by
Μέρος 1
Μεταπολιτική είναι η πολυσύνθετος και πολυεπίπεδος φιλοσοφική μελέτη της πολιτειακής συνθέσεως των κοινωνιών, η θεωρητική πολιτική μελέτη της πολιτικής ή άλλως «η πολιτική της πολιτικής». Ευρύτερον, είναι η θεωρητική πολιτική μελέτη, αλλά συνάμα και η μέθοδος που αναλύει τις πολιτικές ιδεολογίες στην μορφολειτουργική διάστασή τους. Η έννοια της μεταπολιτικής αναφέρεται σε πολυάριθμες και ποικίλες μορφές μη πολιτικών δραστηριοτήτων, λειτουργουσών επιδραστικώς προς την κατεύθυνση της διαδόσεως ορισμένων ιδεών και αξιών, οι οποίες διαπλέκονται και συνθέτουν μίαν «κοσμοθεωρίαν».
« Για την Αριστερά, το ζήτημα είναι να αντιπαλέψει με πάθος τη μεταπολιτική, τον μεγαλύτερο σύγχρονο κίνδυνο για την κοινωνία και τη δημοκρατία »
(Εφημερίς «Αυγή», 16/3/2014)
Προφανώς και βεβαίως η μεταπολιτική επηρεάζει την πολιτικήν και τις ανθρώπινες συλλογικότητες, όμως όχι μέσω της συνήθους πολιτικής δραστηριότητος, (δηλαδή με την λειτουργίαν των κομμάτων, με τις πολιτικές εκστρατείες και τις εκλογές), καθώς συνδέεται ιδιαιτέρως με την φιλοσοφικήν και πνευματικήν θεώρηση και δραστηριότητα, δηλαδή με λειτουργίες οι οποίες υποστηρίζουν μιαν ιδεολογίαν ή κοσμοθεωρίαν. Επιπλέον περιλαμβάνει εμπράκτως, την διάδοση των ιδεών και των αξιών με μέσα όπως οι ομιλίες, τα ραδιοτηλεοπτικά και διαδικτυακά προγράμματα, τα προγράμματα εργασίας, η δημοσιογραφία και οι διάφορες μορφές προπαγάνδας.
Ορισμοί της «Μεταπολιτικής» :
Συμφώνως προς τον Αμερικανόν Μάϊκλ Ο Μέρα (Michael O’Meara), διανοητή και συγγραφέα της Νέας Δεξιάς :
«…Η μεταπολιτική είναι για την πολιτικήν ό,τι είναι η μεταφυσική για την φυσικήν. (…) Όπως η μεταφυσική αφορά σε αυτό που είναι πέραν από την φυσικήν και έχει να κάμει με την απόλυτον πραγματικότητα (εάν υφίσταται τέτοια) στην οποίαν στηρίζεται ο κόσμος της ενεργείας και της ύλης, (…) η μεταπολιτική είναι αυτή που αντιμετωπίζει όλα αυτά τα οποία καθιστούν δυνατήν την πολιτικήν. Επί παραδείγματι, ημπορεί να αναφέρεται στην ιδεολογίαν, στον πολιτισμόν, στα επικρατούντα εννοιολογικά παραδείγματα, στις κοινωνικές ηγεμονίες οι οποίες διαμορφώνουν το πολιτικόν πεδίον και στον τρόπον με τον οποίον προσεγγίζουμε αυτά, ακόμη και στις παράλογες και υποσυνείδητες δυνάμεις που επηρεάζουν την δημοσίαν συμπεριφοράν…».
