιες στο βάθος τους είναι ταυτόσημες.

Ο Ιδεαλισμός, κατά τη γνωστότερη εκδοχή του, επιδιώκει να απο­καταστήσει μια ανώτερη ηθική πραγματικότητα μέσο:» της άυλης, αγνής, ανιδιοτελούς ενέργειας που διοχετεύεται εκ της ψυχής και του πνεύματος καθαρτικά στα υλικά πεδία που αναπτύσσονται οι ανθρώ­πινες πράξεις, στοχεύοντας να τις ελέγξει και να τις καθαγιάσει. Το γε­γονός ότι για την εξυγίανση απαιτείται η επιβολή μιας πέραν του ηθι­κού και του μη ηθικού κοσμοθεωρίας, απόλυτα ηθικής, για να χρησι­μοποιήσω κοινωνικά αποδεκτούς όρους, απαρτιζόμενης από μια θρη­σκεία εναρμονισμένη με την εθνική, τη φυλετική ιδέα και την κοσμική, αποδεικνύει ότι ο Ιδεαλισμός πάντοτε αναφέρεται σε ενότητες αγνές, οι οποίες υφίστανται στα εγκόσμια και έχουν σαν μοναδικό στόχο τη σωτηρία του ανθρωπίνου συνόλου, ακόμα και με την πίστη στην αρχή της αυτοθυσίας του ατόμου. Υπό την έννοια αυτή ο Ιδεαλισμός εμπε­ριέχων στους κόλπους του την ιδέα του ηρωισμού καλείται «απάνθρω­πος ανθρωπισμός».

Αν συλλογιστεί μάλιστα κανείς ότι ο άνθρωπος (αυτός που προ- (Ωθείται υπό το Κράτος του φιλελευθερισμού ως δεκανίκι του καπιτα­λισμού) ορίζεται ως υπερπροστασία του ατόμου με τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του που δεν απορρέουν από αντίστοιχο καθήκον (κι ας μη συμβαίνει στην Ελλάδα ούτε καν αυτό) και την έλλειψη και της πα­ραμικρής ευθύνης απέναντι στο σύνολο και την κοινωνία (αφού το άτομο δεν εξυπηρετεί κοινωνικοκρατικούς σκοπούς), ο Ανθρωπισμός υπό τα συστατικά του στοιχεία αποδεικνύεται εξαιρετικά απάνθρωπος ως προς τη στάση του στα ανθρώπινα σύνολα, λόγω της ιδιοτέλειας και του ατομοκεντρικού ωφελιμισμού του, καθώς και του μίσους για τον εξαιρετικό άνθρωπο. Είναι λοιπόν ατομιστικός άρα φαύλος.

Σε μας αντίθετα που προτιμάμε τον όρο «ιδεαλιστής» βαραίνει ιδιαίτε­ρα η λέξη ανθρωπιστής παρά «απάνθρωπος» λόγω του ότι προτιμούμε τα σύνολα από τα άτομα (ορίζω την έννοια «απάνθρωπος ανθρωπισμός»).

Γι’ αυτό, το κράτος που θα οικοδομήσουμε θα καθυποτάξει όλα τα ατομικά συμφέροντα και τις μικροψυχίες στο κοινό εθνικό συμφέρον. Και αποδεικνυόμαστε έτσι οι μόνοι δημοκράτες, γιατί ο Ιδεαλισμός μας αναφέρεται στον άνθρωπο, άρα είναι ανθρωπιστικός γιατί στο­χεύει στην πλειοψηφία του λαού. Άρα είναι αυτός ο Ιδεαλισμός μας πλειοψηφικά ανθρωπιστικότερος του μειοψηφικού ή καλύτερα ατομι­κιστικού ψευδοανθρωπισμού.

Έτσι δικαιωνόμαστε και από τη Δημοκρατία, κι ας προτιμούμε ως πολίτευμα την Αριστοκρατία.

Οι Τούρκοι είναι το πιο ξεκάθαρο ίσως παράδειγμα, βάσει του οποίου μπορούμε να αποδείξουμε την ανισότητα τ(υν φύλων.

Ένας μιγαδικός βαρβαρικός λαός που αν και βρέθηκε στο πλέον κατάλληλο περιβάλλον φυσικό αρνήθηκε να δημιουργήσει πολιτισμό. Πολλοί βέβαια θα ισχυριστούν ότι δεν προέβη στη δημιουργία πολιτι­σμού λόγω του φεουδαρχικού τιμαριοκρατικού συστήματος που είχε. Κι αυτό όμως το σύστημα της τέως Οθωμανικής αυτοκρατορίας ρυθ­μίστηκε από τους ίδιους τους Τούρκους και δεν δημιουργήθηκε παρά από την έμμεση συγκατάθεση του λαού. Αυτό γίνεται αντιληπτό από την άρνησή του να επαναστατήσει επιτυχώς.

Και είναι λάθος να πιστεύουμε ότι οι Επαναστάσεις γίνονται μόνο με τη μόρφωση του λαού αλλά γίνονται και από ένστικτο και αγανά­κτηση. Ένας λαός όπως ο τουρκικός, που καταδυναστεύεται από την ίδια του τη διοίκηση τόσους αιώνες και δεν επαναστατεί δείχνει αν μη τι άλλο, τη μαζοχιστική, κτηνώδικη φύση του.

Ουδέποτε οι Έλληνες θα δέχονταν να υπακούσουν σε ένα θρη­σκευτικό μοντέλο απεριόριστα υλιστικό, που υπόσχεται μέλι και πιλά­φι στον άλλο κόσμο στους πιστούς του και που αιμοσταγής ζητά να γί­νει πιστευτό από τον κόσμο. Ένα δόγμα που στη γνήσια μορφή του απαγόρευε την εκμάθηση ξένων γλωσσών και την κριτική στάση των ανθρώπων πάνω σ’ αυτό. Μπορούμε να είμαστε ίσοι με έναν λαό που διέπραξε εγκλήματα σε βάρος του Πολιτισμού, σπάζοντας αρχαία αγάλματα την εποχή της κατοχής μας από αυτόν;

Και τι μπορούμε να περιμένουμε από έναν λαό που υπέκυπτε και υποκύπτει στη θέληση της εξουσίας του που του αρνήθηκε να δείξει την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος κρύβοντάς την κάτω από φερετζέδες, ενώ μέσα στα παλάτια των μπέηδων και των πασάδων γίνο­νταν τα χειρότερα ανήθικα, ομοφυλοφιλικά όργια; Ένας λαός τέτοιος είναι εκ φύσεως κατώτερος τη στιγμή μάλιστα που ενώ αρνείται την αι­σθητική της ανθρώπινης ομορφιάς θεωρώντας την ανήθικη, επιδίδεται (αναφέρομαι στον ανδρικό πληθυσμό) στις πιο ανόσιες πράξεις.

Ας μην οδύρονται λοιπόν οι ισοπεδωτιστές του ασυστόλου ψεύ­δους, των οικονομικών συμφερόντων και των αφελών κουτοπόνηρων ιδεολογιών.

Η ανηθικότητα και η ηθική είναι εξ ίσου καταδικαστέες. Γιατί αμφό­τερες λαμβάνουν χροιά αντιδραστικών ανώριμων συνταγών, που περι­κλείουν μέσα τους κοινωνικά συμπλέγματα. Εδώ υπάρχει ένας φαύλος κύκλος, ελλείψει συνειδητότητας. Το παράξενο είναι ότι ο ηθικός έχει ανάγκη να αυτοεπιβεβαιώνει την ηθικότητά του ή να το κάνει το κοι­νωνικό σύνολο γι’ αυτόν, προκειμένου να αφοριστούν «a priori» μη ηθικές ενδόμυχες τάσεις του ή η στενομυαλιά του και η διανοητική του καθυστέρηση.

Ο ανήθικος πάλι αρνείται την ηθική, αντιδραστικά, και ενώ είναι ηθικός και όχι εν γνώσει μα ενστικτωδώς στη φύση του με λίγα στοι­χεία ανηθικότητας τις περισσότερες φορές, τόσα όσα και ο κοινός θνη­τός, σπασμωδικά πάει να αποδείξει ότι δια της οδού που ακολούθησε θα επέλθει η πρόοδος του ίδιου και της κοινωνίας. Συχνά όμως κατα­στρέφεται βουλιάζοντας στο βούρκο της ανηθικότητάς του που τελικά δημιουργεί.

Το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει μια κοινή βάση στις δύο τάσεις, που όμως δεν γίνεται αντιληπτή και αποτελεί την κινητήρια δύναμη για το δυαδισμό και εν τέλει τον άλλης φύσεως «θάνατο» και των δύο τύ­πων ανθρώπου. Τα κοινά σημεία της βάσης αυτής είναι η εσωτερική ανεπάρκεια που πολλές φορές αγγίζει τα όρια της πνευματικής καθίζη­σης όσον αφορά το νοητικό επίπεδο και η έλλειψη ενσυνείδητης, προ­σωπικής, αυτόφωτης, στέρεας ηθικής (συμφώνως με το βαθμό ηθικής έξαρσης του ανώτερου όντος) προκύπτουσας εκ βαθιάς μελέτης και όχι αυτής της αγελαίας ηθικής που το πολιτικό, κοινωνικό, θρησκευτικό, οικονομικό κατεστημένο δημοκρατικά μας επιβάλλει, ή ακόμη και ο ίδιος μας ο αντιδραστικός εαυτός που συχνά αρέσκεται να δρα ενστι­κτωδώς από φυγοπονία στη Σκέψη. Η έλλειψη συνειδητότητας υφίστα­ται και στο ηθικό και στο μη ηθικό πεδίο. Ο φαύλος κύκλος παρουσιά­ζεται τη στιγμή που ο άνθρωπος αντιδρά σπασμωδικά στην πονηρή «εν μέρει» φύση του με την αποδοχή μιας θεωρίας περί του Όντος, ηθικής κατευθύνσεως, όποιος και αν την επιβάλλει για να αυτοεξωραϊστεί και να γίνει ηθικός. Δεν σκέφτεται ότι ουδέποτε άγνωστης προελεύσεως ηθικές έσωσαν τα άτομα, παρά μόνο οι απόλυτα προσωπικές ή τουλά­χιστον οι αναλυτικές-κριτικές-αφοριστικές-συνθετικές, αντίθετων στοι­χείων, έριξαν κάποιο φως στα πνευματικά και ψυχικά σκοτάδια.

Οι άλλες ηθικές, οι αλλότριες, καθυπέταξαν τους ανθρώπους στα γρανάζια κρατικών, θρησκευτικών, κοινωνικών μηχανισμών, που σ’ αυτήν ακριβώς την υποδούλωση σκόπευαν εξ αρχής ρίπτουσες στον ανθρώπινο στίβο ψευδοηθικές αξίες. Μιλώντας εδώ περί ηθικής, θα ήταν σκόπιμο να αντιπαραθέσουμε στις αλλότριες ηθικές θεωρήσεις της παρακμής την ηθική των Αρχαίων Ελλήνων.

Ο Αρχαίος Έλληνας από τον 8ο αιώνα ακόμη (Ομηρικοί χρόνοι) μετέτρεψε το δέος του απέναντι στην κυριαρχούσα και απέραντη ισχύ Θεών και δαιμόνων σε αισιόδοξη ελπίδα, ενώ είδε τις υπερφυείς δυνά­μεις (αν όχι όλες, τις περισσότερες) ως δυνάμεις ευγένειας, βοήθειας και αρωγής. Κάτι τέτοιο δεν δεικνύει παρά την επιβολή ενός προσωπι­κού χαρακτήρος και ήθους που θα αποκρυσταλλωθεί σε μια συμπα­ντική θεωρία ηθικής του, καθορίζουσα την ελληνική στάση ζωής. Αναφέρομαι στην απόλαυση συνειδητότητα του φυλετικού του αρχέ­τυπου ως διόδου, που ωθεί τον Έλληνα στην ερμηνεία του Κόσμου ως πράξη και παράσταση, υπό την προϋπόθεση της αυτοσυνείδησης, του αυτοκαθαρισμού του ως μονάδα ανώτατης ποιότητος.

