Η επέλαση του τσογλανισμού, η «προβληματισμένη» κοινωνία και ο «ελέφαντας στο δωμάτιο».

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός αφότου ο Υπουργός Παιδείας με πομπώδες, θριαμβευτικό και όλο αυτοπεποίθηση, ύφος, ανακοίνωσε την εγκαινίαση και λειτουργία μίας νέας ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας στην οποία γονείς ή/και οι μαθητές θα μπορούν να καταγγέλλουν περιστατικά σχολικής βίας και εκφοβισμού. Η εν λόγω πλατφόρμα παρουσιάστηκε περίπου ως «πανάκεια» που θα λύσει τάχα το πρόβλημα του bullying (επί ματαίω…). Έκτοτε όμως συνέβη το εξής εκπληκτικό, αν και κανείς δεν παρατήρησε την αλληλουχία των γεγονότων: αφότου ξεκίνησε η λειτουργία της πλατφόρμας, τα περιστατικά μοιάζει να πολλαπλασιάστηκαν εντυπωσιακώς! Η κατάσταση τείνει να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Κάθε μέρα γίνονται γνωστά άπειρα νέα περιστατικά απειλών, επιθέσεων (ατομικών και ομαδικών), εξευτελισμών, βίας (φυσικής και ηλεκτρονικής), ξυλοδαρμών μαθητών – ακόμα και εκπαιδευτικών – μαχαιρωμάτων, συμπλοκών μεταξύ συμμοριών νεαρών αλητών, κλπ! Εκφράζεται πλέον μεγάλη ανησυχία και προβληματισμός για το πού οδηγούνται τα πράγματα, οι πάντες διερωτώνται πού οφείλεται αυτή η έξαρση της παιδικής και νεανικής βίας, η οποία τείνει να καταστεί ανεξέλεγκτη, αναζητούνται λύσεις, επιστρατεύονται ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι κλπ «ειδικοί», ως επί το πλείστον, …μπουδρολόγοι. Ακούγονται εισηγήσεις για αστυνομικού τύπου μέτρα, για σκλήρυνση των ποινών, για ενημερωτικές καμπάνιες, κλπ, κλπ, όλα κατόπιν εορτής και κυρίως χωρίς καμία ειλικρινή προσπάθεια θεάσεως της ουσία της πραγματικότητος.

Εδώ και πολλά χρόνια έχουμε επισημάνει με την μεγαλύτερη δυνατή έμφαση την σαρωτική επέλαση του κλιμακουμένου κωλοπαιδαρισμού και την κοινωνική εμπέδωση μίας ιδιότυπης παιδοκρατίας- τσογλανοκρατίας. Έχουμε αναλύσει διεξοδικώς τις αιτίες του φαινομένου. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που γιγαντώθηκε στο θερμοκήπιο της μεταπολιτευτικής ασυδοσίας, του δικαιωματισμού και της συγχρόνου εκδοχής του, του woke-ισμού. Αποθεώθηκε μία νοσηρή ιδεοληψία που συνοψίζεται σε φράσεις-δόγματα, όπως:  «ικανοποίηση των επιθυμιών των παιδιών», «όχι τιμωρίες στα παιδιά», «όλα λύνονται με τον διάλογο», «μη τραυματίσουμε τον ψυχισμό των παιδιών», «όχι στην αυστηρότητα», «πρώτα ο μαθητής» και λοιπά παρόμοια. Τα αποτελέσματα γνωστά… Σήμερα φθάνουν να εγκαλούνται γονείς για την συμπεριφορά των παιδιών τους και να συλλαμβάνονται όταν τα ανήλικα βλαστάρια τους διαπράττουν κάποιο αδίκημα, αλλά αν, οι ίδιοι αυτοί γονείς, τολμούσαν, σε προγενέστερη φάση, να ρίξουν μία σφαλιάρα στο παιδί τους για να το συνετίσουν, ή του υψώσουν το τόνο της φωνής τους, αυτό το ίδιο παιδί, δασκαλεμένο από τους «ιεροκήρυκες» του δικαιωματισμού και επηρεασμένο από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της κοινωνικής ιδεολογίας της ασυδοσίας και της ιδεολογίας του «όλα επιτρέπονται στα παιδία», πολύ απλά θα τους καταγγείλει σε κάποια υπηρεσία ή σε κάποια πρόθυμη ΜΚΟ της συμφοράς προκειμένου οι αυστηροί γονείς να συλληφθούν για «κακοποίηση» του παιδιού τους!