Ο Ουάϊναντ Βλάντιμηρ ντε Μπέερ (Wynand Vladimir De Beer) – ένας Νοτιοαφρικανός φιλόσοφος και ανεξάρτητος ερευνητής, ειδικός στην Ορθόδοξον Θεολογίαν, την Ελληνικήν Μεταφυσικήν και τις Ινδοευρωπαϊκές Σπουδές, ο οποίος εδίδασκεν στην Πόλη του Ακρωτηρίου έως ότου μετεκόμισεν στην Ιρλανδίαν, όπου ολοκλήρωσεν την μελέτη του περί της φιλοσοφίας του Εριγένους
[Ο Ιωάννης Σκώτος Εριγένης (Eriugena) ήταν Ιρλανδός θεολόγος, νεοπλατωνιστής φιλόσοφος και ποιητής που εδημιούργησεν ένα πολύ αξιόλογον φιλοσοφικόν σύστημα, εκτιθέμενο κατά κύριον λόγο στο φημισμένο έργο του «Περί Διαιρέσεως της Φύσεως» («De Divisione Naturae»)] .
Ο ντε Μπέερ – γράφει συναφώς στο βιβλίον του «Από την Μεταφυσικήν στην Μεταπολιτικήν» («From Metaphysics to Metapolitics», 2019):
«Τι είναι η μεταφυσική; Ο όρος προέρχεται από την ελληνικήν φράση “Μετά τα Φυσικα”, που σημαίνει “μετά την φυσικήν”. Ενεφανίσθη για πρώτην φοράν ως ο τίτλος μιας συλλογής γραπτών από τον Έλληνα φιλόσοφον Αριστοτέλη, η οποία ηκολούθησεν τα γραπτά του περί τα φυσικά φαινόμενα. Προεκτεινόμενοι από αυτό θα ημπορούσαμε να ειπούμε ότι το μεταφυσικόν ακολουθεί το φυσικόν. Με άλλα λόγια, εάν το φυσικόν υποδηλώνει την πραγματικότητα “εδώ και τώρα”, τότε το μεταφυσικόν δεικνύει εκείνες τις πραγματικότητες πέραν από το “εδώ και τώρα”. Επομένως, το μεταφυσικόν περιλαμβάνει τις αόρατες και άϋλες πραγματικότητες που υποδηλώνονται από όρους όπως ο Θεός, ο Ένας, το Πνεύμα, η Διάνοια, ο Λόγος, οι Μορφές και η Ψυχή.
Τι είναι η Μεταπολιτική; Λαμβάνοντες υπ όψη την προηγουμένην παράγραφον, έχει νόημα να διακηρυχθεί ότι η μεταπολιτική ευρίσκεται στην ιδία σχέση με την πολιτικήν όπως η μεταφυσική σε σχέση με την φυσικήν. Θα ημπορούσαμε λοιπόν να ειπούμε ότι από μεταπολιτικήν άποψη βλέπει κανείς τον πολιτικόν κόσμον “εκ των άνω”, ακριβώς όπως από μιαν μεταφυσικήν προοπτικήν κάποιος βλέπει “εκ των άνω” τον φυσικόν κόσμον Θα πρέπει λοιπόν να είναι αυτονόητον ότι η μεταπολιτική δεν έχει καμίαν σχέση με το γελοίον θέαμα της κομματικής πολιτικής, όπως και η μεταφυσική δεν έχει καμίαν σχέση με την ματαία πρακτικήν της φιλοσοφίας της πολυθρόνας.
Αντιθέτως, τόσον η μεταφυσική όσον και η μεταπολιτική είναι αποφασιστικά σημαντικά ζητήματα, αντιμετωπίζοντα κατά την διεξαγωγήν τους την φύση της πραγματικότητος και αντιστοίχως τον τρόπον με τον οποίον οι ανθρώπινες κοινωνίες πρέπει να διατάσσονται συμφώνως προς τις επιταγές της πραγματικότητος».
Ο πολύς Αλέν ντε Μπενουά (Alain de Benoist) με τον όρον «μετα-πολιτική» ορίζει ένα μέρος της στρατηγικής της «πολιτιστικής πάλης» και της «πολιτιστικής επαναστάσεως της δεξιάς». Λέγει πως η Μεταπολιτική σημαίνει την «παραγωγήν ενός διαλόγου με την αξίωση να παρέχει εφαρμοστικές προδιαγραφές για τίποτα ολιγότερον από το “νόημα της ζωής”».
