
ΜΥΘΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΖΩΗΣ – ΜΈΡΟΣ 4
ORA, LEGE, LEGE, LEGE, RELEGE, LABORA ET INVENIES!
{Προσεύχου, μελέτα, μελέτα, μελέτα, αναμελέτα, εργάζου και ανακαλύψεις! }
«Mutus Liber»-Πίναξ ΙΔ’
Συχνάκις και ποικιλοτρόπως αναφέραμε το γεγονός ότι για όσους ευρίσκονται στην μυητικήν ατραπόν, ο Μύθος απολαμβάνει την υπεροχήν του επί της Ιστορίας. Αυτό οφείλεται στην εγγενώς περιορισμένην φύση της ιστορίας, ως κάτι φευγαλέον, στιγμιαίον και ιδιαίτερον – ενώ ο μύθος, ως μυητικόν σύμβολον, είναι υπεχρονικός και καθολικός. Θα ημπορούσε ακόμη να ειπωθεί ότι σαφώς ο μύθος «υπερβαίνει την πραγματικότητα» εάν, με τον όρον «πραγματικότης», άποιος αποδέχεται την αστικήν, σύγχρονον, επιστημονικήν άποψη και αίσθηση αυτής της λέξεως, δηλαδή την απλήν φυσικήν πραγματικότητα.
Προφανώς, η άποψή μας ως Εθνικιστών και Παραδοσιοκρατών ευρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την σύγχρονον άποψη. Εκείνοι που έχουν κολλήσει στο επίπεδον του ορθολογισμού και των τέκνων του «στατιστικής», «λογικής», «αιτίας», «επιστημονικών γεγονότων» κ.λπ., είναι προδήλως ανίκανοι να διενεργήσουν το τολμηρόν άλμα που θα ημπορούσε να αποκαλύψει έναν ανώτερον κόσμον, υπερκείμενον του βάλτου της νεωτερικότητος, είναι ελεύθεροι να παραμείνουν εκεί όπου ευρίσκονται.1 Το απόφθεγμα του σπουδαίου Ιρλανδού πολιτικού φιλοσόφου Έντμουντ Μπερκ «Εκείνοι που δεν γνωρίζουν ιστορίαν είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν», χρησιμοποιείται συχνώς. Ημπορούμε να ειπούμε κάτι παρόμοιον όσον αφορά τους μύθους : Εκείνοι που είναι ανίκανοι να εύρουν και να ακολουθήσουν τον μίτον, το νήμα της Αριάδνης, θα συναντήσουν μόνον την πτώση, τον ύπνον, την αιωνίαν αμνησίαν, όπως προειδοποιούν πολλοί μύθοι.
Οι ακόλουθες ετυμολογικές παρατηρήσεις ημπορεί να καθοδηγήσουν αρκούντως τον αναγνώστη, δεδομένου ότι αυτός προτίθεται να εξετάσει την φυσικοϊστορικήν πραγματικότητα απροκατάληπτος : Η ρίζα της λέξεως μύθος είναι η ιδία που ευρίσκεται στις αρχαίες λέξεις μυττός (ενεός), μύδος (άφωνος), μυκός (άναυδος), μυνδός (άλαλος) – όλες σημαίνουσες «βωβός», «σιωπηλός», όλες δηλούσες την «σιωπή», την «σίγαση». Η ίδια ρίζα ημπορεί να ευρεθεί στην λατινικήν λέξη mūtus και στην σανσκριτικήν λέξη mūka, με την ιδίαν έννοιαν. Αυτή η ρίζα έφερε αρχικώς την έννοιαν του «κλείω», όπως ημπορεί κάποιος να ιδεί στο μύω («κλείω»): Οι μύθοι παραμένουν βωβοί, προς αυτούς που δεν δύνανται να ακούσουν τις σιωπηλές λέξεις τους – που δεν διαθέτουν την κλείδα και έτσι παραμένουν κλειδωμένοι έξω. Είναι αυτή η ιδία ρίζα που εγέννησεν τον μύστην (μεμυημένον) και το μυστήριον (την μυητικήν λατρείαν).