Οι αντιφάσεις είναι ατελείωτες. Υπό το βάρος της κλιμακουμένης νεανικής βίας επιχειρείται τώρα, όψιμα, κάποια αυστηροποίηση της σχολικής νομοθεσίας για την επιβολή κυρώσεων (π.χ. αποβολών από τα μαθήματα) σε περιπτώσεις συνεχιζομένης ή ακραίας παραπτωματικής συμπεριφοράς μαθητών. Είναι ενδεικτικό των αντιφάσεων και τελικά δηλωτικό του προβλήματος το γεγονός ότι ακόμα και η λέξεις «ποινή», «κύρωση», «τιμωρία» έχουν εξοβελισθεί από το χρησιμοποιούμενο σχολικό λεξιλόγιο! Επί παραδείγματι, το βιβλίο στο οποίο καταχωρίζονται οι ποινές που επιβάλλονται στους απείθαρχους και παραβατικούς μαθητές δεν ονομάζεται, όπως κάποτε, «ποινολόγιο» αλλά «βιβλίο καταγραφής παιδαγωγικών ενεργειών εύρυθμης λειτουργίας του σχολείου», ένας καταγέλαστο τίτλο-σιδηρόδρομος, δηλαδή, μόνο και μόνο για να αποφευχθεί η χρήση των λέξεων «ποινή»-«ποινολόγιο»…

Υπάρχει και κάτι άλλο πολύ ουσιώδες. Γονείς των σημερινών τσόγλανων είναι οι κάποτε μαθητές των μεταπολιτευτικών και κυρίως των ΠΑΣΟΚικών σχολείων και της αντιστοίχου εκπαιδεύσεως, της διαποτισμένης με το πνεύμα του μαθητοπατερισμού, με έμφαση στην καλλιέργεια «δημοκρατικής συνείδησης». Είναι οι κάποτε μαθητές που «εκπαιδεύονταν» στα μαθητικά συμβούλια, τα οποία οργίαζαν και γαλουχούντο με την προκλητική ασυδοσία του αναρχομαρξισμού στα άβατα-γκέτο των πανεπιστημίων. Είναι λοιπόν οι νυν γονείς, οι κάποτε ρεμπελοφοιτητές, οι εθισμένοι στο ΑΙΣΧΟΣ των σχολικών και πανεπιστημιακών καταλήψεων, που επετράπη να εξελιχθούν περίπου σε έναν καθιερωμένο, επαναλαμβανόμενο, ενιαύσιο θεσμό εμπεδώσεως του κωλοπαιδαρισμού και της αλητείας, ως τελετές που εμφατικώς παγίωσαν – και συνεχίζουν επί δεκαετίες να παγιώνουν – σε σειρές μαθητών την αναίδεια, το θράσος, την ασέβεια απέναντι στους μεγαλυτέρους, απέναντι στους διδασκάλους, απέναντι σε θεσμούς και στα πρόσωπα που τους εκφράζουν. Με γονείς γαλουχημένους με αυτές τις απόψεις και (απ)αξίες, εθισμένους σε αυτήν την υβριστική αισθητική και το μεταπολιτευτικό δημοκρατικό ήθος της ασυδοσίας και επιτρεπτικότητας δεν μπορεί να αναμένει κανείς ότι τα παιδία τους θα είχαν διαφορετική συμπεριφορά από αυτή που εκδηλώνουν τώρα. Για να μη θίξουμε το γεγονός ότι αυτός καθ’ εαυτός ο θεσμός της οικογενείας, η ραχοκοκαλιά κάθε κοινωνίας, πρωτογενής και ύψιστος θεσμός κοινωνικοποίησης των νέων διέρχεται πρωτοφανή κρίση. Μεγάλο μέρος των οικογενειών διαλύονται ή βρίσκονται υπό διάλυση. Τα παιδιά – συνήθως κακομαθημένα μοναχοπαίδια – γίνονται μήλα της έριδος ανεύθυνων και εγωπαθών γονέων, που προσπαθούν να εξαγοράσουν την εύνοιά τους με την παροχή προνομίων και «ελευθεριών», με «επιτρεπτικότητα» και χατίρια κάθε λογής, καλοπιάσματα και θωπείες. Τα παιδιά πάντα «έχουν δίκιο». Να μην τα «κακοκαρδίσουμε», να μην τα «περιορίσουμε»… Να τους παρέχουμε τα πάντα.

