Άφθονοι φιλοσοφικοί και επιστημονικοί προβληματισμοί έχουν αναπτυχθεί γύρω από το ζήτημα των πολεμικών συρράξεων από τις απαρχές της ανθρώπινης ιστοριογραφίας. Τα γεγονότα μάλλον επιβεβαιώνουν ότι η πολεμική αντιπαράθεση αποτελεί έμφυτο συνοδοιπόρο του ανθρωπίνου όντος και θεμελιώδη κανόνα της του πολιτισμού, ειδικά αν αναλογισθούμε πως ο ήδη ένας πρώιμος πόλεμος στην ιστορία του ανθρώπινου είδους διεξήχθη στην προϊστορική εποχή μεταξύ του είδους Νeatherdal και του καινοπρεπούς τότε είδους, που κυριαρχεί ώς την σημερινή εποχή, τους Homo Sapiens. Μάλιστα κατόπιν αυτής της διαπίστωσης οι επιστήμονες συνηγόρησαν ότι ο πόλεμος αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης.
Προτού παρουσιάσουμε και αναλύσουμε τις ερμηνείες που δόθηκαν στον πόλεμο από τους ανθρώπους του πνεύματος, οι περισσότερες εξ αυτών παλαιές, η περιοδική αναφορά εδώ στοχεύει στην πρόληψη και απόκρουση των επιχειρημάτων που εκφράζονται από αιθεροβάμονες πασιφιστές οι οποίοι, συνταυτιζόμενοι συχνά με την γραμμική αντίληψη της ιστορίας, επενδύουν σε έναν αντιρεαλιστικό και παράλογο μυωπικό παρον-τισμό, αρνούμενοι την διαχρονικότητα κάποιων καταστάσεων. Έτσι η έναρξη της ερμηνευτικής σειράς θα έχει αντίστροφη πορεία, από τους πιο μοντέρνους εποχιακά προς τους αρχαιότερους.
Ένας σύγχρονος νους που έχει εκφράσει την παραδοχή πως ο πόλεμος αποτελεί την φυσική κατάσταση του ανθρώπου είναι ο Ισπανός δημοσιογράφος, επί πολλά έτη πολεμικός ανταποκριτής και μετέπειτα μυθιστοριογράφος, Αρτούρο Περέθ Ρεβέρτε. Επιπροσθέτως ένας ομοεθνής φιλόσοφος του Ρεβέρτε ονόματι Γκουστάβο Μπουένο υπεστήριξε πως ο πόλεμος είναι ένα βαθιά ανθρώπινο φαινόμενο, το οποίο σχετίζεται με το ποιοι είμαστε ως είδος. Κλείνοντας τα αυτιά στις παρανοήσεις κάποιων αργόσχολων και στερούμενων γνωστικού υποβάθρου αναφορικά με την νοητική βάση του ανθρώπου, δήθεν ιστορικών αναλυτών ή ακόμα και απλών καθημερινών μαζανθρώπων που, αποτυφλωμένοι από την χαλυβδωμένη μυθοπλασία της ειρηνικής συμβίωσης, αναπτύσσουν μία παιδαριώδη σκέψη μέσα από την οποία οραματίζονται μίαν αόριστη αλλαγή της ανθρωπότητος στην οποίαν αυτομάτως αποδίδουν θετικό πρόσημο, επιβάλλεται να προσεγγίσουμε το θέμα κυνικώς αποδεσμευμένοι από κάθε εξηρτημένη συναισθηματική ανακλαστικότητα. Όμως όντας μικρόνοες αδυνατούν να μας εξηγήσουν επιχειρηματικώς και με λογικό τρόπο τις αιτίες για τις οποίες αντιλαμβάνονται ως προοδευτικό βήμα την παύση των πολεμικού ανταγωνισμού…
Οι ισχυρισμοί τους απλούστατα εδράζονται πάνω σε θυμικές επικλήσεις αναφερόμενες στο ξεκλήρισμα ανθρώπων στα πολεμικά μέτωπα, γεγονός που προδήλως είναι τραγικό αλλά ταυτοχρόνως φυσικώς αποδεκτό. Αν μπούμε στον κόπο να παρατηρήσουμε τους φυσικούς ρυθμούς δράσης, θα δούμε ότι η αλληλοεξόντωση και η θυσία των έμβιων πλασμάτων βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη της φυσικής λειτουργίας. Ο κύκλος της ζωής από την πρώτη του αρχή χρωματίζεται με αίμα και αναβλύζει θάνατο, καθώς ζωή και θάνατος είναι αδιαρρήκτως αλληλένδετα!