[ο Γάλλος μαχητικός Εθνικιστής ακαδημαϊκός, φιλόσοφος, ένας από τους μεγαλυτέρους στοχαστές της συγχρόνου εποχής, ιδρυτής του κόμματος «Nouvelle Droite» («Νέα Δεξιά») και επικεφαλής της γαλλικής δεξαμενής σκέψεως «Ομάς Ερεύνης και Μελετών του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού», («Groupement de reserche et d’ etudes pour la civilisation europeenne», με αρκτικόλεξον «G.R.E.C.E.» – «Ελλάς»)]
Κατ΄ ακολουθίαν της ιδέας του σπουδαίου Άρμιν Μόλερ (Armin Mohler, 1920-2003, Ελβετός πολιτικός φιλόσοφος, συγγραφεύς και δημοσιογράφος, μελετητής και απολογητής της «Συντηρητικής Επαναστάσεως») ότι «το πνεύμα κυβερνά τον κόσμο», διατυπώνεται ένας ιδιάζων «γκραμσισμός» από την εθνικιστική Νέαν Δεξιά. Συμφώνως προς τους Γάλλους Αλέν ντε Μπενουά και Σαρλ Σαμπετιέ «η ιστορία εξελίσσεται και μαζί της αναπτύσσεται και η βούληση και οι πράξεις των ανθρώπων, αλλά αυτή η βούληση και αυτή η δράση εκφράζονται πάντοτε ως μέρος ενός συγκεκριμένου αριθμού στάσεων, πεποιθήσεων και ιδεών που τους δίδουν νόημα και τις κατευθύνουν».
Συμφώνως προς τον Μπενουά η Νέα Δεξιά στην Γαλλία έπρεπε να ανανεώσει «αυτές τις ιδέες όπως ο λαός και το έθνος, υπό μορφήν “ιδεών” ή μύθων για την “συλλογικήν συνείδηση”, μάλιστα δε στο ύψιστον επίπεδον, μέσω νέων συνθέσεων, ώστε η ζωή να αποκτήσει πάλιν νόημα, με ιδέες ικανές να προσφέρουν μιαν συνεκτικήν κοσμοθεωρία […] μέσω της “διασταυρουμένης” συνδυαστικής σκέψεως».
[Charles Champetier, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος-αρχισυντάκτης της επιθεωρήσεως «Στοιχεία» («Elements») της G.R.E.C.E.]
Εξελικτικόν Χρονικόν του Όρου: Εχρησιμοποιήθη για πρώτην φορά στο έργον του Γερμανού ιστορικού Αυγούστου φον Σλέτσερ (August von Schlözer) : «Γενικόν Συνταγματικόν Δίκαιον και Κρατική Συνταγματική Θεωρία» («Allgemeines Staatsrecht und Staatsverfassungslehre», Γκέτινγκεν 1793).
Αρχικώς η λέξη «μεταπολιτική» εχρησιμοποιήθη ως «απόκρυφος» τεχνικός όρος των μεταμαρξιστών και των ποικίλων απολογητών, υποστηρικτών, «εμπόρων» και νοσταλγών της σοσιαλδημοκρατίας. Στις ημέρες μας η μεταπολιτική αποτελεί το σημείον «συγχύσεως», «συμπυκνώσεως» και «συντήξεως» της συλλήβδην παθολογίας των «φιλελευθέρων δημοκρατιών» της Δύσεως. Κατονομάζει και καταγγέλλει εκείνα τα καθεστώτα που διατηρούν δολίως και τύποις το κέλυφος των «φιλελεύθερων» και δήθεν «δημοκρατικών» θεσμών, «κοπτόμενα» δήθεν για το κοινωνικό καλό, ενώ ταυτοχρόνως η κοινωνική επιρροή στην κρατικήν εξουσία φθίνει σταθερώς, όπως επίσης και η λαϊκή συμμετοχή στην πολιτικήν των κομμάτων, στις μαζικές κινητοποιήσεις και στα συνδικάτα.