Αυτό συνέβη με απόλυτη ευθύνη της πολιτείας και της εξουσίας όπως εκφράστηκε και από τους πράσινους και από τους γαλάζιους και από τους ροζ εκπροσώπους του πολιτισμικού μαρξισμού. Και προφανώς όλοι αυτοί, οι πολιτικές δυνάμεις του Συστήματος, είναι παντελώς ανίκανοι να διαχειριστούν το νυν απόλυτο ξεχαρβάλωμα και την ακραία εξαχρείωση των νέων, διότι είναι οι ίδιοι που ευθύνονται για την διαμόρφωση αυτής της καταστάσεως!

Υπάρχει όμως και ένας “ελέφαντας” εντός του δωματίου (όπου «δωμάτιο» η αναζήτηση των αιτιών του φαινομένου της νεανικής βίας), που μοιάζει κανείς να μην τον βλέπει! Είναι οι «στίχοι» του αποκρουστικού θορύβου της εμετικής, κατ’ ευφημισμόν «μουσικής», στην οποία έχει εθιστεί το σύνολο σχεδόν των νέων από παιδικής ηλικίας: της trap! Πρόκειται για ένα θόρυβο διαλυτικό του ψυχισμού, του οποίου οι “στίχοι” αποτελούν σταθερή εξύμνηση της βίας, της αλητείας, της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών, της οπλοκατοχής και οπλοχρησίας, της παραβιάσεως κάθε νόμου και θεσμού και του κομπασμού γι’ αυτό, της υποτιμήσεως όλων των ανθρώπων και ιδίως των γυναικών, της προτροπής σε διάπραξη σεξουαλικών επιθέσεων, την εξώθηση σε βιαία συμπεριφορά. Αυτός ο επικίνδυνος και άκρως αντικοινωνικός θόρυβος που κονιορτοποιεί τον ψυχισμό των παιδιών όχι μόνο επιτρέπεται αλλά υπογείως προωθείται και ουδεμία δημόσια συζήτηση θίγει το ζήτημα! Διερωτάται κανείς, αν κάτι που έχει τόσο βλαβερή επίδραση στους νέους επιτρέπεται, χωρίς να τίθεται εκτός νόμου, γιατί απαγορεύονται άλλα επικίνδυνα πράγματα, όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ, τα ναρκωτικά; Είναι γελοίο να συζητιέται δημοσίως το ζήτημα της παιδικής και νεανικής βίας και παραβατικότητας αν προηγουμένως δε απαγορευθεί η καταστρεπτική trap, αν προηγουμένως δεν εξαλειφθούν οι ποταποί και μιαροί, οι αποκρουστικοί γυφτοειδείς πομποί της. Το αυτό ισχύει και για τους κάθε λογής γελοίους “influencers” και “youtubers”, του ιδίου φυράματος, στους οποίους έχει επιτραπεί και έχει αφεθεί ανοικτό το πεδίο για να διαπλάθουν τις ψυχές των παιδιών και των νέων, όπως και τα τοξικά και δηλητηριώδη ηλεκτρονικά παιχνίδια, όλων των οποίων κοινό χαρακτηριστικό αποτελεί η αναίτια και εμμονική προώθηση της ωμής βίας.