Όλα τα φυσικά πλάσματα εμφύτως τείνουν να αναζητούν την σωτηρία τους. Τα ζώα το πράττουν μέσῳ του αγώνα για καθημερινή επιβίωση και γύρω από αυτή περιστρέφεται αυτή η τάση τους. Ο άνθρωπος ως πιο εξελιγμένος νοητικά έχει αναπηδήσει ένα στάδιο και εξασφαλίζει την υπαρξιακή του συνέχιση εξ ίσου μέσω της σύγκρουσης με τους ομολόγους του αλλά με πολύ πιο εξελιγμένες πρακτικές. Το δίποδο ζώο πορεύεται και αυτό με βάση δοξασίες, οι οποίες ανά εποχή και ανά κοινωνία ποικίλλουν. Σε ένα βιόκοσμο μπορεί να αποτελούν μεταφυσικές συλλήψεις, αλλού οι αντιλήψεις εκφράζονται μέσα από φαινομενικά πιο ορθολογικούς δείκτες, όπως η δίψα για κέρδος και η φιλοδοξία για κοινωνική ανάπτυξη, των οποίων όμως η βάση παραμένει κατά το βάθος θρησκευτική, χωρίς όμως κανένα πραγματικό μεταφυσικό υπόβαθρο, αφού τα πάθη ή οι ιδεοληψίες αυτές έχουν υποκαταστήσει τα παλαιά δόγματα, ακολουθούμενες με τον ίδιο ζήλο από τους αντιστοίχους οπαδούς.
Το περιπτωσιακώς μείζον παρά ταύτα είναι ότι, από την μακρινή εποχή της κοσμογονίας ώς τις ημέρες μας κοινώς αποδεκτό χαρακτηριστικό είναι η αμοιβαία αποκτήνωση των ειδών από το ταπεινό ζωύφιο ώς τον, κάτοχο της σοφίας, άνθρωπο – με κοινό παρανομαστή την επιδίωξη της σωτηρίας. Λόγου χάριν η βούληση του ανθρώπου για την επίτευξη των συμφερόντων του με κάθε κόστος είναι ένα ακόμα βήμα προς την διάσωση της ύπαρξής του. Συνεπώς ο Κόσμος και ο Κοσμικός Λόγος, προτού ακόμα πλάσει τα άλογα και τα έλλογα κτήνη, είχε προνοήσει για την διασφάλιση της ομοιόστασης του κοσμικού γίγνεσθαι εφοδιάζοντας άπαντα τα πλάσματα με την γνώση των τακτικών που πρέπει να ακολουθήσουν, ώστε να επέρχεται η εξισορρόπηση. Τρόπον τινά λοιπόν δημιούργησε μια πανσπερμία ειδών, που θα αντιμάχονταν και θα εξουδετέρωναν το ένα το άλλο, ώστε να μην υπάρξει ποτέ πληθυσμιακός πολλαπλασιασμός κανενός είδους εις βάρος του άλλου – και στον άνθρωπο ενεφύσησε την συγκρουσιακή ιδέα αποσκοπώντας στην αριθμητική τους διαρρύθμιση σε πλανητικό επίπεδο.
Συμπερασματικά ο φυσικός νόμος επιτάσσει την δημιουργική θυσία, ώστε μέσω αυτής να ανανεώνονται διαρκώς τα φυσικά δρώμενα. Η μέριμνα της μεγάλης μητέρας για την πραγμάτωση της κοσμικής αρμονίας μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή μέσα από το μύθο του Επιμηθέα, που μας αφηγείται την κατανομή αντίστοιχων ιδιοτήτων στα ζώα. Στους μύθους και τα ρομαντικά παραμύθια επίσης καθίσταται εμφανής η αναγκαιότητα εκδήλωσης συγκρουσιακών διαδικασιών που χρησιμεύουν ως μέσα ειρήνευσης του συμπαντικού κόσμου και, αντιστοίχως, επίτευξης της ανθρώπινης ευτυχίας. Παραδειγματικά οι πόλεμοι των αρχαίων θεοτήτων με τις οντότητες των γιγάντων και των τιτάνων μας δείχνουν πως η αλληλοεξόντωση είναι απαραίτητη για την διατήρηση της κοσμικής ισορροπίας. Κατ᾿ αντιστοιχίαν το χαρούμενο τέλος που παρατηρούμε να έχουν τα περισσότερα έργα της κλασσικής λογοτεχνίας συνήθως προκύπτει μέσα από μία προηγηθείσα αιματοχυσία και τον θάνατο μερικών από τους ήρωες των μυθιστορηματικών αφηγήσεων.