Εκείνοι που δεν ημπορούν να αισθανθούν κάτι υπερλογικόν (που τους καλεί στον χαρακτήρα του «Sol Invictus» – «Ανικήτου Ηλίου», στον μύθον της Χρυσής Εποχής, στην άφθαρτoν καρδίαν του Διονύσου, στην πράξη του Όντιν που πίνει από την «Μίμισμπρουνρ», την «Πηγήν της Αναμνήσεως», την πηγήν κάθε νοημοσύνης και σοφίας, την Πηγήν του Παντογνώστη γίγαντος και αρχεγόνου θεού Μίμιρ, βαθέως κεκρυμμένην στις ρίζες του φράξου, της ιεράς κοσμικής μελίας Υγκντραζίλ), εκείνοι είναι εξ αρχής μια χαμένη υπόθεση – θλιβεροί υπνοβάτες, νεκροί ακόμα και πριν από τον θάνατόν τους.
Το 1677, εδημοσιεύθη στην γαλλικήν πόλη Ροσέλ ένα ιδιάζον βιβλίον, χωρίς αμφιβολίαν μοναδικόν και μυστηριώδες: Το «Mutus Liber» – το «Βωβόν Βιβλίον» – το οποίον περιέχει μόνον εικόνες, εκτός από ένα βραχύ εισαγωγικόν κείμενον στην πρώτην από τις δεκαπέντε εικόνες του και δύο σύντομες προτάσεις, που ευρίσκονται στην τελευταίαν και προτελευταίαν εικόνα. Οι Διδάσκαλοι της Βασιλικής Τέχνης (της «Τέχνης Υποταγής των Δυνάμεων»), οι γνώστες της ερμητικής-αλχημικής γλώσσης, δεν χρειάζονται λέξεις (κατά τον Λάο – Τσε «αυτοί που γνωρίζουν δεν ομιλούν και αυτοί που ομιλούν δεν γνωρίζουν») : Κατανοούν αβιάστως τις αλληγορίες του Μεγάλου Έργου που κωδικοποιούνται μέσα σε αυτές τις εικόνες. Στην πρώτην εικόνα, υπό τον τίτλον «Mutus liber», η εισαγωγή δηλώνει: «…ωστόσον, ολόκληρος η ερμητική φιλοσοφία εκπροσωπείται σε ιερογλυφικές εικόνες, αφιερωμένες στον ελεήμονα Θεόν μας, τρισευλογημένον και τρισμέγιστον και προωρισμένες για τους μοναχικούς υιούς της τέχνης, από τον συγγραφέα που είναι γνωστός με το όνομα «Altus» (λατινιστί Υψηλός)». Ο συγγραφεύς – ο οποίος, συμφώνως προς τις παραδοσιακές αξίες, δεν ενδιαφέρεται για την φήμην, κρύπτεται οπίσω από ένα συμβολικόν ψευδώνυμον – προσδιορίζει τον εαυτόν του ως Altus. Η τελευταία εικών αποχαιρετά τον αναγνώστην με μόλις δύο λέξεις: «Oculatus abis» – «Αναχωρείς εωρακώς». Αυτό το αποχαιρετιστήριον είναι προφανώς αποκλειστικόν για τους ασκουμένους της Τέχνης και όχι για τους Βεβήλους δίχως καμμίαν κλείδαν, οι οποίοι θα παραμείνουν κλειδωμένοι έξω από το «Κλειστόν Ανάκτορον του Βασιλέως» του Ειρηναίου Φιλαλήθους 2 («Eirenaeus Philalethes»), καθώς «το μυστικόν προστατεύει».
Το «Βωβόν βιβλίον» ανελύθη το 1914 από τον Πιέρ Ντυζόλ (Pierre Dujols, 1862-1926, Γάλλος βιβλιοθηκονόμος, αλχημιστής και φιλόσοφος), γνωστόν και ως «Μαγοφών» («Magophon») στην «Υποτύπωση» του Σιωπηλού Βιβλίου, [που αποτελεί το πρώτον κεφάλαιον στο βιβλίον «Τα ευγενή γραπτά του Πιέρ Ντυζόλ και του αδελφού του Αντουάν Ντυζόλ ντε Βαλουά» («Les Nobles Ecrits de Pierre Dujols et de son frère Antoine Dujols de Valois») ]. Επίσης ανελύθη και από τον Γιουζέν Λεόν Κανσελιέ (Eugène Léon Canseliet, 1899 –1982), στο έργον του «Η Αλχημεία και το σιωπηρόν βιβλίον της. Εισαγωγή και Σχόλια» του 1967 (εκδόσεις Jean-Jacques Pauvert). Ο Κανσελιέ υπήρξεν ο μοναδικός μαθητής του μυστηριώδους και εξαφανισθέντος μετά (;) το τέλος του Β’ Μεγάλου Πολέμου αλχημιστή Φουλκανέλλι (Fulcanelli).