Αν η πολιτεία δεν «αποκεφαλίσει» με τρόπο απόλυτο τους βασικούς πομπούς οι οποίοι εκτοξεύουν όλα τα πρότυπα που συντείνουν στην εξαχρείωση των ηθών, καμία θεραπεία της σήψεως δεν πρόκειται να έχει το παραμικρό αποτέλεσμα. Αν δεν αναταχθεί η οικογένεια, το κύτταρο του κοινωνικού ιστού, επίσης κανένα μέλλον δεν μπορεί να υπάρξει. Και κυρίως τίποτε σε πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο αν δεν επανατοποθετηθεί στο κέντρο και δεν καλλιεργηθεί, μέσω της παιδείας, των τεχνών, των γραμμάτων και της αθλήσεως,  το παραδοσιακό ήθος με τα αρχέγονα αξιακά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής φυλής, τα οποία η πρωτόλεια Ελληνικότης εξόχως ανέδειξε από τους αρχαίους ήδη χρόνους σε διαχρονικές σταθερές των υγιών κοινοτήτων: την ευγένεια, την γενναιότητα, τον σεβασμό, την δικαιοσύνη, τον ιπποτισμό, την συντροφικότητα, το πνεύμα θυσίας για την κοινότητα, με μία λέξη το αρχαιοελληνικό ιδανικό που όλα τα ανωτέρω συμπύκνωνε: την ΚΑΛΟΚΑΓΑΘΙΑ,  ήτοι ο αρμονικός συνδυασμός ρώμης, κάλλους και αρετής.

 

Υ.Γ.: Σε συνάφεια με το ανωτέρω θέμα, που εν πολλοίς αφορά την παιδεία, εντοπίσαμε και αναδημοσιεύουμε, εν συνεχεία, ένα πολύ ενδιαφέρον και εύστοχο άρθρο του Νίκου Σαλτέρη, που δημοσιεύθηκε αρχικώς στον ιστότοπο protagon.gr και αναδημοσιεύθηκε στον ιστότοπο του “Αρδην-Ρήξη” (https://ardin-rixi.gr/archives/259563) με τίτλο “Γιατί τα Ελληνόπουλα δεν (ξέρουν να) διαβάζουν;”, το οποίο θίγει την πιο ουσιώδη ίσως διάσταση του σύγχρονου εκπαιδευτικού προβλήματος: την απόλυτη αποξένωση των παιδιών από τα βιβλία, την συνεπαγόμενη αδρανοποίηση της αναγνωστικής δεξιότητας και τελικώς την τραγική αδυναμία τους στην κατανόηση κειμένων!

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:

Γιατί τα Ελληνόπουλα δεν (ξέρουν να) διαβάζουν;

Μια πρόσφατη έρευνα για τη σχέση παιδιών και ανάγνωσης στη χώρα μας ήταν αποκαλυπτική και απογοητευτική. Έχουμε ανάγκη ένα «εθνικό σχέδιο» αλλαγών που θα σκοπεύει στην καλλιέργεια της συνήθειας της ανάγνωσης στα σχολεία μας. Γιατί Εκπαίδευση και Παιδεία, δηλαδή το μέλλον ενός λαού, σημαίνει πρώτα και πριν απ’ όλα «παιδεία κειμένων».