Η φάση άλλωστε «Πας μη Έλλην βάρβαρος» το αποδεικνύει ξεκά­θαρα. Οι ερμηνείες είναι βέβαια διάφορες: Η φράση ενδεχομένως αναφέρεται στη γλώσσα των βαρβάρων, στην προσωπολατρική θρη­σκεία των Περσών που απέδιδαν θεϊκή προέλευση στον Βασιλέα. Όπως και να ‘χει, διαφαίνεται διάχυτη η υποτίμηση προς το αλλότριον.

Άλλωστε η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου με σκοπό τον εκ­πολιτισμό δεν μπορεί να σημαίνει παρά την παραδοχή από πλευράς Ελ­λήνων της πολιτιστικής κατωτερότητας των μη Ελλήνων. Ειδάλλως η εκστρατεία δεν θα είχε κανένα νόημα. Αναφορά στις θεωρήσεις των κομμουνιστών και των ανθρωπιστών περί ιμπεριαλιστικής, οικονομικού χαρακτήρα εκστρατείας δεν θα γίνει καθ’ ότι πρόκειται περί γελοιοτή­των και ο σκοπός του παρόντος βιβλίου δεν είναι σίγουρα οι γέλωτες.

Θα κλείσει η προσέγγιση της ηθικής και της άρνησης αυτής, υπεν­θυμίζοντας ότι η διαφορά της αρχαίας ελληνικής θρησκευτικής ηθικής από αντίστοιχες άλλων λαών, είναι ότι οι Έλληνες ερμήνευσαν τη θέ­ληση των Θεών σύμφωνα με τη δική τους γνωσιοθεωρία παρά από πί­στη και εκ της φύσεώς Τους με μεγαλύτερη όμως ένταση, ενώ ανήγαγαν έτσι ασυνείδητα τους εαυτούς τους σε Θεούς.

Μέσα απ’ αυτή την ένωση Θεών και ανθρώπων γεννήθηκε ο Θεάν­θρωπος Ηλιακός πολιτισμός μας, που αν μεγαλούργησε το οφείλει στην επικράτηση μιας ιδιόμορφης επαναστατικής, καλλιτεχνικής, πολι­τικής, διοικητικής, φιλοσοφικής και σοφιστικής κοινωνικής ηθικής, αρνούμενος να ανεχθεί μισαλλοδοξίες, κοινωνικές προκαταλήψεις και στεγανά. Επρόκειτο αδιαμφισβήτητα για μια αυτοαναιρούμενη ηθική που σωστά ο Γερμανός φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε ερμήνευσε.

Και αυτή η ηθική δεν συνίστατο παρά από αντιφασκόμενα ηθικά ζεύγη και ωστόσο αλληλοσυμπληρούμενα: Απολλώνια Διονυσιακή Στάση ζωής, Αυτοσυντήρηση, Ηρωισμός, κοινοβιακό, κοινοτικό ατομιστικό πνεύμα, ανθρωπισμός,  ιδεαλισμός, Δημοκρατία, Αριστο­κρατία, φιλόσοφοι, σοφιστές κ.ο.κ.

Στο φαύλο κύκλο των αποφάσεων περιπλέκεται και ο άνθρωπος, που, βλέποντας τον ηθικό να πασχίζει να ξεφύγει από μια ατελή πραγ­ματικότητα που υπάρχει μέσα του, αντιδράει και περιπίπτει στο σφάλ­μα να γίνει ανήθικος όχι όμως συνειδητά. Γιατί ενδόμυχα δεν θέλησε παρά να προβεί σε ανανεωμένη συνταγή νοστιμότερων και φυσικότε­ροι συστατικών, όμως βιάστηκε από ένστικτο και αντί να αλλάξει τα υλικά με άλλα φρέσκα για τη σύνθεση μιας πραγματικής ηθικής αντέ­δρασε στην ίδια την ηθική ως έννοια και περιεχόμενο και έγινε αμοραλιστής βαδίζοντας σιγουρότερα και σταθερότερα προς τους τύμβους.

Η ειδοποιός διαφορά επομένως της ηθικής επιλογής από την ανήθι­κη, είναι ότι στην πρώτη δεν επέρχεται συνήθως απόλυτη καθίζηση, πράγμα που σχεδόν πάντα συμβαίνει με τη δεύτερη.

Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται το ερώτημα: Ποια θα είναι επιτέλους η δική μας επιλογή;

Απάντηση: Η διαμόρφωση μιας ανώτερης θεωρίας του Όντος που ναι μεν οι ηθικές αξίες θα κατέχουν εξέχουσα θέση, όμως θα είναι τό­σο ώριμα αναπτυγμένη υπερβαίνουσα κατά πολύ την κάθε ηθική θεω­ρία με τη στενή έννοια του όρου και τους περιορισμούς που αυτή επι­βάλλει.

Οι αξίες μας θα απορρέουν από τη φυλετική μας πραγματικότητα, το έθνος μας, την ιδιοσυγκρασία του λαού μας, τη θρησκευτικότητά του με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ο στοχασμός ελεύθερα θα ανα­ζητά το νέο και ενώ θα διαψεύδει κάθε του συμπέρασμα σε θεωρητικό επίπεδο, στην πράξη θα είναι συνεπής ως προς τη χάραξη μιας ακλό­νητης πορείας στην οποία απαιτείται η σύμπραξη όλων μας προκειμέ­νου να δομήσουμε τη Μεγάλη Ελλάδα. Είναι απαραίτητο, το ξανατονίζω, να γίνει μεταξίωση των αξιών σ’ όλους τους τομείς που υφίστα­νται ηθικές, στην Τέχνη, στις επιστήμες, στην οικονομία, στη θρησκεία, στην παράδοση, στις πόλεις, στην κουλτούρα. Η ηθική μας πρέπει να είναι ηθική Ελληνουσίας και αφορισμοί κάθε ξένης υποκουλτούρας αφενός, και αφετέρου γόνιμης εισδοχής ξένων στοιχείων. Πρέπει να εί­μαστε φιλοπόλεμοι αν θέλουμε να γίνουμε ειρηνιστές. Αριστοκρατικοί στην ιδεολογία, πιστοί δηλαδή στην υπερίσχυση των ηθικώς, ηρωικώς και φυσικώς ανώτερων φύσεων. Να γίνουν σχολεία στα οποία να μορ­φώνονται οι αυριανοί ηγέτες. Εδώ περνώ αναγκαστικά στην απαρίθ­μηση νέων ηθικών επιταγών και μέτρων-τακτικών που αναφέρονται σε μια συλλογικότερη ηθική.

Να εφαρμόσουμε κοινωνική πολιτική και να αντικαταστήσουμε την ιδιοτελή κερδοσκοπική κεφαλαιοκρατία με μια υγιή. Να καταργήσου­με, διαλύσουμε όλα τα αστικά κόμματα και να επιτρέψουμε την ύπαρ­ξη μόνο υγιών πολιτικών δυνάμεων, όχι πιστών στις ιδέες μας, αλλά τουλάχιστον καλοπροαίρετων. Να αποκαταστήσουμε τη μνήμη των ξεχασμένων ηρώων μας, με επιβλητικές εορτές και πάνω απ’ όλα να παρέχουμε ως Κράτος κάθε πολυτέλεια στους ελάχιστους εναπομεί­ναντες παλαιούς πολεμιστές. Να ενισχύσουμε τις ένοπλες δυνάμεις με άφθονο στρατιωτικό υλικό αφού καθαιρέσουμε όλη την ηγεσία τους που υπόκειται στις ορέξεις των κομμάτων. Να χρησιμοποιήσουμε τις νέες πηγές άντλησης φυσικού πλούτου και να μειωθούν έτσι οι υποχρε­ώσεις μας απέναντι στους ξένους. Να αξιοποιήσουμε τον τουρισμό, να απαγορεύσουμε τη δημιουργία οικισμών και ξενοδοχείου στα παρθέ­να δάση για να σώσουμε τον φυσικό μας πλούτο και να διαμορφώσου­με μια πολεοδομία τέτοια που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των πο­λιτών με τη συνύπαρξη του φυσικού πλούτου. Στο χώρο παραγωγής θα πρέπει να δημιουργηθεί μια τέτοια ηθική αντίληψη που να αξιώνει ότι πλούτος είναι η εργασία και όχι το κεφάλαιο. Μερική εθνικοποίηση της οικονομίας και κατεύθυνσή της από το κράτος. Έλεγχος και συμ­μετοχή του κράτους στα κέρδη των χρηματιστηρίων, των τραπεζών και των επιχειρήσεων και επένδυσή τους σε κοινωφελή ιδρύματα. Πα­ραγωγή προϊόντων συμφώνα)ς με τις πραγματικές ανάγκες του κατα­ναλωτή. Περιορισμένα κέρδη στις επιχειρήσεις, προς όφελος της κατα­νάλωσης, αύξηση της αγοραστικής αξίας των αγροτικών προϊόντος, σταθερότητα τιμών, πτώση του πληθωρισμού, εξαφάνιση των μεσαζόντων, αύξηση των μισθών με προηγούμενη αύξηση της παραγωγής που θα προέλθει ακόμη και μέσω του θεσμού της «θητείας της εργα­σίας». Πριν τη στρατιωτική θητεία θα υφίσταται ο θεσμός της υποχρε­ωτικής εργασίας για παιδιά έως 18 ετών στους αγρούς, σε εγγειοβελτιωτικά έργα, διάνοιξη αγροτικών δρόμων, στις βιομηχανίες, την πε­ρίοδο του θέρους, αφιλοκερδώς. Έτσι με αυτή την τακτική θα συσφί­ξουμε τους δεσμούς μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων, θα καλλιερ­γηθεί ο σεβασμός για τη χειρωνακτική εργασία, θα εθνικοποιήσουμε την αντίληψη της νεολαίας για την εργασία, θα βοηθηθεί πολύ η οικο­νομία στην ανάπτυξή της.

Είναι απαραίτητο επίσης να συσφίξουμε τις σχέσεις μας με εξωελλαδικά κινήματα αντίστοιχης ηθικής και νοοτροπίας. Στον εργασιακό χώρο είναι ορθό να δημιουργηθεί μια πανευρωπαϊκή κίνηση εκπροσώ­πησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των βιοτεχνιών ως αναχαιτιστική δύναμη στις πολυεθνικές που υποδουλώνουν τα έθνη και κα­ταστρέφουν την πολιτιστική τους ταυτότητα.

Πρέπει να πιστέψουμε στο φυλετισμό, ασπαζόμενοι δηλαδή την αντίληψη περί προστασίας της φυλετικής μας ιδιαιτερότητας και να λάβουμε μέτρα αποτρεπτικά της μετανάστευσης που αλλοιώνει τις κοι­νωνικές, πολιτιστικές μας δομές. Ταυτόχρονα δε, πρέπει να στηρίξου­με κινήματα εθνικής κοινωνικής απελευθέρωσης, δείχνοντας έτσι το σεβασμό μας προς την εθνική αποκατάσταση των άλλων λαών.

Αντιμασωνική, αντιδιεθνιστική, αντίθετη στις παραθρησκευτικές αιρέσεις, πρέπει να είναι η πολιτική μας. Όλοι οι προαναφερθέντες εί­ναι ορκισμένοι εχθροί της Ελλάδος και με τη διεθνοποίηση επιδιώκουν να καταστήσουν απροστάτευτα τα εθνικά σύνορά μας με σκοπό την πλήρη εκμετάλλευση.

Πρέπει να μιμηθούμε στη δημοτική παράδοση ως τη μόνη ικανή να μας βοηθήσει να συνδεθούμε με το παρελθόν. Εδώ πρέπει να ειπωθεί ότι η λογιώτατη παράδοση που ανέφερε ο Ίων Δραγούμης στο βιβλίο του «Ο Ελληνισμός και οι Έλληνες» ακόμη υφίστανται με διαφορετι­κή όμως μορφή. Ετυμολογείται ως μια φορμαλιστική στάση απέναντι στην παράδοση από τους ψευδοδιανοούμενούς μας που την αντιμετω­πίζουν ως κωφάλαλη συντελεσμένη πραγματικότητα, ως μουσειακό μόρφωμα που γνωστοποιείται σ’ αυτούς πολύ επιδερμικά και χωρίς να αποτελεί το φορέα της φυλετικής ψυχής και της εθνικής μας κληρονο­μιάς. Ως κάτι τυχαίο την αντιμετωπίζουν, σαν μια πολύχρονη ιστορική συγκυρία που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει φάρο της σκέψης και τ(ον πράξεών μας.

