Το 1989, παράλληλα με τα κοσμοϊστορικά γεγονότα της πτώσεως των κομμουνιστικών δικτατοριών της ανατολικής Ευρώπης, μέσα σε ένα γενικό κλίμα ευφορίας στην «Δύση», ο (ιαπωνικής καταγωγής) Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος Francis Fukuyama με ένα άρθρο του, το οποίο δημοσιεύθηκε στο The National Interest, περιοδικό της αμερικανικής πολιτικής ελίτ, με τίτλο “The End of History?”και, λίγο αργότερα (1992), με το πασίγνωστο και επιδραστικό βιβλίο του με τίτλο: The End of History and the Last Man (στο οποίο ανέλυε τις βασικές ιδέες του άρθρου), διακήρυξε θριαμβευτικώς το «Τέλος της Ιστορίας», ήτοι, την (θεωρούμενη από τον ίδιο) οριστική και νομοτελειακή επικράτηση, σε παγκόσμιο επίπεδο, του πολιτεύματος της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας και του συναφούς της οικονομικού μοντέλου της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, συνέπεια της οποίας (επικρατήσεως) προέβλεπε ότι θα ήταν μία λίγο-πολύ αδιατάρακτη ειρήνη σε παγκόσμιο επίπεδο, εις το διηνεκές, καθώς τάχα έπαυαν να υπάρχουν οι λόγοι των πολιτικών συγκρούσεων και ανταγωνισμών, αφού η εξέλιξη των πολιτευμάτων είχε φθάσει στο τέλος της με την καθολική επικράτηση του «βελτίστου» πολιτεύματος…
Τριάντα πέντε χρόνια μετά, καθώς βρισκόμαστε πια στο κατώφλι ενός νέου έτους (2025), στο 1/4 του 21ου αιώνος, οι προβλέψεις και οι εκτιμήσεις του Fukuyama και των ομοϊδεατών του κάθε άλλο παρά επαληθεύονται. Το διεθνές σκηνικό κάθε άλλο παρά ειρηνικό και αδιατάρακτο φαντάζει. Μάλλον επαληθεύονται οι προβλέψεις των τότε επικριτών του Fukuyama με πρώτο και διασημότερο τον κάποτε δάσκαλό του στο Harvard, Samuel Huntington, ο οποίος είχε απαντήσει, τρόπον τινά, στον μαθητή του, γράφοντας το διάσημο βιβλίο του The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order (1996), στο οποίο οξυδερκώς προέβλεπε ότι το μέλλον θα κυριαρχούνταν από γενικευμένες διεθνείς συγκρούσεις στην βάση όχι τόσο πολιτικών μεταβολών αλλά, πολύ περισσότερο, στην βάση ριζικών εθνοπολιτισμικών και θρησκευτικών αντιθέσεων – όπερ και εγένετο!
Η πρόσφατη εκλογή του Donald Trump στις αμερικανικές εκλογές λειτούργησε ως καταλύτης – ή μάλλον ως πυροκροτητής – που πυροδότησε εξελίξεις με απρόβλεπτη δυναμική. Ενώ η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση έχει βαλτώσει με έναν τρόπο που εμφανώς ευνοεί την Ρωσία υπό την έννοιαν ότι, παρά τις σύνθετες και στοχευμένες οικονομικές κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας και παρά την υποστήριξη που αφειδώς παρέσχε στην Ουκρανία η «Δύση» με όλα τα μέσα, οικονομικά, τεχνολογικά, εφοδιαστικά (πολεμικό υλικό και πολεμοφόδια υψηλής τεχνολογίας, μέχρι και εξελιγμένους πυραύλους κρουζ) και παρά τους ποταμούς αίματος γενναίων Ουκρανών μαχητών στα πεδία των μαχών, όχι μόνον η Ρωσία δεν κατέρρευσε οικονομικώς όπως ανεμένετο, όχι μόνο δεν ηττήθη, αλλά είναι η Ευρώπη που έχει βυθιστεί σε άνευ προηγουμένου οικονομική ύφεση και ενεργειακή υστέρηση. Είναι η Ευρώπη, λοιπόν, η οποία υφίσταται μεγάλες οικονομικές και πολιτικές αναταράξεις, που έχουν φέρει σε κατάσταση αδυναμίας και κλυδωνισμού ακόμη και τις χώρες που εθεωρούντο οι ευρωπαϊκές ατμομηχανές (Γερμανία και Γαλλία).