Γράφει ο Νίκος Σαλτερής από το protagon.gr

Η σχέση των νέων μας με την ανάγνωση αποτέλεσε το αντικείμενο της πρόσφατης έρευνας του ΟΣΔΕΛ «Παιδί και ανάγνωση». Τα αποτελέσματά της ανακοινώθηκαν και διαδικτυακά από τον επικεφαλής της, τον καθηγητή Κοινωνιολογίας Νίκο Παναγιωτόπουλο, και συζητήθηκαν εν συνεχεία από ομάδα ειδικών στην παιδική λογοτεχνία με εμπειρία «πεδίου». Είναι αλήθεια ότι δεν χρειάζεται ιδιαίτερη έρευνα για να διαπιστωθεί ότι η συγκεκριμένη σχέση ήταν και παραμένει προβληματική. Εμπειρικά, ακόμα και γονείς που διαθέτουν ισχυρό μορφωτικό κεφάλαιο και καλή σχέση με την ανάγνωση παρακολουθούν ανήμποροι τα παιδιά τους να βυθίζονται στα smartphones και τα τάμπλετ τους, αδιαφορώντας για τα βιβλία. Αν και συνήθως, τα παιδιά απλά τους μιμούνται. Αδιάψευστη, όμως, μαρτυρία της υστέρησης των νέων μας σε δεξιότητες ανάγνωσης αποτελούν οι μετρήσεις των διαγωνισμών PISA, όπου οι μαθητές μας «πατώνουν» στην κατανόηση κειμένου και οι πλέον δραματικές διαστάσεις του προβλήματος αποτυπώνονται στα ψηλά ποσοστά λειτουργικού αναλφαβητισμού των νέων, ποσοστά που υποδηλώνουν ότι πολλοί από αυτούς οδηγούνται αναπόφευκτα στο επαγγελματικό και κοινωνικό περιθώριο.