Αντίθετα η δημοτική παράδοσή μας είναι η ίδια η φωνή του λαού μας, της γης, των πουλιών, των πολύχρωμων ποικιλιών, της λαϊκής καλλιτεχνικής μας έκφρασης, η ενδυμασία του λαού μας, τα ξωτικά, οι νεράιδες, τα αιθερικά, οι νύμφες.

Με τη σκέψη μας σ’ αυτή τη ζωντανή πραγματικότητα προσκολλη­μένη και το σχεδιασμό του μέλλοντος με τα φόντα που μας παρέχει ο σύγχρονος πολιτισμός, καθώς και την εφαρμογή όλων όσων μέχρι τώ­ρα προτάθηκαν, ο λαός μας θα βρει ξανά και θα ξεπεράσει ίσως το αρ­χαίο μεγαλείο του. Βέβαια για το λόγο ότι το παρόν κείμενο δεν επι­διώκει να γίνει πολιτικό και για λόγους περιορισμένου χώρου δεν έχουμε ανάλυση των μέτρων που προτάθηκαν, ενώ υπάρχουν αρκετές ελλείψεις ως προς κάποια άλλα. Κάτι τέτοιο ενδεχομένως να πραγμα­τοποιηθεί στο μέλλον.

Η επανάσταση των ψυχών και η δημιουργία μιας νέας ηθικής αντί­ληψης, ατομικής, κοινωνικής, κρατικής ας γίνουν οι σκοποί όλων μας ως στοχαστών, επαναστατών, Ελλήνων.

Η διανόηση, στη σύγχρονή της μορφή, μέσα στα τόσα σφάλματά της διέπραξε κι αυτό: Τρέμοντας στη σκέψη της εμφάνισης μεγάλων προσωπικοτήτων (γιατί η ίδια δεν είναι παρά ατροφική, «μέτρια» και η κοινωνία μας το ίδιο) που θα αλλάξουν το ρου της ιστορίας, θέλησε μέ­σα από μια γελοία παραφιλολογία που αποκαλείται καθ’ όλα στοχα­στική να εξυψώσει τις μάζες στο θρόνο του ηγέτη, υποστηρίζοντας ότι αφού όλοι οι μεγάλοι απέτυχαν και παραφρόνησαν, έχουμε ανάγκη από μέτριους, αρχηγούς και «ποίμνιο».

Αν θλίβεται κανείς από μας με το τέλος ή και κάποιες πράξεις των χαρισματικών ηγετών, ωστόσο κανείς δεν τους καταδικάζει. Άλλωστε δεν έχει αυτό το δικαίωμα. Γιατί στα ενδόμυχα του νου μας νιώθουμε το μεγαλείο τους, τον ηρωισμό τους, -τη διάνοιά τους και ότι η ύπαρξή μας ίσως οφείλεται σ’ αυτούς, στις αλλαγές που σφυρηλάτησαν στο χωροχρόνο.

Η εθνική όμως διανόηση πρέπει τους ηγέτες να υμνήσει και να ανα­ζητήσει, έστω και άλλης φύσεως απ’ τους προηγούμενους. Κι αν η ίδια εμπεριέχει στους κόλπους της ηγέτες, να τους αναδείξει. Η ουράνια πραγματικότητα στην οποία στοχεύουμε χρειάζεται ουράνιες μορφές. Κι αυτές είναι προτιμότερες μ’ όλα τους τα ελαττώματα από τις μάζες και τους κομματοπατέρες της πνευματικής, ηθικής καταρράκωσης. Γιατί αν οι Αρχηγοί, οι Μέγιστοι μας εξοργίζουν με τις ακρότητές τους, τι θα πρέπει να νιώθουμε για τις μάζες και τους βουλευτές τους που συνδέονται μέσα από μια αρρωστημένη πελατειακή σχέση σαδο­μαζοχισμού και χλεύης, απέναντι σε κάθε τι γνήσια παραδοσιακό και εθνικό, γνήσια πολιτιστικό, καθώς και σε ό,τι εκπροσωπεί μια φυλετι­κή, ανώτερη ηθική που αναιρεί βέβαια τη μετριότητα και τη δειλία ως προς την ανάληψη ευθυνών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας;

Αν οι Έλληνες μελετούσαν βιβλία με κριτική, συνθετική, αναλυτική σκέψη, απαλλαγμένοι από συναισθηματισμούς, και διέθεταν την υπεργήινη αίσθηση που θα τους επέτρεπε να υποψιαστούν τη Συμπαντική Ψυχή, θα ‘χαμε ήδη ξεκινήσει την Εθνική Επανάσταση ή αν μυούμα­σταν νωρίς δεν θα χρειαζόταν καν αυτή. Γιατί δεν θα επικρατούσε με κανέναν τρόπο η πολιτική, κοινωνική και άλλη παρακμή, άρα η έννοια της Επανάστασης ίσως και να μην διατυπωνόταν τουλάχιστον στο λαό μας.

Ο άνθρωπος της γνώσης και της σοφίας οφείλει να συγκεντρώνει τις εξής βασικές αρετές:

  1. Υγεία ψυχική, πνευματική κατά τον Σοπενχάουερ, σωματική.
  2. Αυτογνωσία.
  3. Μετριοφροσύνη.
  4. Αυτοπροβολή.
  5. Αυτοδιάψευση.
  6. Υπομονή και μαχητικότητα
  7. Κριτικό πνεύμα, οξύ – καυστικό – αδογμάτιστο
  8. Δυνατό ορθολογισμό και διαισθητικότητα.
  9. Ηρωισμό.
  10. Χαλύβδινο ηθικό υπόβαθρο.
  11. Σεβασμό και πίστη στην κοσμική ψυχή και στις αρχετυπικές της διατάξεις.
  12. Ιδεαλισμό.
  13. Ανθρωπισμό.
  14. Ευφυΐα – ιδιοφυΐα.
  15. Εθνολατρεία
  16. Πειθαρχία – τάξη.
  17. Λατρεία για γνώση.
  18. Μοναχικότητα.
  19. Εγκράτεια και κατάθεση ενός συγκεκριμένου πνευματικού και ψυχικού δυναμικού κάθε φορά.
  20. Πλούσιο συναισθηματισμό μα και ψυχρότητα.

Η σύνθεση ενός Έθνους δεν είναι μια συγκυρία ιστορική που προήλθε από την τυχαία ένωση, συνεργασία ατόμων για την επιβίωσή τους αφού προηγουμένως δημιουργήθηκε μια πολιτική κοινότητα και ένας, αόριστος πολιτισμός, όπως διατείνεται η γαλλική-λατινική σχολή.

Το Έθνος δημιουργείται κατ’ αρχήν με τη συγκρότηση πολιτικής ομάδος. Όταν μια φυλετικώς ακαθόριστη ομάδα ξεπεράσει τις ανά­γκες της απλής επιβίωσης, οι οποίες και την αναγκάζουν να είναι συ­σπειρωμένη, τα άτομά της εισδύουν στη σφαίρα των πνευματικών αναζητήσεων και νιώθουν την ανάγκη για εκδήλωση του φυλετικού τους πολιτισμικού αρχετύπου. Εκεί σε περίπτωση που εκδηλώνεται, στην αρχή μέσω του χρώματος και ύστερα της πνευματικής ψυχικής στάσης απέναντι στη ζωή και τον κόσμο, φυλετική ανομοιογένεια επέρχεται διάσπαση στους κόλπους μιας τυχαίας κοινότητας.

Τα άτομα κατόπιν έλκονται σαν μαγνήτες στη συγκεκριμένη φυλε­τική τους ομάδα όπου ανήκουν, αρχικώς διαισθητικά και κατόπιν πα­ραμένουν συνειδητά. Αυτή ακριβώς η διαίσθηση του αίματος δεν είναι παρά η εκδήλωση της φυλετικής ψυχής, η οποία ωστόσο γρηγορεί και αναζωπυρώνεται στο γνώριμο και οικείο φυλετικό της στερέωμα.

Το γεγονός ότι άτομα μεμονωμένα ενός φύλου, όταν ζήσουν σε άλ­λο πολιτισμικό περιβάλλον δεν νιώθουν την καταγωγή τους, δεν σημαί­νει ότι η φυλετική ψυχή είναι συμβατή έννοια, ανύπαρκτη ή ασήμαντη αν είναι υπαρκτή. Διότι στην περίπτωση αυτή υφίσταται επιθέσεις η ψυ­χολογία του ατόμου από το ξένο πολιτισμικό περιβάλλον που το υπο­χρεώνει έστω και μηχανικά να πράξει κατά τον τρόπο του περιβάλλο­ντος όπου «φιλοξενείται». Στην προκειμένη περίπτωση η φυλετική ψυ­χή περιέρχεται σε κατάσταση λήθαργου και αδράνειας, δηλαδή ατονεί, είτε υποκρίνεται, υπακούοντας στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και των συμφερόντων του ατόμου. Ειδάλλως η μάταιη προσπάθεια για εκδήλωσή της, θα καθιστούσε το άτομο απόβλητο από την κοινωνία όπου φιλοξενείται. Σιγά σιγά το ανώτερο ον μαθαίνει να υπακούει και να αγαπάει το νέο του πολιτισμικό περιβάλλον. Πιο εύκολα όταν το περι­βάλλον αυτό ανήκει στην ίδια φυλή, μα άλλου φύλου, πολύ δύσκολα δε όταν ζει σε ένα διαφορετικό φυλετικό στερέωμα.

Τέλος δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι πολυεθνικοί οργανισμοί κατεστράφησαν από εσωτερικές, κοινωνικές,, πνευματικές, θρησκευτικές, φυλετικές αντιφάσεις και αντιπαλότητες.

Ο νόμος της φύσης που ορίζει ζευγαρώματα ομοίων ειδών είναι το καλύτερο, αρμονικότερο και ηθικότερο παράδειγμα για το ανθρώπινο είδος.

Είμαι τελείως αντίθετος στις μονομέρειες. Κι αυτό γιατί ένας πολιτι­σμός εθνικός φυσικώς είναι αδύνατον να κλειστεί σε μια εποχή όσο με­γαλειώδης και αν ήταν. Αδύνατα σημεία υπήρχαν και θα υπάρχουν. Στην Αρχαιότητα που τόσο τη λατρεύουμε (μιλάω για σώφρονες) υπήρχαν αδυναμίες στην πολιτική συγκρότηση των Πόλεων-Κρατών και στην κοινωνική πολιτική. Δεν νομίζω εξ άλλου ότι ο απλός λαός έπαψε ποτέ να είναι λαός. Σίγουρα ωστόσο δεν ήταν μάζα. Η θέση των γυναικών με εξαίρεση τον Κρητικό-Μινωικό πολιτισμό ήταν υποβαθ­μισμένη. Τα μοιρολόγια δεν είναι καθόλου πράξεις αξιομίμητες.

Οι σύγχρονες εποχές άλλωστε παρουσίασαν νέες ανάγκες. Σύγχρο­να καλλιτεχνικά ρεύματα, επινοήσεις νέων αθλημάτων, νεότεροι κλα­σικοί στον χώρο της διανόησης (π.χ. Σαίξπηρ, Έβολα, Μωρίς Μπαρντές). Όσο και αν υπάρχει αγάπη των κλασικών αυτών για την αρχαι­ότητα κάποιοι παρουσίασαν το καθαρά προσωπικό τους υψηλό ύφος.