Μέχρι το τέλος του Μεσαίωνος, η ιδέα ότι τα παραδοσιακά λογοτεχνικά έργα είχαν διαφορετικά «επίπεδα ερμηνείας» ήταν γνωστή. Ο αριθμός των επιπέδων αυτών ήσαν τρία ή τέσσερα. Στην πρώτην περίπτωση, ομιλούμεν για μιαν κυριολεκτικήν, μιαν αλληγορικήν και μιαν αναγωγικήν (δηλαδή πνευματικήν) αίσθηση. Αυτές οι τρεις συνδέονται με τα τρία συστατικά στοιχεία του ανθρώπου: το σώμα, την ψυχήν και την συνείδηση (το «σωματικόν», το «λεπτόν» και το «αιτιώδες» σώματα)3. Στην περίπτωση τετραπλής ερμηνείας – Ο μέγας Δάντης σε επιστολήν του που εγράφη στον πάτρονά του Κανγκράντε ντελα Σκάλα (Cangrande della Scala)4 – αναφέρει τέσσερα επίπεδα, που απεδόθησαν από τον μεγαλοφυήν Ιταλόν ποιητή ως «κυριολεκτικόν», «αλληγορικόν», «ηθικόν» και «αναγωγικόν», έφθασαν δε στην περίπτωση αυτήν που εκφράζει τετραπλήν διαίρεση του ανθρώπου, προερχόμενα από την τριπλήν διαίρεση, με ανάλυση της μεσαίας αρχής – της ψυχής – σε «φυτικόν» και «ζωικόν» ήμισυ. Επί παραδείγματι, ο οίκος στον οποίον επιδιώκει ο Οδυσσεύς να επιστρέψει, είναι ένα σύμβολον για τον μεταφυσικόν οίκον του ανθρώπου : Το Απόλυτον. Το ταξίδιόν του δεν είναι τίποτα άλλον από την μυητικήν εκδημίαν που αποπειράται ο νεόφυτος για να φθάσει στην Αφύπνιση5. Ο Julius Evola συνοψίζει το ευρισκόμενον όπισθεν των μύθων πραγματικόν νόημα ως εξής:
«Σε ένα συγκεκριμένον επίπεδον πνευματικής αναπτύξεως είναι αμέσως προφανές ότι οι μύθοι των μυστηριακών θρησκειών είναι ουσιαστικώς μια αλληγορία των καταστάσεων της συνειδήσεως τις οποίες βιώνει ο μυούμενος στην ατραπόν προς την αυτοπραγμάτωση. Οι διάφορες πράξεις και οι περιπέτειες των μυθικών ήρωων δεν είναι ποιητικά, αλλά πραγματικά γεγονότα. Είναι οι συγκεκριμένες ενέργειες της εσωτέρας υπάρξεως κάποιου, λάμπουν δε επί τα ένδον εκείνου που αποπειράται να ακολουθήσει την πορείαν της μυήσεως η οποία οδηγεί πέραν της εκπληρώσεως του απλώς ανθρωπίνου τρόπου υπάρξεως. Αυτές οι περιπέτειες δεν είναι αλληγορικές έννοιες, αλλά εμπειρίες. Η φιλοσοφική-αλληγορική ερμηνεία των μύθων εξακολουθεί να είναι απλή αλληγορία και όχι ολιγότερον επιφανειακή από την φυσιολογικήν και ανθρωπομορφικήν ερμηνείαν των μύθων. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος ημπορεί μόνον να επιτύχει να συλλάβει την ουσιαστικήν έννοιαν ενός τέτοιου υλικού, στον βαθμόν που ήδη γνωρίζει κάτι για αυτές τις εμπειρίες προσωπικώς. Άλλως, η “θύρα” παραμένει αμειλίκτως κλειστή.»6