Στο άλλο μεγάλο θέατρο συγκρούσεων, εκείνο της Μέσης Ανατολής, η κατάσταση είναι ακόμη πιο σύνθετη και ρευστή και αγγίζει αμεσότερα και την Ελλάδα, δεδομένου ότι μεταξύ των πρωταγωνιστών – ως κύριος μάλιστα πρωταγωνιστής – ανεδείχθη η Τουρκία. Η Τουρκία η οποία, εξοπλίζοντας, εκπαιδεύοντας και υποστηρίζοντας συστηματικώς ομάδες τζιχαντιστών, Αράβων και κεντροασιατών μισθοφόρων (που βρήκαν καταφύγιο σε παραμεθόριες περιοχές της Συρίας στις οποίες είχε εισβάλει η Τουρκία και τις οποίες κατέχει στρατιωτικώς) κατάφερε, εις ανύποπτον χρόνον, να εκμεταλλευθεί το μοναδικό παράθυρο ευκαιρίας που της προσέφερε η αποδυνάμωση του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Αποδυνάμωση που ήρθε ως αποτέλεσμα της εξαρθρώσεως της (υποστηριζόμενης από το Ιράν) οργανώσεως Χεσμπολάχ, του κυρίου στηρίγματος του Άσαντ (μαζί με τους Κούρδους του YPD στα βόρεια), στον αγώνα εναντίον των τζιχαντιστών του ISIS, η οποία εδέχθη αποφασιστικά πλήγματα από την σαρωτική εκστρατεία του Ισραήλ εναντίον της, που αφάνισε ολόκληρη την ηγεσία και σε σημαντικό βαθμό την εξάρθρωσε. Στερούμενος λοιπόν ο καταβεβλημένος συριακός στρατός του Άσαντ τόσο της ιρανικής (μέσω Χεσμπολαχ) όσο και της ρωσικής υποστηρίξεως – με εξαίρεση την ελαχίστη (ανεπαρκή όπως απεδείχθη) αεροπορική υποστήριξη της Ρωσίας (αφού η τελευταία, έχοντας ενεργό το πολύ αμεσότερα επικίνδυνο ουκρανικό μέτωπο, δεν μπορούσε να αποσπάσει δυνάμεις για την Συρία) – κατέρρευσε θεαματικώς εντός ολίγων ημερών, υποκύπτοντας στην αιφνιδιαστική επίθεση των (υπό διάφορες ονομασίες) τουρκοτραφών τζιχαντιστών. Μετά την κατάληψη του στρατηγικού Χαλεπίου και της Χόμς από τους επελαύνοντες τζιχαντιστές, ο δρόμος προς την Δαμασκό ήταν ανοιχτός. Η κατάρρευση του μπααθικού καθεστώτος του Άσαντ ήταν θέμα ωρών.
Ποιοι είναι χαμένοι και ποιοι κερδισμένοι από τα πρόσφατα γεγονότα στην Συρία, όπου οι συσχετισμοί είναι ακόμη ρευστοί και δεν έχουν πλήρως αποκρυσταλλωθεί; Ποιες θα είναι οι πιθανές εξελίξεις; Πόσο και πώς θα επηρεάσουν αυτές οι εξελίξεις την Ελλάδα; Κρίσιμα τα ερωτήματα…
Ως προς το ποιοι είναι οι χαμένοι, αυτό είναι προφανές: Πρώτο χαμένο είναι το Ιράν, το οποίο, λόγω της στηρίξεως που προσέφερε επί μακρόν στο καθεστώς Άσαντ, εξασφάλιζε ως αντάλλαγμα την οδό τροφοδοσίας της Χεσμπολάχ στο μέτωπο του Λιβάνου. Για τον λόγο αυτό αλλά και για ιστορικούς και ιδεολογικούς λόγους, το Ισραήλ επεδίωκε σταθερά την ανατροπή του Άσαντ και του κόμματος Μπάαθ, που εξέφραζε τον αραβικό λαϊκό κοσμικό εθνικισμό.