Η λαογραφία ενός λαού και η αγάπη για έναν πολιτισμό είναι έν­νοιες διαχρονικές που συμπυκνώνουν στους κόλπους τους την πολιτι­στική δημιουργία χιλιάδων ετών. Και πολιτισμική δημιουργία υψηλή υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει εκφραζόμενη έστω και από ελάχι­στους μέσα στη σύγχρονη παρακμή. Η αρχαιότητα υπήρξε κορυφαία, σχεδόν στο σύνολο της. Δεν είναι δυνατόν όμως να μη δεχτούμε με σε­βασμό οτιδήποτε δημιουργήθηκε άξιο πέρα από αυτήν. Τα ήθη, τα έθι­μα του λαού μας, η νεότερη Ιστορία με ό,τι λαϊκό και η σύγχρονη έχουν στοιχεία (π.χ ενδυμασίες, τραγούδια, ήθη-έθιμα) τα οποία εκ­φράζουν τη φυλετική ψυχή του λαού μας. Ο λόγος που κάποιοι ακού­νε τη λέξη «τσολιάς» και χλευάζουν είναι η εικόνας του κιτς που πα­ράλληλα έχουν κατά νου και η εμπορευματοποίηση που οι τεχνοκρά­τες προκάλεσαν, με στόχο την εκποίησή της σε τουριστικό είδος προς πώληση. Με την ίδια όμως λογική θα έπρεπε και τα αρχαία ελληνικά δημιουργήματα που αντίγραφα-κακέκτυπά τους ποζάρουν στις βιτρί­νες των καταστημάτων να μας προκαλούν απέχθεια για τον αρχαίο ελ­ληνικό πολιτισμό. Τέτοιες κρίσεις είναι παράλογες και επιδερμικές.

Ένας πολιτισμός ακμαίος κατά φανερό και μη τρόπο, συνήθως σε έτη παρακμής παρουσιάζεται υπό μορφή «κιτς». Τόσο εξ άλλου οι παρηκμασμένοι καταλαβαίνουν και πράττουν. Οι υποσυνείδητοι συνειρ­μοί είναι ωφέλιμο και σωτήριο να διακόπτονται.

Τέλος νομίζω ότι η πνευματικότητα ενός λαού δεν διακρίνεται πά­ντα στους γνωστούς χώρους της πολιτιστικής δημιουργίας (κινηματο­γράφος, τέχνη, κουλτούρα κ.τ.λ.). Διακρίνεται ακόμη και στις πιο «λαϊ­κές συνθήκες» του λαού πάντα βέβαια ασκούμενες στο φυσικό του πε­ριβάλλον. Ό,τι σκέφθηκε και εκδήλωσε ο λαός μας για να ερμηνεύσει τον κόσμο αντλείται από τον εσώτερο εαυτό του και δίχως καμιά επι­στημονική γνώση, αποτελεί κτήμα του ελληνικού πολιτισμού με τη δι­κή του αυτοτελή αξία. Η λαϊκή τέχνη, το χτίσιμο των νεοελληνικών σπιτιών (νησιώτικη αρχιτεκτονική, ηπειρώτικη, μακεδονική), τα φαγη­τά, τα παγανιστικά έθιμα του λαού μας είναι μεν επηρεασμένα σε κά­ποιο βαθμό από την αρχαιότητα, όμως έχουν τη δική τους αυτοτελή αξία. Και η πίστη στη συνέχεια και σε ό,τι καλό έχει να επιδείξει κάθε περίοδος, θα πρέπει νομίζω να είναι μια από τις βασικές αρχές του ελληνοκεντρισμού μας και υπό ευρύτερη έννοια.

Ο ζωικός δυναμισμός σύμφωνα με τον Μαξ Νορντάου είναι αυτός που σπρώχνει τους ανθρώπους να γίνουν ή να μη γίνουν πρωτοτυπίες. Δη­λαδή όσο ο αρχέγονος νόμος που συνθέτει σε απειράριθμους συνδυα­σμούς τις οικογένειες της ύλης και τις αποσυνθέτει πάλι, ενυπάρχει στους απογόνους σε υψηλή αναλογία, τότε υπερβαίνεται ο νόμος της κληρονομικότητος και το άτομο αποδιώχνει τις κοινότυπες ροπές χάριν της μεγάλης εμπνεύσεως. Αυτός ο νόμος λοιπόν είναι ο ακρογωνιαίος για τη διαμόρφωση μιας μεγάλης προσωπικότητος. Μέχρις εδώ εντάξει. Εννοείται πως άτομα χαμηλού αρχέγονου δυναμικού είναι κοινότυπα αφού υποκύπτουν στην αρχή της κληρονομικότητας. Τι γίνεται όμως αν οι γονείς ενός ανθρώπου είναι «μεγάλοι»; Σ’ αυτή την περίπτωση και συγκεκριμένα αν ο απόγονος έχει ίδια ή κατώτερη αναλογία του αρχέ­τυπου ζωικού νόμου, πράγμα που σημαίνει πως είναι κι αυτός εκλεκτός θα φαντάζει ότι υποκύπτει στο νόμο της κληρονομικότητας (και ακόμη χειρότερα, θα κατηγορηθεί ότι εξέπεσε αυτού) στον οποίο υποκύπτουν τα κοινότυπα πνεύματα. Θα βρίσκεται δηλαδή αυτός ο τραγικός αν και μεγάλος, ενώπιον της δυσάρεστης ιστορικής κρίσεως υπόλογος, επειδή δεν ξεπέρασε τους «αξεπέραστους» γονείς του. Ένα έρμαιο της μοίρας που δεν μπορεί να χαρεί τα Θεία του δώρα. Να λοιπόν που κάποτε μικροί και μεγάλοι αλληλοκοιτούν ο ένας τον άλλον μ’ απορία πώς τόσο ξένοι «τρώνε στο ίδιο τραπέζι» και θα κοιμηθούν στην «ίδια κλίνη». Την κλίνη των αντιτύπων, των δήθεν αντιτύπων.

Οφείλουμε ως άνθρωποι του πνεύματος να γίνουμε εκλαϊκευτικοί, δη­λαδή να αφουγκραστούμε την ψυχή του λαού και να ενεργοποιήσουμε τη θέληση και το πνεύμα του. Αν το λαϊκό αίσθημα αποφανθεί κατα­φατικά σε μας τότε και η σκέψη θα ακολουθήσει. Σε μας βέβαια συμ­βαίνει το αντίθετο. Θα πρέπει λοιπόν να αποφύγουμε το λογιωτατισμό και το λαϊκισμό. Δεν θα πρέπει από αγάπη στην εκλαΐκευση να γίνουμε λαϊκιστές, δηλαδή να αφήσουμε στο έλεος του Θεού «τη λαϊκή ερμη­νεία» και να αδράξουμε τις δολερές κενολογίες που υποβιβάζουν εμάς και το λαό γιατί αφ’ ενός δείχνουν την πνευματική και ιδεολογική μας ένδεια και απ’ την άλλη δηλώνουν υποτίμηση του λαού. Κάτι που βε­βαίως λόγιοι και πολιτικοί μονίμως διαπράττουν. Έλεος.

Νέες ιδέες θα σπείρουμε στο λαό με κοινότυπο τρόπο και με μια δόση συγκίνησης για να φτερουγίζουν λίγο, να επιδειχθούν. Έτσι γίνεται η σωστή προπαγάνδα.

Ξεκινάμε ως κύκλος αναμορφωτικός με τη σπορά ιδεών και αξιών που θα δημιουργήσουν το κλίμα για την πολιτική αλλαγή. Ο αγώνας λοιπόν θα έχει ιδεολογικό θεωρητικό και πολιτιστικό χαρακτήρα και κύριους άξονες αναφοράς την πολιτισμική και φυλετική μας ταυτότητα. Ό,τι ηρωικό, μεταφυσικό, κοινωνικό, ανθρώπινο, συλλογικό δίκαιο εντοπί­σουμε στις μελέτες μας το συγκρατούμε και το εντάσσουμε στην κοσμο­θεωρία μιας. Οργανώνουμε διαλέξεις, συγγράφουμε, εκδίδουμε και κερδίζουμε τους μορφωμένους πολίτες που αγαπούν το πνεύμα. Δεν θα συμπορευθούν όμως αυτοί μαζί μας στην επανάσταση επειδή οι μορ­φωμένοι ανήκουν στη μεσοαστική και τη μεγαλοαστική τάξη και γι’ αυ­τό ναι μεν θα συμφωνήσουν όμως θα απέχουν διότι οικονομικώς και κοινωνικώς είναι ισχυροί. Δεν θα τους συνέφερε να θέσουν σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους. Θα προσφέρουν όμως κάτι εξ ίσου πολύτιμο. Την οικονομική βοήθειά τους. Θα είναι οι αμέτοχοι υποστηρικτές μας. Λίγοι απ’ αυτούς θα αφοσιωθούν στον ίδιο αγώνα ψυχή τε και πνεύματι.

Ο σκοπός μας θα είναι οι κοινωνικώς και οικονομικώς πληγέντες. Οι αγρότες, οι βιοτέχνες, οι εργάτες, οι τεχνίτες. Σ’ αυτούς θα εκλαϊκεύ­σουμε με πάθος τις ιδέες μας. Έχοντας κεφάλαιο από τις χρηματοδο­τήσεις, θα μπορούμε να τους εγγυηθούμε μια νίκη. Άλλωστε οι νέες αξίες και ιδέες που θα εγγυώνται ένα Κράτος δικαίου θα τους συνεπά­ρουν. Θα τους υπενθυμίσουμε την αξία των απεργιών και των κινητο­ποιήσεων. Θα προσεταιριστούμε όσους έχουν επιρροή ακόμη και με την εξαγορά τους, για να τους κερδίσουμε. Εν ανάγκη θα ξεσηκώσου­με το σύνολο εναντίον των εργατοπατέρων. Ούτως ή άλλως αυτοί οι τε­λευταίοι πράττουν πλέον ό,τι ζητάει η αγανάκτηση του συνόλου και δεν θα τολμήσουν να αντιταχθούν θέτοντας σε κίνδυνο τις θέσεις τους. Εκλαΐκευση νέων ιδεών, το επαναλαμβάνω, θα δώσει ελπίδα στα χαμη­λά στρώματα. Χρειαζόμαστε γι’ αυτό τα Μ.Μ.Ε. Μια καλή παρουσία σε μικρούς σταθμούς εγγυάται πολλά. Πιστεύω ότι με έναν συνετό, συ­νεργάσιμο άψογα, σύμφωνο και δραστήριο πυρήνα λίγων δυνατών εγκεφάλων θα μπορέσουμε να πετύχουμε πολλά. Κι ακόμη ότι κάθε πυρκαγιά ξεκινάει από σπίθες. Αυτά σχετικά με την προπαρασκευή.

Όταν ένα κίνημα συσπειρώσει αρμονικά φαινομενικά αντιφατικές αξίες και έννοιες (π.χ. εθνικισμός, σοσιαλισμός, δικαιοσύνη, πειθαρχία, ελευθερία, άτομο-κοινωνία) τότε η δομική και λαϊκή συναίνεση που πετυχαίνει είναι άριστα αυθεντική και ακράδαντη.

Κηρύττω την περιχαράκωση απ’ τους φαύλους και τη συναναστροφή μόνο με εκλεκτούς φίλους. Ο μισανθρωπισμός ισούται με την απέχθεια προς το σκοταδισμό των Θρησκειών, της πολιτικής, της ψευδοτέχνης, των διαπλεκομένων συμφερόντων, της οικονομίας, της δημοκρατίας, της κοινωνικότητας και της αγέλης. Αγαπάτε και μισείτε ταυτόχρονα, θυσιαστείτε στο βωμό της δημιουργίας. Να είμαστε μεγαλόψυχοι και στυγνοί. Αδίστακτοι και θεοσεβείς. Σκορπιστέ ζωή και θάνατο.

Εμείς οι νέοι Άτλαντες και εμείς η αρχή και το τέλος. Για μας μετά θάνατον οι βωμοί, για μας οι προσευχές, για μας οι ανδριάντες, τα θριαμβικά τόξα, εμείς οι απόστολοι και προφήτες, εμείς οι αρχιτέκτο­νες, εμείς οι ΕΚΛΕΚΤΟΙ, ΟΙ ΗΓΗΤΟΡΕΣ, ΟΙ ΣΥΜΠΟΣΙΑΣΤΕΣ, ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΕΣ, ΟΙ ΗΡΩΕΣ, ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ.