Τα κόμματα της αριστεράς και της «δεξιάς» έπαυσαν να εμφανίζουν οιεσδήποτε ιδεολογικές αλλά και πολιτικές διαφορές, καθώς συγκλίνουν στα ίδια, διεθνιστικά ή οικουμενικα, αλλά πάντως αντεθνικά και διαπλεκόμενα, οικονομικά συμφέροντα.
Συνεπώς έπαυσεν υφισταμένη κάποια διακριτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ αριστεράς και «δεξιάς», ενώ αυξάνεται διαρκώς ο παρεμβατικός ή και διαχειριστικός ρόλος ξενοκινήτων και απολίτικων, δήθεν «ειδικών», στην πολιτικήν και οικονομικήν διακυβέρνηση των χωρών. Η επιβολή και κυριαρχία της οικονομίας επί της πολιτικής, (ιδιαιτέρως μετά την κατάρρευση του μαρξισμού – λενινισμού στην «Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών»), ωδήγησεν σε χυδαία εμπορευματοποίηση της εκλογικής διαδικασίας.
Παραλλήλως ηύξησεν ραγδαίως τις δαπάνες των κομμάτων και των πολιτικών προσώπων, εξαρτώσα πλήρως την δραστηριότητά τους από την «αζημίωτον» χρηματοδότηση των μεγαλοεπιχειρηματιών, καθώς και από τον πολλαπλασιαστικώς σηπτικόν χώρον της διαφημίσεως, καθιστώσα τον πολιτικόν ανταγωνισμόν αγοραίον, αργυρώνητον, ανισότιμον και ως εκ τούτου ουσιαστικώς «αντιδημοκρατικόν».
Πέραν πάσης λογικής και ηθικής, εκείνες οι καθοριστικές και κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν στην οικονομία και στην πολιτικήν έπαυσαν να αποτελούν προϊόντα της λαϊκής βουλήσεως, η διακυβέρνηση έχει αφεθεί στις χείρες τεχνοκρατών που διοικούν τις κοινωνίες με νοοτροπίαν και αντίληψη διαχειριστών πολυεθνικών εταιρειών.
Ένα χαρακτηριστικόν παράδειγμα αυτής της μορφής εξουσίας απετέλεσεν και η επιλογή του αμερικανοτραφούς Έλληνος οικονομικού τεχνοκράτη Λουκά Παπαδήμου, ως «σωτήρος» – «φωστήρος», ενός πρωθυπουργού που δεν είχαν εκλέξει οι Έλληνες πολίτες, αλλά οι διαβόητες «Αγορές» (!) οι οποίες τον εστήριξαν παντοιοτρόπως, θέτουσες στην διάθεσή του την (πάσχουσα από ακράτειαν) κρατικήν μηχανή, καθώς και τεράστια εκδοτικά και οικονομικά συγκροτήματα ως πειθηνίους υπηρέτες του.
Σήμερον, στην παγκοσμιοποιουμένη φάση της μεταψυχροπολεμικής περιόδου οι πολιτικές διαμάχες μετετράπησαν σε έναν κίβδηλον αγώνα εξουσίας, ουσιαστικώς σε ένα ανούσιον και δυσειδές θέαμα, χρησιμοποιούμενον από τους Επικυριάρχους για να καλύπτονται οι τηλεοπτικές ανάγκες των διαβουκολουμένων μαζών. Μετετράπησαν σε έναν «στημένον αγώνα» μεταξύ προθύμως συνυπαρχόντων αντιπάλων, δίχως ουσιώδεις διαφορές στην πολιτικήν τους, οπότε οι «επιτρεπτές» από το Καθεστώς πολιτικές διαμάχες μετετράπησαν σε θεαματικούς εξουσιαστικούς αγώνες «επαγγελματικής πάλης».