Ωστόσο εάν επιθυμούμε να κατανοήσουμε πραγματικά τις φυσικές βάσεις και αιτίες του πολεμικού φαινομένου δεν έχουμε παρά να αναζητήσουμε τους προβληματισμούς που είχαν αναπτύξει πάνω στο εν λόγῳ θέμα ουκ ολίγοι φιλοσοφικοί στοχαστές, κλασσικοί και σύγχρονοι, καθώς και τις ερμηνείες που έδωσε ο καθένας από αυτούς. Από την αρχαιότητα αρκετοί αριστοτέχνες της σκέψης έχουν συμπεράνει ότι η ανθρώπινη φύση περικλείει στα ενδότερά της μια τάση για σύγκρουση. Ο Θουκυδίδης για παράδειγμα υπεστήριξε ότι η αύξηση της ισχύος της μίας πλευράς αιτιολογεί την πυροδότηση του πολέμου – μία πτυχή που θεωρούσε εντελώς φυσιολογική στο ανθρώπινο γένος. Ο Πλάτων ανέπτυξε την δική του εκδοχή, ισχυριζόμενος πως η σύρραξη ανάμεσα στις πόλεις αντανακλά στη φυσική κατάσταση του ανθρώπου, η διάθεση δε γι᾿ αυτήν προάγεται από το αίσθημα του ανταγωνισμού που φύσει ενυπάρχει στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Επιπροσθέτως ο Πλάτων συνδέει άρρηκτα τον πόλεμο με την πολιτική, η οποία αποτελεί εξ ίσου ένα πρόδηλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρωπίνου βίου, αφού είμαστε πολιτικά όντα σύμφωνα και με τον μαθητή του Αριστοτέλη.
Εκείνος με την σειρά του δηλώνει ότι ο εμφύλιος πόλεμος πρέπει να λειτουργεί ειρηνευτικά με γνώμονα το δίκαιο και πως η εκδήλωσή του οφείλεται στην επιβολή συμφωνιών και κανόνων εντός της Πολιτείας, που προκαλούν την ανάπτυξη αντιθέσεων, οι οποίες είναι αδύνατο να κατασταλούν εντελώς, δικαιολογώντας κατ’ αυτό τον τρόπο πλήρως την φυσική προέλευση του συγκρουσιακού φαινομένου. Ο Όμηρος αφήνει το δικό του αποτύπωμα, ξεδιπλώνοντας την ερμηνευτική ανάλυση των πολέμων ιδίως μέσα από το πρώτο έργο του, την Ιλιάδα, όπου τα γεγονότα που αφηγείται είναι κατά βάσιν πολεμικά. Παρενθετικά οι συμβολισμοί της Οδύσσειας και ειδικά οι δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται ο Οδυσσέας θέλουν να δώσουν την εντύπωση πως ο βίος εν συνόλῳ είναι μία αέναη κατάσταση πολέμου. Μολαταύτα στην σκέψη του Ομήρου ο πόλεμος λογίζεται ως ένα αναγκαίο κακό αλλά έχει σημασία να διαχωρίσουμε το ότι δεν αρνείται την φυσική του προέλευση και αιτία, αποδεχόμενος την ανθεκτικότητα της φυσικής πραγματικότητος απέναντι σε ουτοπικές κοσμοθεάσεις.