Εμπρός ετοιμαστείτε να σπείρουμε ζωή και θάνατο. Απόψε η χώρα θα ανθίσει παπαρούνες.

Γενικώς έχω αρχίσει να διαπιστώνω πως η λογοτεχνία (με εξαίρεση την ποίηση) και συγκεκριμένα η πεζογραφία είναι ανούσια τις περισσότε­ρες φορές. Εξαιρείται βεβαίως ο λόγος όταν κι αυτός χρησιμοποιείται αυθεντικά όχι όμως και το περιεχόμενο.

Βαρετές σκιαγραφήσεις ανθρώπινων τύπων, τις περισσότερες φο­ρές αποκομμένες από το ουσιαστικό βάθος τους, τις κοινωνικές, πολι­τικές, ιδεολογικές τους διαστάσεις. Είναι δυνατό ποτέ να υποστηρίξει η λογοτεχνία ότι αναλύει την ουσία της ύπαρξης πράγμα που επιχειρεί η φιλοσοφία; Επιφανειακές εκδηλώσεις της ζωής απασχολούν μόνο τους λογοτέχνες, γι’ αυτό και είναι εύκολο σχετικά να κατακτήσει κά­ποιος μια θέση στον κόσμο της λογοτεχνίας δύσκολο όμως της φιλοσο­φίας. Έτσι εξηγείται το γιατί γέμισε η κοινωνία μέτριους ή και κακούς λογοτέχνες, ενώ απουσιάζουν τα μεγάλα φωτισμένα φιλοσοφικά μυα­λά των προηγούμενων αιώνων. Η διαφορά ποιότητος είναι ξεκάθαρη. Πνεύμα και όραμα εναντίον φευγαλέων σκέψεων και ανόητου συναι­σθηματισμού. Φιλοσοφία εναντίον λογοτεχνίας-πολυλογίας. Εξ άλλου όποτε επιχειρήθηκε συνδυασμός φιλοσοφίας με λογοτεχνική απόδοση, υπήρξε εκπληκτικό αποτέλεσμα. Παράδειγμα το μέγα φιλοσοφικό έρ­γο και ταυτόχρονα λογοτεχνικό «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» του Φρει­δερίκου Νίτσε. Είναι η ευτυχισμένη στιγμή που οι μεγάλες ιδέες απαλ­λάσσονται από τα ακαδημαϊκά ψιμύθια και προβάλλονται άμεσα και ζωντανά στις αισθήσεις και στο νου του μελετητή. Ναι, αγαπώ τη λο­γοτεχνία όπως τη γνώρισα στα μεγάλα φιλοσοφικά έργα του Νίτσε, του Ρουσσώ, του Βολταίρου και άλλων διανοητών.

Δεν είναι απίστευτα δύσκολο να γιγαντώσει κανείς την ύπαρξή του, όσο να τις δώσει μια συγκεκριμένη πρώτη στάση ζωής γι’ αυτό. Υπάρ­χει μόνο μια αίσθηση και μια λειτουργία της νοήσεως που θα επιτρέψει την πολιτογράφηση εν τέλει στον κόσμο της Γνώσης και της καθαρής Συνειδητότητος. Χρειάζεται σιδερένια θέληση και πειθαρχία του νου, η αίσθηση του καθήκοντος, της εγρήγορσης, η στέρηση στον εγκέφα­λο μιας μόνιμης φουρτούνας μα και γαλήνης. Απαιτείται επίσης πάθος, όχι όρεξη ή τάση για σκέψη. Τα δύο τελευταία εύκολα καταρρέουν από την αβάσταχτη πίεση των κοινωνικών και συναισθηματικών υπα­γορεύσεων. Το πάθος όμως, η θέληση για το ύψιστο μας ορίζουν και δεν συγχωρούν ερωτοτροπίες με άλλες λειτουργίες. Ο μονισμός ζητά αποκλειστικούς εραστές εκ της φύσεώς του και αυτοί ζητούν μόνο μια στάση ζωής που τους μεταμορφώνει. Αυτός ο Έρωτας για τη γνώση και τη δημιουργία διαφέρει απ’ τον αντίστοιχο σαρκικό ως προς το ότι δεν λιποψυχούν οι εραστές και δεν εκμαυλίζονται πνευματικά, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Ατέλειωτο φως είναι η Γνώση και ατέλειωτη δύ­ναμη. Ατέλειωτη απελευθέρωση απ’ την Ύλη και Θέωση. Αιώνια ζωή και αιώνιος θάνατος δηλαδή γαλήνη.

Θρησκεία στη σημερινή της μορφή δεν είναι παρά η σύνθεση αναμνή­σεων μιας αρχέγονης συνομιλίας του ανθρώπου με το Θεό που πλέον χάθηκε, καθότι οι τρεις οφθαλμοί μας έγιναν στο πέρας των χιλιετών και πάλι δύο. Θρησκεία είναι η απόπειρα απεικόνισης αυτής της στε­νής επαφής και των εμπειριών που απεκομίσθησαν. Μόνο που με αχνές αναμνήσεις δεν μπορεί να αναπαρασταθεί πλήρως και με απόλυτη αλήθεια η θέληση του Θεού. Εκεί αποπειράται ο άνθρωπος- δημιουργός- εκμεταλλευτής να συμπληρώσει τα κενά της γνώσης του Θείου Λόγου. Οι θρησκείες επομένως δεν είναι άλλο τι παρά οι ανθρώπινες επινοήσεις του Θείου Λόγου. Και βεβαίως ο Θεός μειδιά να βλέπει κα­θισμένος σε θρόνο νεφέλης, τους «σεφ» όλων των δογμάτων να πασχί­ζουν να φτιάξουν πετυχημένες συνταγές Θείας Βουλήσεως. Και οργί­ζεται να βλέπει τις παραποιήσεις και τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα του ονόματος Του.

Υπάρχει πιστεύθ3 μόνο μια φυσική Αληθινή Πίστη και δεν είναι άλ­λη από αυτή που έχουν εντός τους οι ευεργέτες της ανθρωπότητος που αντιλαμβάνονται αφηρημένα με τον τρίτο οφθαλμό τους την ανώτερη ύπαρξη ως αγαθοεργό και πολυπράγμονα εν ενεργεία δίχως εντολές και νιώθουν τους κραδασμούς της συμπαντικής ηλεκτρικής και μαγνη­τικής ενέργειας να πλημμυρίζουν το κοσμικό στερέωμα και τη διαπλο­κή πλανητών και αστερισμών με όλη τη δύναμη που απ’ όλα αυτά εκ­πορεύεται. Και νιώθουν ξανά συγκινημένοι τον Ενορχηστρωτή όλης αυτής της Συμφωνίας και το θαυμαστό σχέδιο αυτής της Εκδήλωσης και την εσωτερική σημασία των μερών της.

Γκρεμίζω όλες τις θρησκείες μ’ αυτή την πρόταση: Ένας ασύλλη­πτος δίχως τεχνικά χαρακτηριστικά, δίχως ηθική και έννοιες Θεός δεν θα καταδεχόταν ποτέ να μιλήσει με ανθρώπινους όρους. Ό,τι αποκα­λύφθηκε στους μεγάλους μύστες και ό,τι βλέπουμε στον κόσμο των φαινομένων είναι ό,τι ο Θεός μάς επέτρεψε να λάβουμε και να δούμε.

Κι αυτά είναι απειροελάχιστα μπροστά στο μεγαλείο Του, που όταν θα αναπτυχθούμε διανοητικά πιστεύουμε πως τουλάχιστον θα νιώσουμε. Δεν γνωρίζουμε παρά μόνο κάποιες νύξεις σχετικά με την αρχή της δη­μιουργίας, την τριαδικότητα του Θείου και την αγαθή φύση που απαι­τεί από μας να ‘μαστέ ενάρετοι, κι αυτά μέσα από τις συνομιλίες των μυστών με το Θείο, εάν και εφ’ όσον πάλι οι εμπειρίες τους που συνα­ντούμε στα κείμενα είναι αληθινές.

Για όλους αυτούς τους λόγους η αφηρημένη αντίληψη του Θείου είναι ο σιγουρότερος τρόπος αίσθησης, σκέψης και πίστης από έναν θνητό.

Αν κλασική Επιστήμη είναι να τοποθετείσαι ουδέτερα απέναντι στα πράγματα, δίχως όραμα, τότε είμαι ολοκληρωτικώς ενάντια στην Επι­στήμη. Αντίθετα, ο σκοπός της εξειδικευμένης γνώσης και κάθε γνώ­σης πρέπει να είναι η ενσωμάτωσή της σε μια κοσμοαντίληψη και ένα όραμα. Γνώση και κατανόηση, γνώση και ζωή είναι ο σκοπός. Γνώση και Δημιουργία. Απ’ αυτήν την άποψη οι πανεπιστημιακοί καθηγητές είναι ολότελα αποτυχημένοι. Γιατί δεν πέτυχαν παρά να γίνουν εννοιολάτρες, φετιχιστές της λεπτομέρειας, συσσωρευτές των κατεστημέ­νων γνωμών, που αναμασούν παπαγαλίστικα και που τις περισσότερες φορές ελάχιστα ενδιαφέρεται γι’ αυτούς η διαδοχή των Μεγάλων Γε­γονότων, όπως και αυτοί αντίστοιχα.

Το ημερολόγιο του ασκητή

Κάποτε σε καιρούς άγνωστους, ο Θεός θέλησε να καταραστεί τη φύ­ση. Αφού έφτιαξε το υπέροχο, βρομερό, σάπιο είδος του που λέγεται άνθρωπος επινόησε και ένα δηλητήριο για να τον κάνει πιο δυστυχι­σμένο και ένοχο. Όταν ο άνθρωπος συναισθάνθηκε τον εαυτό του ως πιο αρωματισμένο ονόμασε τη Θεία εφεύρεση ΑΓΑΠΗ. Δεν σκέφτηκε ότι η αγάπη τον κάνει πιο ευάλωτο, απαρνούμενο τον εαυτό του, λιγό­τερο αυτογνώστη, ό,τι σκοτεινιάζει τη νόηση και βουρκώνει την ψυχή· την κάνει βάλτο. Ό,τι απορρυθμίζει τις αισθήσεις και σφραγίζει στο κουτί της Πανδώρας κάθε υψηλή αποστολή καθώς και όλες τις ενορμήσεις του. Με την αγάπη μεταξύ των δύο φύλων, χάνεται η πίστη στο Θεό και εκμαυλίζεται η συμπαντική αγάπη. Δεν διδάχθηκε τίποτα από τον κόσμο των ζώων που δεν ξέρουν να αγαπάνε αλλά ό,τι κάνουν το κάνουν μόνο από ένστικτο αναπαραγωγής. Θέλετε τη σπατάλη της δύ­ναμης σας, θλιβεροί άνθρωποι; Τότε αγαπήστε συμβατικές γυναίκες. Αγαπήστε την άρνηση της δύναμης και γίνετε ένα με την αδυναμία και τη δαιμονική πονηρή φύση τους. Γιατί, αγαπώ τη γυναίκα, σημαίνει ότι αρνούμαι τον υπεράνθρωπο, αρνούμαι την ανδρική ηρωική φύση μου, γίνομαι αρνητής του φύλου μου, θολώνει το μυαλό και δηλητηριάζεται η ψυχή, το είναι μου, από τις σεξουαλικές επιθυμίες, γίνομαι ευάλωτος στις κάθε λογής ιώσεις, αρνούμαι τα φάρμακα. Βλέπετε τη φύση πόσο τραχιά είναι; Βλέπετε πουθενά πέρα από τους δίχως συναίσθημα νό­μους της, ΑΓΑΠΗ; Ερμηνεύετε, είναι ο αντίλογος μόνο του υποσυνεί­δητου και του ασυνείδητου, τις σεξουαλικές σας ενορμήσεις ως αγάπη. Αυτό όμως είναι μια πλάνη, μη μπερδεύεστε από τα τυφλά σαρκικά έν­στικτα. Ο παντοδύναμος μας δίδαξε τα ένστικτα αυτά προς αναπαρα­γωγή και αποφυγή. Το νέο κράτος θα απαγορεύσει την αγάπη. Η ανα­παραγωγή θα γίνεται σε εργαστήρια και μόνο οι επίλεκτοι του έθνους θα αναπαράγονται. Έτσι σταδιακά θα μαράνω και τις ερωτικές επιθυ­μίες σας. Ω, πόσο σας ξεκουράζω! Τώρα με βρίζετε. Κάποτε θα με ευ­γνωμονείτε. Να αγαπάτε μόνο τη ράτσα και το έθνος σας ως σύνολο γνώσεως, αγνότητος, τέχνης, πολεμικού ιδεώδους, πολιτισμού, φυλετι­κής καθαρότητας που μέσα της εμπερικλείει το θάνατο κάθε αγάπης μεταξύ των δύο φύλων. Δεν ηρεμείτε ε; Τότε μείνετε δεμένοι άνδρας και γυναίκα ως συμπολεμιστές. Ναι σας επιτρέπω να αγαπιέστε, εξ αποστάσεως και δι’ «αλληλογραφίας», αλλοίμονο όμως αν πέσει στα χέ­ρια μου κάποιο γράμμα σας. Ο υπεράνθρωπος έρχεται βίαιος και τον συμβουλεύω να μη νιώσει ΑΓΑΠΗ ούτε καν για την αυθυπέρβαση. Μπορεί να κοιμηθεί με υπνωτισμένο μυαλό και ψυχή; Ε, τότε θα είμαι ήσυχος ότι το κρασί τούτης της χρονιάς ήταν καλό και στα συστατικά του δεν περιείχε στρυχνίνη, υδροκυάνιο και ό,τι οι θνητοί ονομάζουν αγάπη. Και μη νομίσετε ότι τα διδάσκω αυτά από μίσος ή αγάπη. Ε, τό­τε μήπως από κάποιο βίωμα ή σύμπλεγμα; Όχι, επειδή είμαι ανοσιολόγος και θέλω να είστε αιώνια ζωντανοί.