Δεύτερη χαμένη η Ρωσία, η οποία αναγκάστηκε να αποσύρει τις δυνάμεις της από τις βάσεις που είχε διάσπαρτες στην Συρία στο πλαίσιο συμμαχίας με το καθεστώς Άσαντ. Βλέπει μάλιστα να κινδυνεύει σοβαρά η μοναδική σημαντική ναυτική βάση που διατηρεί στην Μεσόγειο (Ταρτούς) ήδη από την εποχή της Σοβιετικής Ενώσεως και του ψυχρού πολέμου.
Τρίτες χαμένες οι ευρωπαϊκές χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά φάνηκε εντελώς ανέτοιμη και απούσα (σε ρόλο απλού παρατηρητού των εξελίξεων…). Ακόμα και η Γαλλία παρέμεινε αδρανής, για την οποία θα ανέμενε κανείς ότι θα επεδίωκε και μόνο για ιστορικούς λόγους πιο ενεργό ανάμιξη, δεδομένου ότι ήταν η χώρα στην οποία είχε ανατεθεί μετά την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο έλεγχος της Συρίας.
Ποιοι ήταν οι κερδισμένοι; Εδώ τα πράγματα είναι πιο θολά. Σίγουρα μεταξύ των κερδισμένων είναι οι ΗΠΑ, οι οποίες βρήκαν την ευκαιρία να ανατρέψουν έναν ακόμη ηγέτη χώρας με σημαντική θέση στον παγκόσμιο χάρτη (μετά τον Σαντάμ Χουσεϊν του Ιράκ και τον Μουαμάρ Καντάφι της Λιβύης) και να εκδιώξουν από την περιοχή το Ιράν και την Ρωσία, κερδίζοντας πόντους στην διεθνή σκακιέρα του συσχετισμού ισχύος (για να θυμηθούμε τον Μπρεζίνσκυ), στριμώχνοντας την αντίπαλη Ρωσία εκεί όπου δεν μπορούσε να αντιδράσει.
Κερδισμένο είναι εκ πρώτης όψεως και το Ισραήλ, το οποίο είδε έναν ορκισμένο και συνεπή εχθρό του (τον Άσαντ) να χάνει την εξουσία, βρίσκοντας παράλληλα την ευκαιρία, πάνω στην ταραχή και στο κενό εξουσίας στην Συρία, να εισβάλει κεραυνοβόλα από την πλευρά τον υψιπέδων του Γκολάν, διευρύνοντας την ζώνη κατοχής στα συριακά εδάφη, φθάνοντας σε απόσταση βολής από την Δαμασκό και επίσης διενεργώντας συνεχείς αεροπορικές επιθέσεις επί σειρά ημερών, με σκοπό να εκμηδενίσει τα υπολείμματα των οπλικών συστημάτων του συριακού στρατού (πλοία, αποθήκες πυρομαχικών, αντιαεροπορικά συστήματα, κλπ), προκείμενου να διασφαλίσει ότι δεν θα πέσουν σε επικίνδυνα χέρια. Γενικώς το Ισραήλ κατάφερε εντός ολίγων μηνών να αποδυναμώσει όλους τους επικίνδυνους εχθρούς στον περίγυρό του, υλοποιώντας την πάγια στρατηγική του κατακερματισμού των αντιπάλων του. Διατρέχει όμως έναν κίνδυνο. Οι νέες δυνάμεις των τζιχαντιστών, που δείχνουν πλέον να κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος της Συρίας, υπάρχει ορατό ενδεχόμενο να εξελιχθούν μελλοντικώς σε απειλή για το Ισραήλ ανάλογη της Χαμάς. Μερικές φορές το μένος θολώνει την πραγματιστική κρίση. Ένας αποδυναμωμένος αλλά προβλέψιμος Άσαντ ίσως αποδειχθεί ότι ήταν λιγότερο επικίνδυνος για το Ισραήλ συγκρινόμενος με τους ανεξέλεγκτους φανατικούς ισλαμιστές που πήραν την θέση του.