Η έρευνα, τα συμπεράσματα και οι προτάσεις της

Η ως άνω έρευνα δεν έκανε σαφή διάκριση μεταξύ υποχρεωτικής ανάγνωσης («για το σχολείο») και ανάγνωσης για ευχαρίστηση (βιβλία λογοτεχνίας και γνώσεων), κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, κατά την άποψή μας. Γιατί γνωρίζουμε επιστημονικά ότι καθοριστικής σημασίας είναι η δεύτερη, επειδή εμπλέκει τους νέους σε όλο και πιο απαιτητικά κείμενα, με αποτέλεσμα να αναπτύσσουν σύνθετες δεξιότητες κατανόησης-κριτικής σκέψης, και κυρίως «έθος» συστηματικού αναγνώστη. Τα κεντρικά συμπεράσματα της έρευνας διατυπώθηκαν σε γλώσσα ελαφρώς δυσνόητη για τους μη εξοικειωμένους με τη θεωρία του πολιτισμικού κεφαλαίου. Βασική διαπίστωση το γεγονός ότι «η μαθητεία στη ανάγνωση εγγράφεται» μέσω οικογενειακών πρακτικών «στα σώματα των παιδιών», μετατρέποντας την αναγνωστική συνήθεια σε ένα είδος αυτονόητης ανάγκης για τα ίδια. Με τη σειρά τους τα παιδιά διαμορφώνουν σταδιακά τις αναγνωστικές τους προτιμήσεις, σύμφωνα πάντα με τον κόσμο που ζουν. Δηλαδή επιβεβαιώθηκε ο βασικός νόμος της προαναφερθείσας θεωρίας του Pierre Bourdieu, σύμφωνα με τον οποίο «το πολιτισμικό κεφάλαιο πάει στο πολιτισμικό κεφάλαιο». Δηλαδή συνήθως διαβάζουν τα παιδιά προνομιούχων μορφωτικά οικογενειών. Συμπέρασμα σημαντικό γιατί επιβεβαιώνει τη θεωρία, αλλά με μικρή πρακτική αξία και ήδη εμπειρικά γνωστό στους φωτισμένους εκπαιδευτικούς. Οσους τουλάχιστον παλεύουν καθημερινά να ανατρέψουν στο «πεδίο» την κοινωνική/μορφωτική «μοίρα» των λιγότερα ευνοημένων μαθητών πολλαπλασιάζοντας τις ευκαιρίες επαφής τους με την ανάγνωση. Γιατί υπάρχουν και «άλλοι»… Οι προτάσεις που κατατέθηκαν επικεντρώθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, στον καθοριστικό ρόλο του σχολείου στη δημιουργία αναγνωστών. Ετσι, προτάθηκε αυτό να δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε «ασκήσεις έκφρασης της σκέψης των παιδιών», να στελεχωθεί με σώμα «βοηθών εκπαίδευσης» επιφορτισμένων με «φροντιστηριακού τύπου αναγνωστική μελέτη», να αποκτήσει θεσμούς «ανάκτησης και επανόρθωσης της αναγνωστικής ικανότητας» που θα λειτουργούν ακόμα και την περίοδο των σχολικών διακοπών, και γενικότερα να οργανωθεί έτσι ώστε η «αναγνωστική πρακτική» να ευνοείται σε όλες τις εκφάνσεις της Εκπαίδευσης. Παράλληλα, υπογραμμίστηκε η ανάγκη ισοκατανομής του «πολιτιστικού εξοπλισμού» στα σχολεία. Καλά όλα αυτά όταν δεν ακούγονται γενικόλογα ή έχουν απαγορευτικό κόστος υλοποίησης (π.χ. σώμα βοηθών). Γιατί εύλογα αναρωτιέται κανείς, πώς το σχολείο μας, που διαθέτει μια από τις ευνοϊκότερες αναλογίες εκπαιδευτικών-μαθητών στον κόσμο, χρειάζεται επιπλέον διορισμούς για να φέρει σε πέρας τη βασική του αποστολή, δηλαδή να μάθει τα παιδιά να αγαπούν το διάβασμα και να κατανοούν τι διαβάζουν; Στη συζήτηση που ακολούθησε την παρουσίαση των ευρημάτων και προτάσεων της έρευνας οι ειδικοί στην παιδική λογοτεχνία έθεσαν επιτακτικά το αίτημα αύξησης των παιδικών βιβλιοθηκών, ως απαραίτητο εργαλείο πολλαπλασιασμού των ευκαιριών επαφής των παιδιών με το βιβλίο, ανεξάρτητα από την κοινωνική και μορφωτική καταγωγή τους. Συμπερασματικά, η έρευνα απέδειξε τον καθοριστικό ρόλο της οικογένειας στη δημιουργία αναγνωστών και επιφόρτισε το σχολείο με τη θεραπεία των όποιων κενών και παραλείψεων οικογένειας και Πολιτείας, χωρίς να προχωρά σε εξειδικευμένες προτάσεις στήριξης της οικογένειας στην όποια προσπάθεια εθισμού των παιδιών στην ανάγνωση από την τρυφερή τους ηλικία. Μήπως θεωρείται αυτονόητο ότι κάτι τέτοιο αποτελεί ένα ακόμα καθήκον του σχολείου; Πιθανώς συνηθίσαμε εδώ και δεκαετίες να του ζητάμε όλο και περισσότερα και να του παρέχουμε όλο και λιγότερα…