Τι είναι ένας συμβατικός ιστορικός, ένας συλλέκτης συμβάντων, γεγο­νότων στην καλύτερη περίπτωση και στη χειρότερη ένας «επινοητής». Ενώ ένας αληθινός φιλόσοφος κατέχει την τέχνη του «σκέπτεσθαι» επί της ζωής. Ο καλός ιστορικός απαιτείται να ερμηνεύει τα όντως συμ­βάντα, έτσι συναντιέται με τον φιλόσοφο, συμφιλιώνεται. Θα γίνει όμως ποτέ τέτοιος; Είναι αιχμάλωτος των επίγειων συμβάντων, δεν κατέχει την τέχνη του αφηρημένου. Λίγο παραλογίζομαι! Ο καλύτε­ρος ιστορικός είναι θαμμένος στο μπουντρούμι κάποιου κάστρου.

Το να έχεις όνειρα είναι κάτι αποτρόπαιο. Ενώ αν τα όνειρα προσδιο­ριστούν ως στόχοι αυτό διαφέρει πολύ. Γιατί τα όνειρα είναι πολύ εύ­κολα απραγματοποίητοι στόχοι και γι’ αυτό θα σε βασανίζουν μέχρι το θάνατο. Οι στόχοι πάλι πρέπει να είναι υπολογίσιμοι από την αρχή. Τι στόχους έχω; Είμαι ικανός γι’ αυτούς; Έχω τη θέληση να τους πραγ­ματοποιήσω; Έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε και προς θεού μακριά από το να τίθενται επί τάπητος πολλοί στόχοι. Κινδυνεύεις έτσι να γίνεις ένας καλός χομπίστας, συγκεντρώσου στα σημαντικότερα και αγωνί­σου για την πραγματοποίησή τους για να γίνεις αληθινά καλός!

Κάποτε έκλεισαν σε ένα χρυσό κελί για να το δελεάσουν ένα λιοντάρι. Αφού του αφαίρεσαν τα άγρια ένστικτα το άφησαν ελεύθερο. Εκείνο αναρωτήθηκε: Να μείνω στην ασφάλεια του κλουβιού αλλά αδύναμο ή αν επιστρέψω στα άγρια ένστικτά μου; Αφού όμως μου τα αφαίρε­σαν οι άνθρωποι και έπαψα να θέλω να ζω κυνηγώντας; Τότε ο ασκη­τής του ψιθύρισε κάτι μαγικά λόγια και το λιοντάρι αγρίεψε- είχε βρει τον παλιό του εαυτό! -Λοιπόν έχετε δύο επιλογές άνθρωποι: ή θα με αφήσετε στα άγρια δάση να βρω το δρόμο μου ή θα σας κατασπαρά­ξω. Μήπως όμως το δεύτερο είναι προϋπόθεση του πρώτου; Ναι, είπε ο ασκητής.

Στις αρχές του 21ου αιώνος, τώρα, που βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο μιας νέας εποχής (που τι φύσεως κοσμοείδωλο θα αναδείξει ακόμη δεν γνωρίζουμε) εμφανίζονται όλο και περισσότεροι συλλέκτες, μιας που έχουν συσσωρευτεί πίσω μας αρκετά έτη πολιτιστικής δημιουργίας και υλικών παραγώγων. Νοσταλγοί συλλέκτες γραμματοσήμων, τηλεκαρτών, νομισμάτων, παλαιών καρτ-ποστάλ, αρχαίων αντικειμένων και από τα πιο τραγικά τενεκεδένιοι κουτιών κόκα-κόλας.

Καταλήξαμε εμείς οι «προοδευτικοί» να συλλεκτικοποιήσουμε εμπορικά κατασκευάσματα, σφραγίζοντας έτσι κατά τρόπο πρωτότυ­πο και παρανοϊκό συνάμα, το χαρακτήρα του φιλελεύθερου πολιτι­σμού μας. Αναγάγαμε σε φετίχ άχρηστα κομμάτια ύλης προκαλώντας με τον πιο χυδαίο τρόπο το Θείο παρελθόν μας που δεν αξίωνε λατρευ­τικές αναγωγές ούτε για τα πιο εκλεκτά δημιουργήματά του. Γυρίσαμε βιαίως έτσι τις σελίδες του σαρακοφαγωμένου βιβλίου μας «πίσω» και θελήσαμε, με θρησκευτική ευλάβεια που κατέληξε σε ασέβεια και ύβρη, να αναπαραστήσουμε ξανά σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης που διαδραματίστηκαν πολύ τραγικά και φαύλα την εποχή που ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος Σινά για να λάβει τις 10 εντολές εγκαταλείποντας ανυποψίαστος τους άφρονες ιουδαίους στη λατρεία του χρυσού βο­διού τους. Μόνο που τελικά ο Μωυσής τους πρόλαβε στην άκρη του γκρεμού τους και επανήλθαν. Εμάς όμως τους κοκακολίζοντες ποιος θα μας προλάβει;

Όσον αφορά τα «περί συλλεκτών», φρόνιμο είναι αν όχι αναγκαίο να μνημονεύσουμε ή και να αποκαλύψουμε (στους πιο αδαείς) μια άλλη κατηγορία, αυτών που καλούνται Συλλέκτες Ιδεών.

Αυτή η ομάδα, η ιδιόμορφη, χαρακτηρίζεται από το άωρο, αρέσκε­ται να συγκεντρώνει ως μελισσολόι αντιλήψεις πολιτικού, κοινωνικού, θρησκευτικού, οικονομικού χαρακτήρος και άλλες, από ποικίλες ιδεο­λογίες και μέσω ενός συγκρητισμού να αρνείται το δογματισμό. Μερι­κές παρατηρήσεις ωστόσο πρέπει να γίνουν εδώ:

Η τάση του «συλλέγειν» στο πεδίο των ιδεών στερείται κριτικής σκέψεως και αυτοβουλίας. Υπαγορεύεται από συμφέροντα εξουσια­στικών κέντρων (π.χ. παραθρησκευτικών οργανώσεων) που δεν μελε­τούν παρά για να συνθέτουν κατά τρόπο συγκεχυμένο, αφηρημένο και μη αντιληπτό ολότελα, όχι μόνο από τις βασικές αισθήσεις μας, μα και από τον τρίτο οφθαλμό της ψυχής μας (για όσους τον διαθέτουν), Όλες αυτές οι ζοφερές, κακόβουλες, παραμελέτες που κατασταλάζουν «αδογμάτιστους» Δογματισμούς κατά σατανικό τρόπο συντελούνται με ένα και μόνο στόχο: Να παραποιούν τις πηγές γνώσης, ούτως ώστε να φράξουν στο έθνος και στο σύμπαν ευρύτερα την αντιστροφική του ερευνητική πορεία, μέσα από τη γνωστική δίοδο προς το παλιό και το αρχέγονο. Αυτό το παλώ και αρχέγονο από την άλλη γνωρίζουν καλά οι πάτρωνες των παραμελετών πως επειδή έχουν υποκύψει οι εκφρα­στές τους σε ακατάλυτους κοσμικούς, βιολογικούς Νόμους, παραμένει κωφάλαλο και στην ιδανικότερη περίπτωση φαίνεται (ίσως λόγω της αγαθής του φύσης) πως δεν μπορεί ούτε με αλφαβητικές χειρονομίες να εκφραστεί, κομπλάροντας για την ατέλειά του υπό τις «προβλημα­τισμένες» και παράφωνες συζητήσεις των «Εραστών» του.

Πάρα ταύτα υφίστανται κάποιοι, λιγοστοί βέβαια, μυημένοι αυτό­βουλοι καλών προθέσεων και πρωτότυπου, προοδευτικού πνεύματος που διεξάγουν έρευνα σε παντοειδή επίπεδα στοχαστικών εκφάνσεων. Η υπόθεση όμως σταματά εκεί, στα πλαίσια του «καλοπροαίρετου» και του πρωτότυπου πνεύματος καθώς το τελευταίο παρουσιάζεται ατροφικό ως προς την επιλεκτικότητα των ουσιαστικών ιδεών και τη σύνθεσή τους στις διαστάσεις της αρμονίας, της συμμετρίας και της ουράνιας και εγκόσμιας αλήθειας. Αναφέρομαι στην καθαρτική κριτι­κή σκέψη την ανιδιοτελή που απαιτείται και όμως απουσιάζει δυστυ­χώς από κάθε αγώνα του πνεύματος. Έτσι φτάσαμε στο σημείο να μι­λάμε για «Εθνικομπολσεβικισμό», ριζοσπαστικό υπερβατικό καπιταλι­σμό (όσον αφορά τον τελευταίο κακόβουλα και δημαγωγικά), να συν­δυάζουμε τη δικτατορία με τον ολοκληρωτισμό και το χειρότερο ελλεί­ψει στοιχειώδους προσέγγισης γνωστικών αντικειμένων ύστερα από άκριτα συνονθυλεύματα επιδερμικών γνώσεων. Έτσι δημιουργήθη­καν αντιφάσκουσες μεταξύ τους εννοιολογικές συζεύξεις που δεν εί­ναι παρά συμπτώματα στοχαστικής Εντροπίας, που το λάθος στην προκειμένη περίπτωση είναι η αδαημοσύνη. Συνέπεια όλων των παρα­πάνω είναι η πλάνη του λαού που η εξουσία ελέγχει μέσω της στρατευ­μένης σ’ αυτή «διανόησης».