Η άλλη εμφανώς κερδισμένη χώρα ήταν η Τουρκία, καθισταμένη αίφνης ο κύριος ρυθμιστικός παράγων στην περιοχή. Ο στρατηγιστής Ερντογάν διείδε μία τεράστια ευκαιρία και έλαβε το ρίσκο δράττοντάς την με αποφασιστικότητα. Καθώς, όπως όλοι βλέπουν και γνωρίζουν (όσο κι αν επισήμως το διαψεύδει), η Τουρκία είναι ο πραγματικός σπόνσορας και κηδεμόνας των τζιχαντιστικών ομάδων που ανέτρεψαν τον Άσαντ, διηύρυνε με νέα εισβολή την ζώνη κατοχής εντός του συριακού εδάφους, φιλοδοξώντας να καταστήσει την Συρία προτεκτοράτο της Τουρκίας, κάνοντας με τον τρόπο αυτό ένα τεράστιο βήμα προς την μεγαλοϊδεατική επιδίωξη ανασυστάσεως της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που αποτελεί τον μύχιο πόθο του. Κορωνίδα αυτού του οράματος (μέρος του οποίου αποτελεί και η επιδίωξη για την εκ νέου περιαγωγή της Ελλάδος σε θέση υποτελούς) είναι η κατάληψη της Ιερουσαλήμ, πράγμα , μάλιστα, που τόλμησε να ομολογήσει Ο Ερντογάν σε δημόσιο χώρο, ενώπιον ακροατηρίου!
Ωστόσο, αμεσώτερο στόχο της Τουρκίας αποτελεί η αποδυνάμωση των Κούρδων ενόπλων που ελέγχουν την Βορειοανατολική Συρία, έχοντας την υποστήριξη του Ισραήλ και των ΗΠΑ (που διατηρούν κάποιες βάσεις και ολίγες χιλιάδες στρατευμάτων εκεί) και η εθνοκάθαρση, αν είναι δυνατόν, της (πλούσιας σε πετρέλαια) περιοχής των Κούρδων ή, έστω, η δημιουργία μίας εδαφικής ζώνης η οποία να δικόπτει το πληθυσμιακό συνεχές των κουρδικών πληθυσμών στο συριακό και το τουρκικό έδαφος. Ο υπαρξιακός εφιάλτης της Τουρκίας είναι η ίδρυση Κουρδικού κράτους, αφού, εκ των 40-45 και πλέον εκατομμυρίων Κούρδων χωρίς κράτος ένα μεγάλο μέρος (περισσότεροι από τους μισούς, 20-25 εκατομμύρια) ζουν στην Τουρκία, εκ των οποίων τα 10-15 εκατομμύρια είναι συμπαγείς κουρδικοί πληθυσμοί στα νοτιοανατολικά εδάφη της Τουρκίας και οι υπόλοιποι βρίσκονται διάσπαρτοι στις μεγάλες τουρκικές πόλεις, άλλα 8-10 εκατομμύρια ζουν στο Ιράν, 5-8 εκατομμύρια στο Ιράκ (όπου ήδη απολαμβάνουν εκτεταμένη αυτονομία) και 2-3 εκατομμύρια στην Συρία, όπου, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, βρίσκονται σε τροχιά αυτονομίας. Καθώς, όπως προανεφέρθη, οι Κούρδοι ήδη από την εποχή της πτώσεως του Σαντάμ Χουσεΐν διαθέτουν διευρυμένη αυτονομία στο Βόρειο Ιράκ, η ορατή πιθανότητα της ένωσεώς τους με τα εκατομμύρια των Κούρδων της βορείας Συρίας καθιστά ορατή και την ένωσή τους με τους Κούρδους της Τουρκίας, με συνέπεια την διάλυση της Τουρκίας. Η έναρξη υλοποίησης αυτού του σεναρίου αποτελεί τον απόλυτο εφιάλτη των Τούρκων, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξορκίσουν!
