Ολοκληρώθηκαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες των Παρισίων (καλύτερα να τους αποκαλέσουμε «Olympic Games» προκειμένου να μην συγχέουμε την Ιερά Αθλητική Εορτή των Πανελλήνων, κατά τους αρχαίους χρόνους, με την σύγχρονη βέβηλη εμποροπανήγυρη της παγκοσμιοποίησης) αφήνοντάς μας μία πικρή γεύση δεδομένου ότι επρόκειτο αναμφίβολα για ένα show που στόχο είχε την δραστική προώθηση της woke ατζέντας όπως, πέραν πάσης αμφιβολίας, φάνηκε από την κακόγουστη και αποκρουστική «τελετή έναρξης» η οποία απετέλεσε την επιτομή του woke-ισμού αφού καθόλου δεν διέφερε άλλωστε από την εμετική ακαλαισθησία των «gay-pride». Μοναδική όαση συνδέσεως με το αρχαίο πνεύμα του αυθεντικού Ολυμπισμού ήταν η ερμηνεία του Ολυμπιακού Ύμνου τον οποίο είχε συνθέσει εξ αφορμής των πρώτων συγχρόνων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 1896 ο Έλλην συνθέτης Σπύρος Σαμάρας σε ποίηση Κωστή Παλαμά. Αυτός ο ύμνος ακούστηκε στα Ελληνικά κατά την τελετή ενάρξεως και στα Γαλλικά κατά την τελετή λήξεως και ήταν ίσως η μοναδική θετική σκηνή της διοργανώσεως εν μέσω του εν γένει αίσχους. Πέραν της τελετής ενάρξεως υπήρχαν και λοιπά στοιχεία επιθετικού woke-ισμού, όπως, η αδιανόητη συμμετοχή στο αγώνισμα της πυγμαχίας γυναικών, ατόμου χρωμοσωμικώς άρρενος, που, λόγω του προφανούς ορμονικού πλεονεκτήματός του κέρδισε και το χρυσό μετάλλιο!!!
Στην woke-ική παράκρουση συντονίστηκε πλήρως η ελληνική αθλητική αντιπροσωπεία, η οποία, εναρμονισμένη, προφανώς, με τις woke-ικές ντιρεκτίβες του Μητσοτακιστάν, επέλεξε το εξής παράταιρο και υβριστικό: την σημαία της Ελλάδος, η οποία, ανέκαθεν, κατά παράδοση, εισέρχεται πρώτη κατά την τελετή ενάρξεως και κατά την τελετή λήξεως, συγκεντρώνοντας έτσι τα βλέμματα του παγκόσμιου κοινού, επέλεξε να την κρατήσει, στην μεν τελετή ενάρξεως ένας νέγρος με καταγωγή από την Νιγηρία, ο καλαθοσφαιριστής Αντετοκόμπο, στην δε τελετή λήξεως, ένας μιγάς, με πατέρα Έλληνα και μητέρα από την Ουγκάντα, ο επικοντιστής Καραλής… Δηλαδή, από όλους τους αθλητές της ελληνικής αποστολής, πολλοί εκ των οποίων ήταν τέως ή νυν ολυμπιονίκες, επελέγησαν ως σημαιοφόροι οι δύο συμμετέχοντες οι οποίο τόσο γονοτυπικώς όσο και φαινοτυπικώς απάδουν εξόφθαλμα της Ελληνικής εθνικής-φυλετικής ταυτότητος! Ανεξαρτήτως της όποιας αθλητικής αξίας ή της εν γένει προσωπικότητος των εν λόγω αθλητών, αποτελεί μεγίστη ύβρη η επιλογή τους ως σημαιοφόρων, με μοναδικό, ως φαίνεται, κριτήριο την μη ελληνική φυσιογνωμία και την μη ελληνική καταγωγή των.
Αυτή λοιπόν είναι η Ελλάδα την οποία θέλει να προβάλλει συνεχώς το πολιτικό κατεστημένο της συμφοράς. Όσο λιγότερο Έλληνας στην καταγωγή και στην όψη είναι κάποιος, τόσο πιο αντιπροσωπευτικό «Έλληνα» τον θεωρούν. Πλήρης διαστροφή δηλαδή…