Μέσον ασκήσεως της μεταπολιτικής είναι ο πολιτισμός. Η προσπάθεια αλλαγής του «Zeitgeist»1, του «Εποχιακού Πνεύματος», δηλαδή του γενικού πνευματικού, πολιτιστικού, ηθικού ή και πολιτικού κλίματος εντός του Έθνους ή ακόμη και εντός συγκεκριμένων ομάδων, παραλλήλως προς την περιρρεόυσα γενικήν ατμόσφαιρα, τα ήθη, την κοινωνικοπολιτιστικήν κατεύθυνση, ομοιάζει οιονεί με την φρούδα προσπάθειαν που καταβάλλει κάποιος .. κοντόφθαλμος ρομαντικός οραματιστής ή αφελής θρασύνους, αποπειρώμενος ματαίως να αλλάξει τον καιρόν ή να αντιστρέψει την παλίρροια.
Η μεταπολιτική συχνότατα παρουσιάζεται με όρους δυσθεωρήτως μεγαλοπρεπείς και συγχυτικώς ασαφείς. Προκειμένου να καταστεί ορατή, αξιόπιστος και πρακτική, είναι αναγκαίον να την παρουσιάσουμε με όρους με τους οποίους ημπορούν να την προσεγγίσουν οι άνθρωποι. Έως τούδε παρουσιάζεται με όρους λογίους, λογοτεχνικούς και αφηρημένους. Έτσι, φαίνεται ότι στερείται καθορισμένου σκοπού ή κατευθύνσεως, ότι ασχολείται με τις ιδέες ωσάν να είναι αφ’ εαυτών επαρκείς και εν τέλει ότι αντιμετωπίζει τις ιδέες ως ντιλετάντικα παίγνια και όχι ως ιστορικά εργαλεία. Η μεταπολιτική πρέπει να ασχολείται με τις σπουδαίες ιδέες και να τις καθιστά όντως σπουδαίες και δραστικώς εφαρμόσιμες, αυξάνουσα την επιρροή τους.
Ο συντηρητικός Αμερικανός ιστορικός και πολιτικός φιλόσοφος Ρίτσαρντ Μάλκολμ Γουήβερ ο Νεότερος (Richard Malcolm Weaver Jr.), οπαδός του Νοτίου «κοινοτικού ατομισμού», διετύπωσεν την βαθυστόχαστον περιεκτικήν φράση:
«Oι πραγματικές ιδέες έχουν συνέπειες», καταγεγραμμένη στο βιβλίον του «Ideas Have Consequences» (1948, εκδόσεις University of Chicago Press).
Το εξόχως ενδιαφέρον αυτό βιβλίον είναι σε μεγάλον βαθμόν μια πραγματεία σχετική με τις βλαβερές συνέπειες της «ονοματοκρατίας» στον δυτικόν πολιτισμόν, καθώς αυτό το δόγμα απέκτησεν εξέχουσα θέση στον Όψιμον Μεσαίωνα, ακολουθουμένη από μιαν προτεινομένη «συνταγή» μιας πορείας δράσεως μέσω της οποίας ο Γουήβερ πιστεύει ότι η Δύση ημπορεί να διασωθεί από την παρακμήν της.
[Ονοματοκρατία ή Νομιναλισμός (Nominalismus) αποκαλείται το φιλοσοφικόν σύστημα συμφώνως προς το οποίον οι λέξεις και τα ονόματα τα οποία αποδίδουμε στα πράγματα, δεν αφορούν στην ουσίαν, στην αλήθειαν ή στην αντικειμενικήν πραγματικότητα των φαινομένων, αλλά στην ύπαρξη και στις ιδιότητές τους. Στην ουσίαν ο νομιναλισμός, αποτελεί το αντίρροπον φιλοσοφικόν σύστημα του ρεαλισμού (πραγματοκρατία). Είναι δηλαδή οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα αρνείται ότι οι έννοιες, οι ιδέες, οι νοητικές κατασκευές έχουν αντικειμενικότητα ή αντικειμενική (ή γενική, ή καθολική) ύπαρξη ανεξάρτητον από την ύπαρξη τους στο νου του υποκειμένου που τις σχηματίζει.]