Όλα λοιπόν παίζονται εκεί και οι εξελίξεις εν πολλοίς θα εξαρτηθούν από την στάση των ΗΠΑ και του Ισραήλ σε σχέση με τους Κούρδους. Αν οι ΗΠΑ συνεχίσουν να υποστηρίζουν τους Κούρδους της Συρίας και ιδίως αν θα τους υποστηρίξουν σε ενδεχόμενη τουρκική εισβολή (την οποία η Τουρκία προετοιμάζει αλλά διστάζει να πραγματοποιήσει, ακριβώς επειδή έχει αυστηρά απειληθεί από τις ΗΠΑ), η Τουρκία θα έχει σοβαρό πρόβλημα. Την αγωνία της Τουρκίας, παρά τους λεονταρισμούς, μαρτυρούν τα, έως πρό τινος αδιανόητα, ανοίγματα του Ερντογάν προς τον φυλακισμένο ηγέτη του PKK (Κούρδων αυτονομιστών της Τουρκίας) Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Αν η Τουρκία συντρίψει τους Κούρδους και επεκτείνει de facto τα εδάφη της, θα μεγαλώσει την ισχύ της και …αλλοίμονο σ᾿ εμάς! Σημειωτέον ότι οι περιοχές των Κούρδων είναι πλούσιες σε πετρέλαιο. Θα είναι κρίσιμες επ’ αυτού του θέματος οι αποφάσεις που θα λάβει ο Trump μετά την επίσημη ανάληψη της εξουσίας σε λίγες μέρες. Η διακηρυγμένη άποψη του Trump για αναδίπλωση των ΗΠΑ σε μια λιγότερο παρεμβατική διεθνή πολιτική σε συνδυασμό με την καλή προσωπική επικοινωνία που είχε με τον Ερντογάν καθώς και το δυσάρεστο, σοκαριστικό όσο και εκπληκτικό προηγούμενο της αποσύρσεως των δυνάμεων των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν (επί προεδρίας Biden, το Αύγουστο του 2021), που είχε ως συνέπεια να αφεθούν εκτεθειμένοι στην εκδικητικότητα των αιμοδιψών Ταλιμπάν οι εκεί υποστηρικτές και σύμμαχοι των ΗΠΑ!) δεν αφήνουν πολύ μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Από την άλλη, όμως, πολλοί συνεργάτες του Trump, όπως ιδιαιτέρως ο προταθείς για νέος υπουργός εξωτερικών Rubio, δείχνουν αποφασισμένοι να στηρίξουν τους μαχομένους Κούρδους. Ακόμα πιο ισχυρός παράγων ίσως αποδειχθεί το Ισραήλ, του οποίου η επιρροή στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στην Μέση Ανατολή (διά του πανίσχυρου αμερικανοεβραϊκού λόμπυ) είναι τεραστία. Δεν υπάρχει περίπτωση να επιτρέψει το Ισραήλ στην Τουρκία να καταστήσει την Συρία προτεκτοράτο της, διαλύοντας τους Κούρδους. Όπως όλοι οι αναλυτές παραδέχονται, Τουρκία και Ισραήλ βρίσκονται σε τροχιά μετωπικής συγκρούσεως. Όλα θα παιχθούν στο Κουρδιστάν – και μάλιστα σύντομα. Θα αποτολμήσει η Τουρκία βαθύτερη εισβολή στα κουρδικά εδάφη της Συρίας; Ποια στάση θα τηρήσουν οι ΗΠΑ; Θα επιτρέψει το Ισραήλ την εξέλιξη της Τουρκίας σε περιφερειακή υπερδύναμη με ρόλο ηγέτιδας του σουνιτικού Ισλάμ και με διακηρυγμένο πόθο την κατάληψη της Ιερουσαλήμ και την εξαφάνιση του Ισραήλ; Σίγουρα όχι! Η έως τώρα επιδέξια τακτική της Τουρκίας να ισορροπεί σε δύο βάρκες (ως παραδοσιακά επιτήδειος ουδέτερος), παζαρεύοντας και εκβιάζοντας τους πάντες, εκμεταλλευόμενη τόσο την θέση της εντός του ΝΑΤΟ (το οποίο μεν στην πράξη η Τουρκία υπονομεύει αλλά το οποίο δεν μπορεί και δεν θέλει να την αποβάλει από τους κόλπους του λόγω μεγάλου στρατιωτικού μεγέθους και της κρίσιμης γεωστρατηγικώς θέσεως της Τουρκίας) όσο και, παράλληλα, τις προνομιακά καλές σχέσεις που ανέπτυξε με την Ρωσία (την οποία όμως η Τουρκία ύπουλα μαχαίρωσε στην Συρία, και αυτό ο Putin σίγουρα δεν το ξεχνά), με το Ιράν και με τις τζιχαντιστικές ορδές, δείχνει να έχουν φθάνει σε ένα κρίσιμο αδιέξοδο. Η διαφαινόμενες μεταβολές θα είναι σαρωτικές, τεκτονικές.