Ένας εκ των διασημοτέρων αναλυτών της πολεμικής επιρροής πάνω στα ανθρώπινα συμβαίνοντα ήταν φυσικά ο Ηράκλειτος, για τον οποίον ο πόλεμος αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και την μηχανική που δοκιμάζει την αντοχή των ανθρώπων στις δυσκολίες. Συγκεκριμένα ο φιλόσοφος έγραψε: «Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους.». Καθορίζει την ειμαρμένη και γίνεται αντιληπτός ως ένα είδος επίγειου κριτή. Επομένως ο Ηράκλειτος του προσδίδει μία θεϊκή διάσταση. Όπως πολλοί ομόλογοί του, υποστηρίζει και αυτός ότι η σύγκρουση, η αντιπαράθεση, λαμβάνει χώρα και στο φυσικό περιβάλλον, εκτός επίσης των ορίων του ανθρώπινου πολιτισμού, αλλά το κοινό και των δύο περιπτώσεων είναι το γεγονός ότι κεντρικό ρόλο κατέχει η ορμή της κατάκτησης, της κατατρόπωσης του αντιπάλου. Οι ηρακλείτειες ερμηνείες είχαν εξαιρετική επίδραση στην σκέψη του Έγελου, την άποψη του οποίου για τον πόλεμο θα παρουσιάσουμε παρακάτω.
Στην μακρόχρονη ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας γινόμαστε μάρτυρες ακόμα πιο ειλικρινών και γεμάτων σαφήνεια θέσεων, όπως αυτές που εκφράζονται από την πασίγνωστη στοχαστική φιγούρα του Νικολό Μακιαβέλλι, ο οποίος υπεστήριξε πως ο πόλεμος και η βία υπερβαίνουν τα όρια της δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου ο πόλεμος δε μπορεί να είναι ούτε δίκαιος ούτε άδικος αλλά το απαιτούμενο ρυθμιστικό μέσο για την επιβολή της τάξης και της σταθερότητας, κάτι που τον καθιστά αναπόφευκτο και θεμιτό. Στον αντίποδα έρχεται η συναισθηματικά φορτισμένη–ειρηνόφιλη σκέψη του Ιμμάνουελ Καντ, ο οποίος πίστευε πως τα ανθρώπινα όντα δεν αποτελούν μέσα για ένα σκοπό αλλά τα ίδια τον συνιστούν. Η καντιανή συλλογιστική έρχεται αντιμέτωπη με την ανώτερη φυσική λογική, διότι επιμερίζουσα περιοριστικώς εις το τεχνητώς μεμονωμένο μόριον του όλου χάνει την ολική προοπτική κι έτσι αδυνατεί να αντιληφθεί ότι φύση χρησιμοποιεί όλα τα δημιουργήματά της ως μέσα προς συνολικήν διαιώνιση και ανύψωση του οικοσυστήματος, που τελεολογικώς χαρακτηρίζει και το πνεύμα της. Ο Γερμανός ηθικολόγος στο ουτοπικό του σχέδιο για την αέναη ειρήνη παρουσίασε ένα πλαίσιο από προοπτικές για την επίτευξή της, ανάμεσα στις οποίες βρισκόταν η κατάργηση των μόνιμων στρατών, ώστε να κατευνασθεί ο διακρατικός ανταγωνισμός. Επί πλέον ο Καντ εξαίρει την εξάλειψη της αίσθησης του εθνικού χρέους με την πεποίθηση ότι μέσῳ αυτής της αλλαγής στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων θα παύσουν οι εντάσεις μεταξύ των κρατών και, σε βάθος χρόνου, οι πόλεμοι. Επί της ουσίας σε αυτό το σημείο ο Καντ μετατρέπεται σε έναν προπομπό του εθνομηδενισμού, καλώντας τον δέκτη του να απαρνηθεί τις υποχρεώσεις που έχει απέναντι στη γενέθλια γη του με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται μια τέτοια στροφή για τον επί μέρους κάτοικο αλλά και μάλιστα για το σύνολο της εθνικής κοινότητος. Επρόκειτο ξεκάθαρα για ναρκοθέτηση της εθνικής συνέχειας που μπορεί να αποβεί μοιραία για κάθε λαό.