Αναλόγως, ο επίσης συντηρητικός Αμερικανός φυλετιστής ιστορικός και δημοσιογράφος Σάμιουελ Τοντ Φράνσις (Samuel Todd Francis 1947–2005), είχεν ειπεί σαφώς και ευστόχως ότι: «…. μερικές ιδέες είναι σπουδαιότερες από άλλες !».
[O Αμερικανός αρθρογράφος και συγγραφεύς υπήρξεν καταξιωμένος δημοσιογράφος και συντάκτης των συντηρητικών «Washington Times», μέχρις ότου απελύθη μετά από κάποια …. «ρατσιστικά σχόλιά» του στο συνέδριον της «Αμερικανικής Αναγεννήσεως» το 1995. O Φράνσις θα καθίστατο αργότερον η «κυρίαρχος δύναμη» στο «Συμβούλιον των Συντηρητικών Πολιτών» («Council of Conservative Citizens»), μιαν ομάδα υποστηρικτών της «Λευκής Υπεροχής», όπου μέχρι του θανάτου του το 2005 ήταν εκδότης και αρχισυντάκτης στο ενημερωτικόν δελτίον τους «Πληροφοριοδότης των Πολιτών» («Citizens Informer»)]
Η μεταπολιτική παρουσιάζεται με όρους υποδηλώνοντες πως είναι ανεξάρτητος από τις άλλες μορφές ακτιβισμού (ή ακόμη και εχθρική προς αυτές), έτσι πρέπει να θεωρηθεί μέρος εκείνης της επιτυχούς πολιτικής, την οποίαν το πρωτοποριακόν μεταπολεμικόν «Εθνικόν Δημοκρατικόν Κόμμα» της συγχρόνου Γερμανίας (N.P.D.) αποκαλεί «Στρατηγική των Τριών Επιπέδων», δηλαδή του πολιτιστικού, του κοινοτικού και του εκλογικού ακτιβισμού.
Με την διενέργειαν αυτής της πολυεπιπέδου πολιτικής κάθε μορφή της συμπληρώνει και ενισχύει τις άλλες, προφανώς δε αποτελεί αντικείμενον των ικανοτέρων χειριστών του λόγου. Παραλλήλως, η μεταπολιτική περιλαμβάνει τον αγώνα για την πολιτιστικήν ηγεμονίαν, εκδηλούμενον αλλά και διενεργουμένον ταυτοχρόνως σε πολλούς τομείς και επίπεδα της συλλογικής ζωής.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Η έννοια του Zeitgeist χρονολογείται από τον Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ και άλλους Γερμανούς Ρομαντιστές όπως ο Κορνήλιος Γιάγκντμαν, αλλά είναι περισσότερον γνωστή σε σχέση με την «φιλοσοφίαν της ιστορίας» του Εγέλου.. Το 1769 ο Χέρντερ έγραψεν μια κριτικήν για τον έργον «Genius seculi» του φιλολόγου Χριστιανού Αδόλφου Κλοτζ (Christian Adolph Klotz) και εισήγαγεν την λέξη Zeitgeist στην λόγιον γερμανικήν ως μετάφραση του genius seculi (λατινικά: genius – «πνεύμα φύλαξ» και saeculi – “του αιώνος”).