Αυτά που εγράφησαν στο παρόν μικρόν κείμενον, ήδη έχουν αφηγηθεί αρκετά. Τώρα πρέπει ο αναγνώστης να θραύσει τις αλύσους των «αυτοπεριοριζομένων απόψεων» που του ενδοβάλλονται διαρκώς, καθώς ακούει συνεχώς τις παραληρητικές ιδέες της νεωτερικότητος σχετικώς με αυτό το θέμα7,να προβεί δε στο αναγκαίον βήμα στον κόσμο των μύθων και των θρύλων με ανοικτούς οφθαλμούς από την πρώτην στιγμήν : Για να καταστεί Θησεύς, τολμητίας εισερχόμενος στα βάθη του λαβυρίνθου, διατηρών πάντα ευθείαν πορείαν, δίχως καμμίαν αριστεράν ή δεξιάν στροφήν, αποφασισμένος να φονεύσει τον τερατώδη Μινώταυρον, προκειμένου τελικώς να εξέλθει νικηφόρος, άξιος να κερδίσει την χείραν της πριγκηπίσσης Αριάδνης.8
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Σε μιαν υγιή προσωπικότητα, οι ικανότητες και οι μέθοδοι που αναφέρονται είναι απλώς ένα σύνολον εργαλείων, τα οποία τελικώς περιορίζονται στην επίλυση των περιστασιακών, μικροτέρων προβλημάτων στην ζωήν, όμως δεν ημπορούν να οδηγήσουν στην υπερβατικήν Αλήθειαν. Αυτή παραμένει απρόσιτος, καθώς είναι εφικτή μόνον με την μετατόπιση σε μιαν υπερ-ορθολογικήν νόηση (εάν βεβαίως κάποιος την κατακτά και την κατέχει), οπότε παραμένει εν πολλοίς άγνωστος στον σύγχρονον άνθρωπο.
2. Ψευδώνυμον του Τζωρτζ Στάρκεϋ (1628–1665) Αμερικανού ιατρού, αλχημιστή, και συγγραφέως πολυαρίθμων σχολίων και χημικών πραγματειών, οι οποίες εκυκλοφόρησαν ευρέως στην Δυτικήν Ευρώπη και επηρέασαν εξέχοντες άνδρες της επιστήμης, συμπεριλαμβανομένων των Ρόμπερτ Γουίλλιαμ Ντόϊλ (Robert William Boyle, 1627-1691, Αγγλο-Ιρλανδός, φιλόσοφος, χημικός, φυσικός και εφευρέτης) και Ισαάκ Νεύτωνος (Isaac Newton, 1632-1727, Άγγλος μεγαλοφυής φυσικός, μαθηματικός, αστρονόμος, φιλόσοφος, αλχημιστής και θεολόγος).
3. Αυτός ο τριχασμός ευρίσκεται σε όλες τις παραδόσεις. Όρα ως παράδειγμα Μάρκου Αυρηλίου «Τα εις Εαυτόν», ΙΒ’.γ’, καθώς και τις τρεις «Gunas» – τα τρία «Σχοινία» («Συστατικές Ιδιότητες»): Tamas («Σκότος»), Rajas («Πάθος») και Sattva («Αγαθόν») – τις μεταφυσικές αρχές που συνδέονται με το σώμα, την ψυχήν και την συνείδηση στα ινδουιστικά δόγματα («Μπαγκαβάτ Γκίτα» – «Το θείον Άσμα», Κεφάλαιον 14).Συμφώνως προς το «Θείον Άσμα» καθένα Guna είναι η λεπτοφυεστέρα χαρακτηριστική ποιότης στην φύση, ενυπάρχει δε σε όλα τα ανθρώπινα όντα, σε διαφόρους βαθμούς συγκεντρώσεως και συνδυασμών των τριών ποικιλιών του .
4. Ο Κανγκράντε ντελα Σκάλα, (βαπτισθείς ως Can Francesco Cangrande della Scala, 1291–1329) ήταν Ιταλός ευγενής, ανήκων στον Οίκον ντελα Σκάλα. Εκυβέρνησεν την Βερόνα από το 1308 έως το 1387. Τώρα ίσως είναι περισσότερον γνωστός ως ο κορυφαίος προστάτης του μεγίστου ποιητή Δάντη Αλιγκιέρι, στην εποχήν του όμως ο Κανγκράντε ήταν ανεγνωρισμένος κυρίως ως λίαν επιτυχημένος πολεμιστής και αυταρχικός κυβερνήτης. Αφ΄ότου κατέστη ο μοναδικός κυβερνήτης της Βερόνας το 1311 έως τον θάνατόν του το 1329, ανέλαβεν τον έλεγχον πολλών γειτονικών πόλεων, ιδιαιτέρως της Βιτσέντσας, της Πάδοβας και του Τρεβίζο, εθεωρήθη δε ως ο ηγέτης της φατρίας των Γιβελλίνων (οπαδών του Αυτοκράτορος) στη βόρειον Ιταλία.