Ένας ομοεθνής του και εκ διαμέτρου διαφωνών με την καντιανή ονείρωξη περί διεθνικής ειρηνικής συνύπαρξης, ο Φρίντριχ Χέγκελ, εκθέτει την άποψη ότι είναι αδύνατο να υπάρξει ποτέ αιώνια ειρήνη και διεθνής έννομη τάξη, διότι η ατομική τάσις και επιθυμία συχνά προηγείται της επιδιώξεως διατηρήσεως της διακρατικής ειρήνης, τουτέστιν ενδομύχως ομιλεί το ορμέμφυτον από τα ενδότερα της ανθρωπίνης φύσεως. Κατά τον Χέγκελ ο πόλεμος δεν πρέπει να αποφεύγεται επειδή αποτελεί το μοναδικό μέσο ενδυνάμωσης της θέσης μας, υποστήριξης των δικαίων μας έναντι του αντιπάλου και εν τέλει κυριάρχησης της μίας ομάδας πάνω στην άλλη. Ο Έγελος (Hegel) επιπρόσθετα απέδωσε στον πολεμικό παράγοντα την ιδιότητα του θεματοφύλακα της ηθικής υγείας των λαών, παραλληλίζοντάς τον με την κίνηση των ανέμων που προστατεύει την θάλασσα από την φθορά και το βάλτωμα. Επισημαίνει πως η πολεμική δράση έχει αυτήν την υψηλότερη σημασία, ότι διά μέσου αυτού διασφαλίζεται η ηθική υγεία των λαών, όπως δε η κίνηση των αιθέρων προασπίζει την θάλασσα από την φθορά της ακινησίας, έτσι ακριβώς οι λαοί προφυλάσσονται από μία ατέρμονη ειρήνη. Πιο ευσύνοπτα ο Χέγκελ εξηγεί ότι ο πόλεμος αποτελεί το φάρμακο που θα επιφέρει την εξυγίανση του Έθνους και θα το διασώσει από την σήψη μίας μακροχρόνιας αδράνειας.
Ένας ακόμα τευτονικής καταγωγής στοχαστής και βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, της πρώτης μαζικής και βασιζόμενης στην δύναμη της τεχνικής σύγκρουσης, ο Ερνστ Γιούνγκερ έκανε λόγο για το φαινόμενο της ολικής κινητοποίησης που παρατηρείται σε καιρό πολέμου, κατά το οποίο ολόκληρη η αστική κοινωνία εγκαταλείπει τις ατομικιστικές της κατακερματιστικές συνήθειες και συσπειρώνεται για να ανταπεξέλθει με τον καλλίτερο δυνατό τρόπο στις νέες συνθήκες. Αυτή η αλλαγή στάσης προχωρεί με τελείως φυσικό τρόπο, αφού όπως όλα δείχνουν αφυπνίζεται το ένστικτο της αυτοσυντήρησης όπως ακριβώς και σε όλα τα φυσικά πλασμένα όντα, δίχως οι άνθρωποι να αναρωτιούνται εκείνην την κρίσιμη για την ύπαρξή τους στιγμή εάν η πολεμική δράση είναι ηθικά σωστή ή λανθασμένη. Η ανθρώπινη δράση κατ᾿ αυτήν την σκέψη αποδεικνύει για πολλοστή φορά ότι ο πόλεμος εντάσσεται στη σφαίρα των φυσικών διαδικασιών. Την θέση του Γιούνκερ προεκτείνει ο Ρώσος φιλόσοφος Αλεξάντερ Ντούγκιν, ο οποίος προσδίδει μία μεταφυσική διάσταση στον πόλεμο, παρουσιάζοντάς τον ως την μετάβαση/ανάβαση σε ένα ανώτερο στάδιο της ανθρώπινης ύπαρξης, που απαιτεί αλλαγή πολλών στάσεων ζωής. Φαίνεται να θέλει να εννοήσει ότι ο πόλεμος αποτελεί την γέφυρα ανάμεσα στον επίγειο και τον υπέργειο κόσμο και ότι επρόκειτο για ένα αποκαλυπτικό φαινόμενο επί γης, που έχει φυσική και όχι ουράνια προέλευση, καθώς ξανά ξεδιπλώνεται επιμελώς η αναπόδραστη ερμηνεία της φυσικής ταυτότητας της σύγκρουσης. Τέλος ο Σίγκμουντ Φρόυντ στην ψυχολογική του ανάλυση για την ανθρώπινη συμπεριφορά σε πολεμικούς καιρούς ανακάλυψε πως στα ενδότερα της ανθρώπινης ψυχής κρύβεται μία μυστηριακή διάθεση για καταστροφή, η οποία βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή και ενεργοποιείται όταν φθάσει η ώρα της σύρραξης, ερεθίζοντας και παρακινώντας τον άνθρωπο να πράξει όπως ποτέ άλλοτε. Η ύπαρξη όμως αυτής της αίσθησης επαναλαμβάνει την φυσική αιτιολόγηση του ανταγωνισμού και της μαχητικής βούλησης.