Το «πνεύμα της εποχής» είναι ένας αόρατος παράγων ή η δύναμη που κυριαρχεί στα χαρακτηριστικά μιας δεδομένης εποχής της παγκοσμίου ιστορίας. Η σύγχρονος χρήση του όρου ημπορεί, ρεαλιστικότερον, να αναφέρεται σε ένα σχήμα συρμού ή εμμονικής τάσεως που ορίζει τι θεωρείται αποδεκτόν ή καλαίσθητον για μιαν εποχή, π.χ. στον τομέα της αρχιτεκτονικής. (Συρμός ή τάση είναι κάθε μορφή συλλογικής συμπεριφοράς που αναπτύσσεται μέσα σε έναν πολιτισμόν, μια γενεά ή μια κοινωνικήν ομάδα στην οποίαν μια ομάς ανθρώπων ακολουθεί με ενθουσιασμό μια παρόρμηση επί ένα σύντομον χρονικόν διάστημα. Οι εμμμονικές τάσεις αφορούν σε αντικείμενα ή συμπεριφορές που επιτυγχάνουν βραχυχρόνιον δημοτικότητα, αλλά ατονούν και εξαφανίζονται. Οι εμμμονικές τάσεις συχνάκις θεωρούνται ως αιφνίδιες, ταχέως διαδιδόμενες και βραχύβιες).
Ο όρος αναφέρεται επίσης στο πόνημα του Ελβετού ποιητή, συγγραφέως, φιλοσόφου, φυσιογνωμιστή και θεολόγου Γιόχαν Κάσπαρ Λάβατερ (JohannCasparLavater) «Το επιπόλαιoν πνεύμα του κόσμου και το πνεύμα της εποχής» («Der frivole Weltgeist und Zeitgeist»), στον πέμπτον τόμον της εικοσιτετρατομου «Βιβλιοθήκης αναφοράς για φίλους» («Handbibliothek für Freunde», 1791), σελίς 57.
Βεβαίως ο όρος Zeitgeist περιέχεταιι στο πληρέστατον «Γερμανικόν Λεξικόν» («Deutsches Wörterbuch») των περιβοήτων αδελφών Γκριμ, καθηγητών στο Πανεπιστήμιον του Γκέτινγκεν.
Το «πνεύμα της εποχής» κατέστη επίσης δημοφιλές από την χρήση του από τον Μεγάλον Γκαίτε, στην τραγωδία του «Φάουστ», καθώς και από τον ποιητή και φιλόσοφον Γιόχαν Γκότφρηντ Χέρντερ (Johann Gottfried Herder). Για τον Χέρντερ, αυτό δηλοί όχι μόνον την σχέση μεταξύ των διαχρονικών και συγχρονικών διαστάσεων των συλλογικών ταυτοτήτων, αλλά και την ένταση μεταξύ πολιτιστικού και πολιτικού ελέγχου και παρεμβάσεως, που ευρίσκει έκφραση στην σχέση μεταξύ των ελίτ και του καθ΄οιονδήποτε τρόπον κοινού τους.
Το Ζeitgeist είναι ο τρόπος σκέψεως και τα σύμφυτα συναισθήματα μιας εποχής, είναι η νοοτροπία της. Ο όρος υποδηλοί την ιδιαιτερότητα μιας συγκεκριμένης εποχής ή μιαν προσπάθειαν εκφράσεως και απεικονίσεως αυτής της ιδιαιτερότητος.
2.Ο RichardMalcolmWeaver, Jr (1910 –1963) ήταν Αμερικανός λόγιος που εδίδαξεν την Αγγλικά γλώσσα στο Πανεπιστήμιον του Σικάγον. Είναι κυρίως γνωστός ως ιστορικός της διανοήσεως, πολιτικός φιλόσοφος και συντηρητικός στα μέσα του 20ου αιώνα και ως αυθεντία της συγχρόνου ρητορικής. Ο Weaverυπήρξεν επί βραχύ διάστημα σοσιαλιστής κατά την διάρκειαν της νεότητός του, κατόπιν δε συντηρητικός από την στιγμή που ευρέθη στο μεταπτυχιακόν επίπεδον της σπουδής του, ένας «μετανοήσας» αριστερός στοχαστής. Ήταν ένας σπουδαίος διδάσκαλος των μελετών της γλωσσικής συνθέσεως, αφοσιωμένος πλατωνιστής και θεωρητικός στοχαστής της ανθρωπίνης φύσεως και κοινωνίας.