Πώς εμπλέκεται η Ελλάδα σε όλα αυτά; Ακόμα και αν παραβλέψουμε την υποχρέωση αρωγής και προστασίας των ελληνορθοδόξων της Συρίας (οι οποίοι απειλούνται με σφαγιασμό από τους επικρατούντες τζιχαντιστές), για τους οποίους η Ελλάδα θα όφειλε να δείξει μέριμνα, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο μεγαλοϊδεατισμός και η επεκτατικότητα της Τουρκίας είναι δομική, είναι μακρόπνοη και εκφράζεται προς πάσα κατεύθυνση. Συνεπώς, δεν εξαιρούνται: το Αιγαίο με τα ελληνικά νησιά, η (υπόλοιπη) Κύπρος, η Δυτική Θράκη και όλος ο ελλαδικός χώρος ως διακηρυγμένοι στόχοι της τουρκικής επεκτατικότητας, την οποία εκφράζει καθημερινώς δι’ επισήμων χειλέων με κάθε δυνατό τρόπο! Η Τουρκία έχει πάρει έναν (μονό)δρομο γιγαντισμού και επεκτατισμού χωρίς επιστροφή, ο οποίος έχει δυο πιθανά ενδεχόμενα στην προοπτικη του: είτε να υλοποιήσει το όραμα ανασυστάσεως της οθωμανικής αυτοκρατορίας (καταβροχθίζοντας και την Ελλάδα) είτε, λόγω της υπεργιγαντώσεως και της αμέτρου αλαζονείας της, να διαλυθεί, πράγμα που θα προσφέρει σε εμάς τους Έλληνες μια αναπάντεχη ευκαιρία παρατάσεως του ιστορικού μας βίου. Είναι δηλαδή η Τουρκία σαν ένα καράβι τεραστίου εκτοπίσματος που έχει πάρει συγκεκριμένη ρότα. Είναι αδύνατον για ένα τέτοιο καράβι να αλλάξει ξαφνικά ρότα, κι αν μάλιστα το επιχειρήσει, υπάρχει κίνδυνος να συγκρουσθεί σε βράχο ή ύφαλο. Συνεπώς το υπερωκεάνιο «Τουρκία» είτε θα φθάσει στο λιμάνι του οθωμανισμού είτε θα βουλιάξει… Ελπίουμε για το δεύτερο…
Μακάρι, λοιπόν, να εκτραχυνθεί κι άλλο η κατάσταση και να καταλήξουν σε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση η Τουρκία με το Ισραήλ – είτε άμεσα είτε, έστω, με ενδιαμέσους τους Κούρδους. Διότι μόνο το Ισραήλ και η αυτονόητη αμερικανική υποστήριξη προς αυτό, λόγῳ των επίσης αυτονοήτων πιέσεων του εβραϊκού λόμπυ των ΗΠΑ, που δεν θα αφήσει ασφαλώς να κινδυνεύσει ο έλεγχος του μεσσιανικού κέντρου του Ιουδαϊσμού, μπορεί να διαλύσει την Τουρκία. Εν προκειμένω η κατάσταση καθίσταται οριακή, όπως προανεφέρθη, λόγω των Κούρδων. Το Ισραήλ συστηματικώς ακολουθεί την τακτική του κατακερματισμού των Αράβων και του μουσουλμανικού κόσμου εν γένει. Δεν θα επιτρέψει την Τουρκία να εξελιχθεί σε αυτό ακριβώς που εκείνη προσδοκά: να καταστεί ηγέτιδα δύναμη του Ισλάμ για την ανασύσταση Χαλιφάτου. Η βλακώδης και κοντόφθαλμη εκ μέρους και των δυο (Τουρκίας και Ισραήλ) επιδίωξη εκδιώξεως του Άσαντ (που αποδυναμωμένος όπως ήταν μάλλον τους εξυπηρετούσε…) τους φέρνει νομοτελειακώς σε τροχιά συγκρούσεως! Υπέροχα!