Μεγαλώνοντας, σταματούν να διαβάζουν

Από τα επιμέρους ευρήματα της έρευνας, το σημαντικότερο όλων και λίαν απογοητευτικό ταυτόχρονα είναι αυτό που δείχνει ότι η σχέση των παιδιών με το βιβλίο χειροτερεύει όσο αυτά μεγαλώνουν και περνούν από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Βέβαια δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί κάτι τέτοιο. Το ελληνικό σχολείο, παρά τις όποιες θετικές αλλαγές του περιεχομένου του τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες σε βιβλία, προγράμματα σπουδών, ενδιαφέροντα project κ.ο.κ., στέλνει σταθερά το ίδιο «μήνυμα» στα παιδιά, ανεξαρτήτως του μορφωτικού «κεφαλαίου» που αυτά διαθέτουν: «Αποστηθίστε και γίνετε καλοί παπαγάλοι, να θέλετε να γράφετε στις εξετάσεις σας και να μπείτε τελικά στο πανεπιστήμιο». Eτσι, όσες αποσπασματικές προσπάθειες κι αν γίνονται –γιατί συστηματικές-συστημικές ουδέποτε υπήρξαν στη χώρα μας– από φωτισμένους και με κέφι εκπαιδευτικούς, που έτσι κι αλλιώς δεν αποτελούν την πλειοψηφία, ώστε να αγαπήσουν τα παιδιά το διάβασμα ευχαρίστησης (βιβλία λογοτεχνίας-γνώσεων), στο τέλος συντρίβονται στον σκόπελο της άτυπης αλλά τόσο «υλικά» παρούσας πραγματικότητας του ελληνικού σχολείου: στην παπαγαλία. Που βέβαια, με τη σειρά της και προϊόντος του χρόνου μετατρέπει και την «υποχρεωτική ανάγνωση» σε μια συναισθηματικά αφόρητη, καταναγκαστική και άνευ νοήματος διαδικασία για τα παιδιά μας. Oσο, λοιπόν, η «αναγνωσοκτόνα» παπαγαλία αποτελεί την κυρίαρχη «μαθησιακή» πρακτική στην εκπαίδευση μας και ταυτόχρονα σημαντικό ποσοστό των εκπαιδευτικών μας δεν αγαπούν την ανάγνωση απόλαυσης, ώστε να υλοποιείται στις τάξεις τους ο «μαγικός» παιδαγωγικός κανόνας «οι μαθητές αγαπούν ό,τι και οι δάσκαλοί τους», λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν. Πόσο μάλλον όταν απουσιάζουν ολοσχερώς συστηματικές πολιτικές για το βιβλίο και ένα ολοκληρωμένο και χωρίς την απαίτηση υπερβολικών πόρων (δεν θα εξασφαλιστούν ποτέ) σχέδιο στήριξης της ανάγνωσης στα σχολεία μας. Ιδιαίτερα σήμερα που ο ψηφιακός κόσμος και η εικόνα κυριαρχούν παντού. Γιατί μέχρι σήμερα βαδίζουμε στην αντίθετη κατεύθυνση. Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, όπως όλοι γνωρίζουν, υπήρξε ένα από τα πρώτα «θύματα» της Κρίσης και σήμερα, δέκα και πλέον χρόνια μετά, ο αντικαταστάτης του βρίσκεται ακόμα στα σπάργανα. Μάλιστα, ας θυμίσουμε επιπλέον ότι το ΕΚΕΒΙ έκλεισε ενώ άρχιζε να ξεδιπλώνει ένα φιλόδοξο και καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα φιλαναγνωσίας χαμηλού κόστους στα σχολεία, σε συνεργασία με την Ενωση Σχολικών Συμβούλων, δηλαδή τους καθοδηγητές και επιμορφωτές (χωρίς κόστος) των εκπαιδευτικών.

Μπορεί να γίνει κάτι;