5. Όρα το οκτασέλιδον κεφάλαιον «Η επιστροφή του Οδυσσέως» του Ελβετού παραδοσιοκράτη συγγραφέως Τίτου Μπούρκχαρτ (Titus Burckhardt), στο βιβλίον του «Καθρέπτης της Διανοίας : Δοκίμια επί της Παραδοσιακής Επιστήμης και Ιεράς Τέχνης» («Mirror of the Intellect : Essays On Traditional Science & Sacred Art»State University of New York Press, 1987).
6. Julius Evola, «Η Ατραπός της Φωτίσεως συμφώνως προς τα μυστήρια του Μίθρα», 1977, εκδόσεις του Πανεπιστημίου του Σαιντ Λιούις «TheAlexandrianPress» σελις 11 (αναδημοσίευση από το περιοδικόν «Ultra» του 1926).
7. Η αφήγηση συμφώνως προς την οποίαν ο άνθρωπος του παρελθόντος δήθεν ήταν προληπτικός, εξόχως αφελής και ακατανόητος, ενώ οι μύθοι υπήρξαν αβαθείς αντανακλάσεις μιας απλοϊκής ανεξελίκτου ανθρωπότητος που προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο γύρω από τον εαυτόν της, είναι απλώς μια υπονομευτική καθεστηκυία αφήγηση. Εδώ θα επισημάνουμε μόνον έν παράδειγμα : Η διαδεδομένη ιδέα ότι οι προχριστιανικοί πρόγονοί μας ετοποθέτουν συνήθως την κατοικίαν των θεών στο όρος Όλυμπος επειδή δήθεν δεν είχαν τα μέσα για να αναριχηθούν στο όρος, οπότε έτσι το εθεώρουν ως έναν άγνωστον κόσμον, όπου οι θεοί θα ημπορούσαν να τοποθετηθούν ασφαλώς. Σκοπός της παραδοχής των προγόνων μας κατά τους μικροψύχους «ερμηνευτές» υποτίθεται πως ήταν να παραπλανήθούν και να ελεγχθούν οι κοινοί άνθρωποι από τα κρατούντα ιερατεία και τις αρχές, καθώς δεν θα είχαν κανένα μέσον για να απορρίψουν τον ισχυρισμόν περί του θείου ενδιαιτήματος. Αυτή η μικροπρεπής, υλιστική και χολερική ερμηνεία αποτρέπουσα ως δήθεν μικροπολιτικήν δολιότητα την ιδέαν των Ολυμπίων αντί για την χρήση του θείου όρους ως συμβόλου των «υψηλών» τόπων ώστε να αναφέρεται κατά την αναζήτηση υψηλοτέρων υπαρξιακών σφαιρών, είναι όντως κάτι το οποίον μόνον ένας (επιεικώς) παιδικός νους θα ημπορούσε να εκλάβει σοβαρώς. Δεν χρειάζεται βεβαίως να αναφέρουμε ότι ο σύγχρονος άνθρωπος είναι προληπτικότερος από ποτέ : Τα σύγχρονα, παγκοίνως διαδεδομένα δόγματα του υλόφρονος και ορθολογικού επιστημονισμού, δικαίως θα έκαναν τον άνθρωπο του παρελθόντος να γελάσει πηγαίως και να χαρακτηρίσει την σημερινήν μας κοινωνίαν ως ελειμματικήν και ψυχοπαθή.
8. Το όνομα Αριάδνη, προέρχεται από το συνδυασμόν του προθέματος «αρι-» (κάλλιστος, λίαν, περισσότερος), το οποίον επί παραδείγματι ευρίσκεται στην λέξη «αρι-στοκρατία» ή στο όνομα Αρι-στοτέλης, (που μοιράζονται την ιδίαν ρίζαν με την λέξη Άριος και τις ομόρριζές της, περί των οποίων θα επανέλθουμε στην παρούσα σειρά όπως προανεφέρθη) και αδνός (ιερός, καθαρός). Το όνομα αντιπροσωπεύει την ιδίαν δύναμη όπως η ινδική θεά «Σάκτι» («ενέργεια», «ικανότης», «δύναμη»), έτερον ήμισυ του τριαδικού θεού Σίβα και κεντρική οντότης («Κοσμική Ισχύς»)του Ταντρικού Δόγματος, δημιουργική δύναμη γεννώσα των κόσμων των φαινομένων.