Καταληκτικά η πολεμική σύγκρουση και η βία αποτελούν σύμφυτα φαινόμενα με την ύπαρξη του ίδιου του ανθρώπου ως είδους και τροφοδοτούνται από αυτήν. Ο πόλεμος σίγουρα αποτελεί μία διέξοδο για τους απογοητευμένους, τους αποτυχημένους και τους περιθωριακούς ενός κοινωνικού ιστού, διότι τους παρέχει την ευκαιρία να αποδείξουν την αξία τους. Για άλλους αποτελεί πηγή πλουτισμού και για τους περισσότερους φορέα αυτοπροβολής, φήμης και αίγλης. Παρατηρώντας, λοιπόν, αναλυτικότερα τους στοχασμούς αρκετών εκλεκτών του πνεύματος πάνω στο πραγματευόμενο ζήτημα, συμπεραίνουμε πως όλοι τους, με εξηγητικές μικροδιαφορές ανάμεσα στο κεντρικό σημείο και στα επί μέρους τμήματα των αναλύσεών τους, συνηγορούν στο ότι ο πόλεμος αποτελεί ένα αναπόφευκτο και αιώνιο συμβάν του ανθρώπινου βίου και θα συνεχίσει να συνοδεύει τον άνθρωπο ώς την έσχατη ημέρα και το σφράγισμα των πυλών αυτού του κόσμου. Η ιστορία είναι η πιο έγκυρη πληροφοριακή πηγή περί του ότι η πλειονότητα των μεγάλων εξελικτικών αλμάτων της ανθρωπότητας επήλθε μέσα από την σύγκρουση, την αιματοχυσία, την συμπλοκή και το χάος. Το αίμα και το ατσάλι είχαν και έχουν το ρόλο του ιστορικού κινητήρα, είτε το αποδεχόμαστε είτε όχι· μακροϊστορικά η σύγκρουση αποτελούσε παράγοντα εκσυγχρονισμού συχνά εξαναγκαστικού, χωρίς τον οποίο όμως είναι πολύ πιθανό οι ανθρώπινες κοινωνίες να βυθίζονταν σε μία ακόμα καταστροφικότερη στασιμότητα. Η ελεγχόμενη καταστροφή μέσῳ των πολέμων και η μετέπειτα ανοικοδόμηση οδήγησε και οδηγεί στη βελτίωση του γένους – και αυτό συμβαίνει διότι η φύση επιδιώκει την συνεχή ανανέωση, υποσκελίζοντας, ανατρέποντας κι υπερβαίνοντας εγκαθιδρυμένα συμφέροντα και ώς τότε βολικές ιδέες. Όλα αυτά συναποτελούν μέσα που περικλείει το βαθύ νόημα της διαρκούς φυσικής κινητικότητος, πράγμα που καθιστά απίθανη την παύση τους και, ως εκ τούτου, η όποια απόπειρα αποτροπής τους είναι ανόητη και απεγνωσμένη, καθώς ουδείς δύναται να εξαπατήσει και να αλλάξει την παντοδύναμη φύση σύμφωνα με την προσωπική του βούληση ή τεχνητή ιδεοληψία.
Εάν ακόμα θέλουμε να κατανοήσουμε την αναγκαιότητα του πολέμου στην ζωή του ανθρώπου χωρίς πολλήν σκοτούρα, δεν έχουμε παρά να αναλογισθούμε την σοφία που κρύβει μέσα της η ρήση των Αρχαίων Ρωμαίων: ‘’Αν επιζητείς την ειρήνη, να προετοιμάζεσαι για τον πόλεμο’’.
Πολέμων Εὐστρατιάδης
Πηγές: Meygeia.gr
Φωνές από την Βαϊμάρη, συλλογικό έργο