Θα αποδειχθεί κατόπιν του λόγου το αληθές με το ακόλουθο παρά­δειγμα: Ταυτίσαμε τη δικτατορία με τον ολοκληρωτισμό κατά τρόπο αντιεπιστημονικό. Δικτατορία καλείται το σύστημα εκείνο που οικοδο­μείται δια της βίαιης κατάληψης της εξουσίας από μία ομάδα στρατιω­τικών ή πολιτικών που αμφισβητούν το συνταγματικό δίκαιο μιας χώ­ρας. Βασικά συστατικά στοιχεία της δικτατορίας είναι η χρήση βίας και ανορθόδοξων μέσων για την κατάληψη της εξουσίας, η έλλειψη ιδεο­λογικού υπόβαθρου, δηλαδή κοσμοθεωρίας (προκειμένου για την αστι­κή δικτατορία), σύμπραξη εξεγερμένων (και όχι επαναστατών) με μια οικονομική ολιγαρχία, αντιλαϊκή πολιτική και ας εφαρμόζονται κάπου- κάπου φιλολαϊκά μέτρα. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι αστικές καπιταλι­στικές δημοκρατίες της Δύσεως στηρίζουν τα λεγόμενα δικτατορικά καθεστώτα, π.χ. (Αμερική – καθεστώς Απριλιανών) προκειμένου να αναχαιτίσουν δυνάμεις που εκπροσωπούν άλλης φύσεως ιμπεριαλισμό όπως οι κομμουνιστές ή ακόμη ξένα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα ή και για να πετύχουν τον έλεγχο μιας χώρας. Τελικά και οι πιο ιδεαλι­στές δικτάτορες πέφτουν θύματα ξένων αντεθνικών δυνάμεων.

Αντίθετα φασιστικός και εθνικοσοσιαλιστικός ολοκληρωτισμός ή συγκεντρωτική οργανική Δημοκρατία ορίζεται το καθεστώς το οποίο παίρνει την εξουσία με ή χωρίς τη χρήση βίας (π.χ. με εκλογές, Χίτλερ και Γερμανικός Εθνικοσοσιαλισμός, Μουσολίνι πορεία προς τη Ρώμη), προκειμένου να εφαρμόσει μια κοσμοθεωρία. Ανατρέπει τις οικονομι­κές ολιγαρχίες (συνεργάζεται με μία εθνικοποιημένη οικονομία ελεγ­χόμενη από αυτό). Είναι απόλυτα φιλολαϊκό, εθνικό, φυλετικό εξ ορι­σμού του (Εθνικοσοσιαλισμός). Βεβαίως όλα αυτά όχι μόνο σε θεωρη­τικό επίπεδο, αλλά στο παρελθόν όπου εφαρμόστηκε «σε καλό βαθμό σε πρακτικό». Βασικό είναι επίσης ότι ο ολοκληρωτισμός τουλάχιστον στον πυρήνα απ’ όπου εκπορεύεται δεν υποβοηθάται από ξένες δυνά­μεις (ιστορικά στοιχεία).

Τεράστιο το χάσμα λοιπόν μεταξύ ολοκληρωτισμού μαύρου τουλά­χιστον και δικτατορίας. Κοινά σημεία μόνο η κατεύθυνση από το κρά­τος του τύπου, των Μ.Μ.Ε., των ιδεών, της παιδείας.

Το λεπτό και βασικό σημείο εδώ όμως είναι όχι κοινότητα τρόπου άσκησης πολιτικής, αλλά οι σκοποί αυτοί. Εκεί οι δρόμοι διίστανται απόλυτα. Η μεν δικτατορία ξεκαθαρίστηκε ποια συμφέροντα εξυπηρε­τεί, η «συγκεντρωτική οργανική Δημοκρατία» δε, αναλύθηκε ποιες κα­τευθύνσεις εξ αρχής έχει. Η διαφορά μεταξύ τους συνοψίζεται σε δύο αντιθετικά ζεύγη Εξέγερση * επανάσταση, κενό περιεχομένου μοντέλο * κοσμοθεωρία.

Η έλλειψη όμως βαθιάς καλοπροαίρετης κριτικής μελέτης αυτών των συστημάτων οδήγησε στην ταύτισή τους. Να τι εννοώ λοιπόν μι­λώντας για εντροπία και έλλειψη κριτικής σκέψης αναλυτικής-συνθετικής ικανότητος.

Μία έσχατη τάση «ασκούμενων στη μελέτη» κοσμοειδώλων αντι­προσωπεύουν οι κύκλοι που τελικά μετά από την όποια μελέτη τους δεν καταλήγουν σε κανένα συμπέρασμα. Αυτοί μελετούν συνεχώς, χωρίς ωστόσο να ασπάζονται a priori κάποια βασική ηθική πάνω στην οποία θα δομήσουν τις γνώσεις που συσσωρεύουν. Το αποτέλε­σμα είναι η διαιώνιση ενός μετέωρου στοχασμού που αρνείται να προσγειωθεί και που τελικά σε πρακτικό επίπεδο δεν προσφέρει απο­λύτως τίποτα.

Η φράση «πίστευε και μη ερεύνα» που κάποιοι δογματικοί παραποί­ησαν σε βαθμό βάναυσο για το πνεύμα αλλά και για το Χριστιανισμό αναλύεται ως εξής από εμάς τους στοχαστές: «Πίστευε και μη ερεύνα ως εν πολλοίς δοκού μεν ατελώς κειμένοις όψεσθαι». Αμήν.

Συχνά ακούγεται η φράση «η ιστορία επαναλαμβάνεται» από εγγράμ­ματους και αγράμματους και ομολογώ ότι ο εκνευρισμός είναι ένα συ­ναίσθημα αρμόζον στην περίσταση, γιατί χωρίς βαθιά μελέτη φιλοσοφίας-ουσίας της Ιστορίας καταλήγουμε σε συμπεράσματα που τα πε­τούμε απερίσκεπτα σαν αποφθέγματα. Εδώ ακριβώς είναι που οφείλει να παρέμβει η επιστήμη της Ιστορίας και να διευκρινίσει, ή καλύτερα οι εκπρόσωποι της. Γιατί δεν μπορούμε να σπαταλούμε τον περισσότε­ρο χρόνο από τη μελέτη μας εμείς οι αυριανοί ιστορικοί, προκειμένου να μαθαίνουμε ημερομηνίες και στεγνά γεγονότα που συχνά αναθεω­ρούνται, όταν δεν είμαστε σε θέση τουλάχιστον να υποπτευθούμε τις βαθύτερες σχέσεις και την ουσία των φαινομένων, που διαισθανόμα­στε οι πιο φωτισμένοι σε στιγμές στοχαστικής έξαρσης ότι υπόκεινται σε αιώνιους και ακατάλυτους Φυσικούς Νόμους, ξέχειλους από μυστι­κισμό χθόνιο προερχόμενο από κάποιο υπερπέραν αγνώστων διαστά­σεων, από την απέραντη αστρική επικράτεια.

Πρέπει να αποτανθούμε στον ιδεαλισμό εάν στοχεύουμε να κατα­στήσουμε την ιστορία όπλο για το μέλλον. Πρέπον είναι να αρχίσουμε ανοίγοντας τον τρίτο οφθαλμό μας να αναζητούμε στο απύθμενο βά­θος της μία απόκρυφη εν πλήρη κινήσει συμπαντική λειτουργία αρχε- τυπικών διατάξεων που τείνει προς τελετουργία άυλη, αυστηρή, στα­θερή ή ρέουσα τη στιγμή ιστορικών πράξεων. Ένα τέτοιο ρέον μυστή­ριο θα εξιχνιαστεί και θα αναστηθεί στο διαυγές φως των ανθρώπινων οφθαλμών μας, μόνο από τους έχοντες (μαγικές) ικανότητες, τους ορα­ματιστές ιστορικούς και σκηπτροφόρους του υψηλού στοχασμού του ορθολογιστικού συνταιριασμένου με το υπερβατικό μέσω μιας παρά­δοξης ψυχονοητικής σχέσεως με την πραγματικότητα, καθώς και την άρνηση των φαινομένων και διά μιας μυήσεως στις ατραπούς που ξε­προβάλλουν μέσα από τα ιερά αιματολουσμένα χώματα της πατρικής μας γης, εξακοντίζονται και φτάνουν ψηλά στις χιονοσκεπείς κορυφές του Ολύμπου για να γίνουν συμποσιαστές με τους Θεούς τους και να συνεχίζουν έπειτα το αείζωο ταξίδι τους στο παγωμένο άπειρο. Η αί­σθηση του απείρου δε δια της ενοράσεως πλημμυρίζει με δέος τις καρ­διές μας και μας κάνει να αμφιβάλλουμε εάν η ιστορία υποτάσσεται τε­λικά σε ανθρώπινες εκτιμήσεις και δρώμενα σε βαθμό τέτοιο που ο ιστορικισμός μας γίνεται αιρετικός και θρησκευτικός (με και χωρίς τη χριστιανική ερμηνεία του όρου) έως ότου να επέλθει μια πλήρης μετάλ­λαξη εντός της ιστορικής επιστήμης εσώτερων ανθρώπινων δογματισμών που την οριοθετούν επικίνδυνα εν τέλει σε ιστορικοθρησκευτικές διαισθητικές συζεύξεις και να απελευθερωθούμε έτσι από την πνευμα­τική στασιμότητα.

Η στάση των μαζών απέναντι στους εκλεκτούς είναι ιδιαίτερα παρά­δοξη. Νιώθουν αγάπη για κάθε τι ιδιοφυές μα και ταυτόχρονα δέος και ζηλοφθονία επειδή δεν διαθέτουν τα προσόντα μιας ιδιοφυΐας, μα και επειδή νιώθουν να απειλείται η μετριότητά τους. Προτρέπουν λοι­πόν τα παιδιά τους οι «μέτριοι» να μοιάσουν στις καθάριες πνευματι­κές προσωπικότητες, στην πραγματικότητα όμως μόνο επιφανειακά γιατί δεν προβαίνουν στην ανάλογη παίδευση και αγωγή που απαιτεί­ται για να γίνει κανείς μεγάλος του πνεύματος. Ίσως βέβαια αυτή η εξ ορισμού αντίθετη νοοτροπία των «κοινών πολιτών» (περί δημιουργίας οικογένειας) με την αντίστοιχη των πνευματοφόρων (που τελικά γίνε­ται τρόπος ζωής επιδρώσης αρνητικά στα παιδιά) να οφείλεται μόνο όχι σε κακοπροαίρετες βουλήσεις μα και σε πνευματική ανεπάρκεια και κοινωνικά συμπλέγματα που φαίνεται πως οι «μέτριοι» κουβαλούν σε μεγάλο βαθμό επάνω τους.

Από την άλλη πλευρά συγκεκριμένη κοινωνική στάση εκφράζεται απέναντι στους υποβαθμισμένους πνευματικά και εν τούτοις είναι σε μεγάλο βαθμό η εκδήλωση οίκτου. Η μάζα λυπάται την όποια μορφή αδυναμίας ιδιαίτερα τη διανοητική. Ταυτόχρονα όμως γίνεται εκμεταλλεύτρια στυγνή των αδυνάτων και αυτό δεν το κάνει παρά για να επιβεβαιώσει τη δική της ανωτερότητα, που τόσο ταπεινώθηκε στ’ αντίκρισμα με εκλεκτούς και αποκαλύφθηκε ως τέτοια που είναι: Ως «φαύλη ταπεινότητα».

Συμπερασματικά καταλήγουμε στο ότι πλατιές λαϊκές μάζες λα­τρεύουν το μέτρο τουλάχιστον όσον αφορά τη σκέψη. Διότι φοβούνται τους ανθρώπους που διαθέτουν υψηλό βαθμό αυτοσυγκέντρωσης της σκέψης, σιδηρούν και οξύ ανατρεπτικό πνεύμα. Ενώ λυπούνται το κα­τώτερο από την άλλη.

Εδώ πρέπει να επισημανθεί η πάλη που υφίσταται μεταξύ δύο πνευ­ματικών κόσμων που οι οδοί τους εκτείνονται στα πεδία της πολιτικής, οικονομίας, πολιτισμού.

Ο πνευματικός κόσμος των αριστοκρατών του μέλλοντος υπαγο­ρεύει πεποιθήσεις υψηλής ποιότητος όσον αφορά την επιλογή πολιτεύ­ματος και του εξ αυτού καθοριζομένου εξιδανικευμένου κοσμοειδώλου, με κεντρικούς άξονες τον απόλυτο σεβασμό της προσωπικότητας του ατόμου-δημιουργού και τη φυλετική κάθαρση διά μέτρων βιολο­γικής εξυγίανσης και με συστατικά στοιχεία το αξιοκρατικό κράτος δι­καίου, την εκ της φύσεως εκπορευομένη και αναγκαία προς επιβολή ιεραρχία επί παντός κλάδου, την κοινωνική πολιτική, την υπερταξική και Εθνική ιδέα, τον ηρωικό Χριστιανισμό, την αρχαία ελληνική κουλ­τούρα και τέχνη εκδηλουμένη όμως διά ποικίλων σύγχρονων καλλιτε­χνικών εκφάνσεων, τον προοδευτισμό, την παντοδυναμία και ιεροσύνη του στρατού με την αποκατάσταση του παλαιού κώδικά τιμής των πολεμιστών, καθώς και τη σύνθεση καστών αποτελουμένων από τους ικανότερους και αγαθότερους πολίτες σε όλα τα επίπεδα δράσης. Δια­κηρύττεται ακόμη η πίστη στον ανθρωπισμό και η ανάγκη για προσπά­θεια βοήθειας όπου χρειάζεται στον πλανήτη, καθώς και η ανταλλαγή πολιτιστικών ιδεών μεταξύ των λαών. Αντιθέτως ο «κόσμος των όχλων» ενώ σπασμωδικά ζητάει αρχικά μια θέση στον ήλιο, εν συνε­χεία εκμεταλλεύεται την παροχή δικαιωμάτων και βαθμιαία στο τέλος εγκαθιδρύει την αστική δημοκρατία ως πολιτική του έκφραση. Μάλι­στα δια των ηγετών του σχεδιάζει και εφαρμόζει διάφορα δημοκρατι­κά μοντέλα όπως είναι ο κομμουνισμός, ο σοσιαλισμός, η σοσιαλδημο­κρατία, η χριστιανοδημοκρατία, ο αναρχοσυνδικαλισμός, ο καπιταλι­σμός ποικίλων εκφάνσεων που έχουν όμως κοινό χαρακτήρα σε εθνι­κό, φυλετικό και κοινωνικό επίπεδο: Την έλλειψη φυλετικής συνείδη­σης πολιτιστικής ιδιαιτερότητας στα κράτη όπου εφαρμόζονται, ανύ­παρκτο μεταφυσικό χαρακτήρα, επιδερμικό ιδεολογικό υπόβαθρο που αποκαλύπτεται με την αναγωγή του σύμπαντος από τους εκπροσώ­πους τους στις διαστάσεις της ύλης αφού με βάση αυτή σκέπτονται, σχεδιάζουν και πράττουν.

Η Μασονία και ο Σιωνισμός διεισδύουν μέσω των οργάνων τους σε πρακτικό επίπεδο επίσης σε όλα αυτά τα συστήματα καθώς και οι υπό­λοιπες οικονομικές ολιγαρχίες, που διαμορφώνουν τελικά το χαρακτή­ρα τους και οικειοποιούνται τις όποιες αληθινά ανθρωπιστικές ιδέες εκδήλωσαν σε θεωρητικό επίπεδο. Επίσης η έλλειψη ασφαλιστικών δι­κλείδων εντός των κόλπων τους, τα καθιστά επιεικώς (στην αγνή μορ­φή τους) ανίκανα προς αντίσταση στους όποιους καιροσκόπους, τρο­μοκράτες, εμπόρους των ιδεών τους, αδύναμα να αντιμετωπίσουν τα κυκλώματα παιδικής πορνείας, εμπορίας ναρκωτικών, διοχέτευσης ανθυγιεινών προϊόντων στην αγορά. Στη χειρότερη μορφή τους αυτοί οι παραπαίοντες εν τέλει οικονομικοί οργανισμοί γίνονται συμμέτοχοι στο παγκόσμιο έγκλημα σε βάρος των λαών που υπό το πρόσχημα του διεθνισμού, της δημοκρατίας, του Χριστιανισμού, του κοσμοπολιτι­σμού και της οικονομικής ευημερίας αλυσοδένουν τα έθνη και προκα­λούν ηθική και πολιτιστική αφαίμαξη που όμως δεν διακρίνεται επειδή οι πολιτισμοί μοιάζουν να επιβιώνουν καθώς επιμελώς φροντίζεται η διατήρηση του κελύφους τους, δηλαδή της εξωτερικής μορφής τους. Η φθορά όμως και η υποσκαπτική τελετουργία διαδραματίζεται εσωτε­ρικά στα σπλάχνα τους. Πολιτικάντηδες υπογράφουν συνεχώς συμ­φωνίες μειοδοσίας, σύμπραξης και φιλίας με τους Εβραιοσιωνιστές που κάθε χρόνο μας πιθαναγκάζουν ασκώντας πλύση εγκεφάλου να θρηνούμε το υποτιθέμενο ολοκαύτωμα τους, σαν να μην έχουμε δι­κούς μας νεκρούς να θρηνήσουμε (βλέπε 1922 Σμύρνη) και αγνοούμε­νους να αναζητήσουμε (Κύπρος 1974).

Η Παιδεία (η ελληνική τουλάχιστον) η δημοκρατική, σείεται καθώς κηρύγματα αρνησιπατρίας βρίσκουν έδαφος όταν παιδιά αποβάλλο­νται για ιδεολογικούς λόγους. Ο μαρξισμός, αυτό το άτιμο σαράκι, κα­τατρώει λαίμαργα την εθνική μας κουλτούρα, διασπά την οικογένεια, πολεμά τη θρησκεία, τη ράτσα, την ιεραρχία, τα σύνορά μας ως συνέ­πεια της οικονομίας, τις παραδοσιακές μας αξίες. Ερμηνεύει το γίγνε­σθαι κατά χυδαίο τρόπο, έχει το θράσος να αφορίζει τους εθνικούς μας ήρωες αποκαλώντας τους συχνά, ειδικά τους ήρωες του 1821 κάφρους αγελαδάρηδες και τσομπαναραίους, ενώ εντελώς «διανοουμενίστικα» διδάσκει στα πανεπιστήμια ότι οι πολιτισμοί είναι δημιουργή­ματα προς επιβίωση των ανθρώπων, καθιστώντας έτσι τους αρχαίους πολιτισμούς, όχι μόνον τον ελληνικό αλλά και τους άλλους (π.χ Αιγυ­πτιακό, Κινέζικο) ως ισάξιους ως αντίστοιχους των Οθωμανών, των Ινδιάνων της Νέας Γουινέας, των Ζουλού και άλλων πτωχών τω πνεύματι βαρβάρων που πράγματι διαθέτουν πολιτισμό επιβίωσης το ίδιο ουράνιο μ’ αυτόν των κωνώπων, σκνιπών, μυγών και άλλων πτερωτών του Θεού εντόμων.

Τελικά αυτή η αστική δημοκρατία διαρρηγνύει τα ιμάτιά της να μας πείσει ότι είναι το καλύτερο πολίτευμα από τα χειρότερα, επικα­λούμενη τραγικά μάλιστα τον δικτάτορα Τσώρτσιλ, τον σφάχτη της Γιάλτας, αντί τουλάχιστον κάποιον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο. Χαρα­κτηριστικό και τραγικό επίσης είναι ότι στην καπιταλιστική δημοκρα­τία όλοι μεν έχουνε το δικαίωμα του λέγειν, όμως ποιος εισακούει τις προτάσεις μας κατά τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν; Ίσως μόνο η αστυ­νομία όταν το σύστημα θα την ξαμολήσει σαν το μαντρόσκυλο του τη στιγμή που διαισθανθεί πως απειλείται η υπόστασή του. Και τότε θα ‘ναι που θα φανερωθεί στα μάτια μας ολόγυμνη η φαυλότητά του κα­θώς και της μασονικής Θέμιδος που θα σπεύσει απονέμοντας απλόχε­ρα «δικαιοσύνη» για να σώσει τις δομές του κράτους.

Αρκετά ειπώθηκαν όμως)ς περί κραταιάς φαυλότητας ωστόσο, σε σχέση μ’ αυτά που θα ‘χουμε να δούμε και να διηγούμαστε μια ολό­κληρη ζωή. Ας γίνουμε συμπερασματικά περισσότερο σκεπτικιστές και ριζοσπαστικοί και ας λυσσομαχήσουμε για την καθαίρεση από τα εγκόσμια και την εκθρόνιση των «πρώτων ανδρών μας» εκεί που τους αξίζει· στο Βασίλειο του Πλούτωνος, βιώνοντας το εξής παραδεκτό και απόλυτο δόγμα: Μαύρο στους πολιτικάντηδες για πάντα.

Κανένας θεσμός δεν είναι εξ αρχής καλός ή κακός, (διότι η φύση του κάθε θεσμού εξαρτάται απ’ τη φύση των υπηρετών του), το ίδιο ισχύει και με τη Βασιλεία. Αρέσκονται ομοίως πολύ αφελείς, ρομαντικά, αγα­θοί ωστόσο, αγανακτισμένοι από την τωρινή κατάντια του Έθνους να προτείνουν «Βασιλευομένη Δημοκρατία» αντί για Προεδρευομένη. Ας καταλάβουν επιτέλους πόσο έχει διαβρωθεί στον καιρό μας και ο θε­σμός της Βασιλείας, ας μελετήσουν ιστορία σχετικά με το τι πρόσφερε αυτή στην Ελλάδα και ας γίνουν περισσότερο οξύνοες ως προς την εμπέδωση του αξιώματος «ότι ο Βασιλιάς σήμερα δεν είναι παρά δια­κοσμητικό στοιχείο» όμορφο μεν, αλλά αναποτελεσματικό, να προβεί σε αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις στον πολιτισμό και στο κράτος. Εάν ωστόσο είναι ο Βασιλιάς θεληματικός για μεταρρυθμίσεις είναι αποδεκτός, εάν μη απελθέτω! Οι καιροί δεν είναι κατάλληλοι για πει­ραματισμούς. Άλλωστε δεν μπορούμε να αποδεχόμαστε ενθουσιωδώς θεσμούς αναξιοκρατικούς κολλώντας σε τίτλους που είναι πανέμορ­φοι μόνο όταν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο οικοδομούνται είναι υπό­βαθρο γνώσης, ηθικής, ηρωισμού, αποφασιστικότητος και σοφίας.

Η Ελλάς, η χώρα των «Προέδρων» διαδόχων των Θεών (sic) φαίνεται πως παρουσιάζει «δαιμονικές» θέαζουσες τάσεις τελευταία ακολου­θώντας και εδώ το παράδειγμα του έξω από αυτήν κόσμου. Παραθρησκευτικά κέντρα προωθούν αρχηγίσκους, διδάσκοντας τη Θεία φύση τους. Φαίνεται πως αγαπούμε ιδιαίτερα το θέατρο και συγκεκριμένα το δράμα καθώς ενδόμυχα επιδιώκουμε μία αναπαράσταση της Ολύ­μπιας δυναστείας από νέους Θεούς. Έτσι δείχνουμε την εσωτερική μας ψυχική και ηθική απόγνωση και την ανάγκη για σωτήρες που όλοι σε χρόνους κρίσεως αναζητούμε με σκοπό τη λύτρωση. Μόνο που γι­νόμαστε ευκολόπιστοι στις αυτοαναγωγές του ανθρώπινου στο Θείο διότι λείπει η κρίση, ο στοχασμός, η εγκράτεια, η χριστιανική ευλάβεια, η αρχέγονη θρησκευτικότητα, η φυσιογνωσία, η μελέτη, καθώς και η άψογη διαίσθηση που την εποχή της δόξας μας αποτέλεσαν τους ακρογωνιαίους λίθους της αρχαίας ελληνικής Θρησκείας πάνω στο με­ταίχμιο της μετάβασης από τους πρωτόγονους δαίμονες των προϊστο­ρικών χρόνων στην τάξη των αγαθοεργών δυνάμεων, οι Θεοί της οποί­ας πέρασαν πολλά τεστ Θείας εγκυρότητας προτού λάβουν «διαβατή­ριο» για τον Όλυμπο.

[ΤΕΛΟΣ 1ου ΜΕΡΟΥΣ , ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]