Αν υπήρχε ελληνικό εθνικό κέντρο θα όφειλε να προετοιμάζεται πυρετωδώς για το ενδεχόμενο εμπλοκής της Τουρκίας σε μεγάλο πόλεμο στα ανατολικά της. Τότε, πιεσμένη καθώς θα είναι η Τουρκία, με δεσμευμένες δυνάμεις επί συριακού εδάφους (και αντιμετωπίζοντας ίσως ανάφλεξη κουρδικού αντάρτικου στο εσωτερικό της – το οποίο θα πρέπει με κάθε τρόπο να ενισχύσουμε!) η Ελλάς θα πρέπει να την χτυπήσει αιφνιδιαστικώς και αποφασιστικώς και μάλιστα εκεί που κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει την Ελλάδα για ιμπεριαλισμό ή για παραβίαση των συμμαχικών (στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ) δεσμεύσεων: θα πρέπει, να χτυπήσει τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής στην Κύπρο!
Επειδή, όπως όλα δείχνουν, ο νέος ισχυρός ανήρ της Συρίας, ο Γκολάνι (ή Τζολάνι ή πλέον, Αλ Σάαρ – αχυράνθρωπος της Τουρκίας, πρώην επικηρυγμένος από τις ΗΠΑ τζιχαντιστής σφαγέας, που φόρεσε κοστούμι και γραβάτα και παριστάνει αίφνης τον «μετριοπαθή», παραμυθιάζοντας τους Αμερικανούς μέχρι να επιβάλει σαρία…), θα υποκύψει, αργά ή γρήγορα, στα τουρκικά κελεύσματα για υπογραφή μνημονίου ανακηρύξεως ΑΟΖ Συρίας-Τουρκίας, η οποία (καθ’ όμοιο τρόπο με το, προκλητικό και άκρως υπονομευτικό των ελληνικών δικαιωμάτων, τουρκολιβυκό μνημόνιο), παραβιάζοντας κατάφωρα το διεθνές δίκαιο, θα εξαφανίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος και της Κύπρου σε τεραστία έκταση θαλασσίου χώρου, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι έτοιμη να πράξει το αυτονόητο (το οποίο δεν έπραξε στην περίπτωση ανακηρύξεως του τουρκολιβυκού συμφώνου) – ήτοι, την άμεση ανακήρυξη επεκτάσεως των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια παντού · δικαίωμα εκ του οποίου η Ελλάς έχει εθελουσίως και επονειδίστως παραιτηθεί υπό τον φόβο των τουρκικών πολεμικών απειλών (casus belli) ακριβώς και για να ακυρώσει στην πράξη την απειλή πολέμου και το υπό το κράτος ταύτης ολικόν μούδιασμα των κονίκλων “ηγετών” – με αποτέλεσμα την ακύρωση της εθνικής κυριαρχίας!
Καθώς σπάνια εμφανίζονται παρόμοιες ευκαιρίες, οφείλει κάποια στιγμή και δή το συντομώτερον η Ελλάς να συμπεριφερθεί πιο δυναμικά, πιο αποφασιστικά, πιο επιθετικά, πιο διεκδικητικά, εφ᾿ όσον θέλει να αποτρέψει την υποτέλεια ή δορυφοροποίησή της από την αναθεωρητική και επεκτατική Τουρκία! Η Ελλάς ήταν που, με την Επανάσταση του 1821, δημιούργησε το πρώτο μεγάλο ρήγμα, που οδήγησε βήμα βήμα στην διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας μέσα σε έναν αιώνα. Η Ελλάς οφείλει και σήμερα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων ματαιώνοντας τα τουρκικά όνειρα για αναβίωσή της.