Θα το διατυπώσουμε καθαρά: Αν επιθυμούμε τα ελληνόπουλα να μην είναι σταθερά οι ουραγοί των συνομηλίκων τους διεθνώς στην κατανόηση κειμένων, δηλαδή να οδηγηθούν μαζικά στο επαγγελματικό, κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο του κόσμου, που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, έχουμε την υποχρέωση να επεξεργαστούμε ένα διευρυμένο σχέδιο αλλαγών στην Εκπαίδευσή μας, ώστε να ανατραπεί η «εγκατεστημένη» τάση «μη κατανόησης» και «αποστροφής» προς την ανάγνωση. Γιατί το πρόβλημα είναι τόσο έντονο και καθοριστικό για το μέλλον των παιδιών μας, που δεν επαρκούν «μικροδιορθώσεις». Εχουμε ανάγκη ένα «εθνικό σχέδιο» αλλαγών, που θα υποστηρίζεται από χρηματοδότηση υποδομών και πολιτικών για το βιβλίο και θα σκοπεύει στην καλλιέργεια αναγνωστικού έθους στα σχολεία μας. Γιατί Εκπαίδευση και Παιδεία, δηλαδή το μέλλον ενός λαού, σημαίνει πρώτα και πριν απ’ όλα «παιδεία κειμένων». Σε αυτό το σχέδιο μπορούν να ενταχθούν σωρεία αλλαγών. Ξεκινούν από τη διαρκή βελτίωση των σχολικών εγχειριδίων όλων των γνωστικών αντικειμένων με στόχο την αύξηση της ενασχόλησης με τα κείμενα (όπως υποδεικνύει και η έρευνα), εκτείνονται στην αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και τον τρόπο επιλογής και αξιολόγησής τους (π.χ. ένταξη της κατανόησης κειμένων στον διαγωνισμό πρόσληψής τους του ΑΣΕΠ) και φτάνουν στον σχεδιασμό και στην ίδρυση του «νέου ΕΚΕΒΙ», ως ενορχηστρωτή του «εθνικού σχεδίου ανάγνωσης». Ενός σχεδίου που πάνω απ’ όλα θα συμπεριλάβει και καθοριστικές αλλαγές στις εισαγωγικές εξετάσεις για τα πανεπιστήμια, ώστε να χτυπηθεί αποφασιστικά και στη ρίζα του το τέρας της παπαγαλίας.

Η εξαγγελία του υπουργείου Παιδείας

Μέρος του σχεδίου αυτού μπορεί να αποτελέσει η πρόσφατη εξαγγελία του υπουργείου Παιδείας, που προβλέπει την ανάγνωση τεσσάρων βιβλίων ανά σχολικό έτος από όλους τους μαθητές των σχολείων μας. Δηλαδή μιας μικρής βιβλιοθήκης περίπου 50 βιβλίων κατά τη διάρκεια της μαθητικής τους ζωής, ανεξαρτήτως του οικογενειακού, μορφωτικού και κοινωνικού τους στάτους. Μάλιστα, η γνωστή και πετυχημένη αυτή πολιτική στο γαλλικό εκπαιδευτικό σύστημα θα έχει άλλη μια ακόμα ευεργετική επίδραση στο δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα: για πρώτη φορά οι μαθητές μας θα έρθουν, θεσμικά πλέον, σε επαφή με ολοκληρωμένα κείμενα/βιβλία, και όχι με αποσπάσματα κειμένων, όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα. Γιατί, όπως τονίζουν οι ειδικοί, η επαφή με ολόκληρα βιβλία είναι που συμβάλλει αποφασιστικά στην ανάπτυξη δεξιοτήτων κριτικής κατανόησης κειμένων – και όχι αυτή με αποσπάσματα. Φτάνει το συγκεκριμένο μέτρο να μην υλοποιηθεί με τον γνωστό «σοβιετικό τρόπο». Δηλαδή να επιλέξει το κράτος αποκλειστικά βιβλία ελεύθερα πνευματικών δικαιωμάτων ή να προβεί σε «ακριβοδίκαια» κατανομή της «πίτας» μεταξύ των εκδοτών για τους γνωστούς λόγους, αλλά να προσφέρει σε μαθητές, εκπαιδευτικούς και σχολεία το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής. Δηλαδή να τους παρακινήσει να το «ψάξουν», καθιστώντας τους έτσι ενεργούς κοινωνούς της όλης διαδικασίας.

*Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας.