“Αυτός ο λόγος δεν απευθύνεται σε κανένα, παρά σ’ όποιον μόνον τον αναγνωρίζει ως δική του ζωή, ή τουλάχιστον δυνάμει τον κατέχει ως πόθο της καρδιάς του”. Meister Eckehart
Μόλις πρίν ξεκινήσω την σύνταξιν αυτής της εισαγωγής ακούω ότι ο εφετεινός κατάλογος των 50 «καλλιτέρων» (…λακέδων!) της Ευρώπης περιλαμβάνει καί δύο Έλληνες (…) – τί τιμή… – και ποιους, βεβαίως; Τον έναν (Γ. Παπανδρέου) τον μάντεψα πολύ εύκολα πρίν τον αναφέρουν – ο δέ άλλος ήταν κάποιος βοηθός του. Ο επίσημος πράκτωρ του Αμερικανοσιωνισμού στην χώρα μας δεν παίρνει μόνον τέτοια βραβεία – αλλά και ανακηρύσσεται συνεχώς από τις δημοσκοπήσεις των αποβλακωμένων «δημοκρατικών πολιτών» στον δημοφιλέστερο πολιτικό! Aφορμώμαι τυχαίως εξ αυτής της εικόνος μεταξύ αναριθμήτων άλλων αντιπροσωπευτικών της επικυριαρχούσης ανωμαλίας προκειμένου κυρίως ν’ απεικονίσω κάπως το υπόβαθρον του φυσικώς ανισταμένου ερωτήματος: «Έχει άρα γε κανένα νόημα ν’ ασχοληθή κανείς, πλήν των αργυρωνήτων επαγγελματιών τσαρλατάνων, μ’ αυτές τις ελεεινές μάζες;» Η απάντησις δεν δύναται παρά νά είναι μονοσήμαντος: Μόνον εμμέσως, δι’ επιλογής και αφυπνίσεως των αρίστων ανάμεσά της, ωσεί ψηγμάτων χρυσού μέσ’ στην άμμο! Η οποίοι μόνον δύνανται, κατόπιν, να ολοκληρώσουν την επανόρθωσιν· μέχρι τότε οι περισσότερον δούλοι θα «κυβερνούν» (:εξαπατούν) ένα «λαό» δούλων, απ’ τον οποίον αναδεικνύονται με τά κριτήρια των δούλων – εις τον απόλυτον αντίποδα αυτού πού απετύπωσεν ο Φρειδερίκος ο Μέγας: «Είμαι Βασιλεύς μόνον εφ’ όσον είμαι ελεύθερος»! Σέ μιά εποχή, λοιπόν, απολύτου κατισχύσεως των δουλικώς πιθηκιζομένων προλήψεων των πλήρως, σχεδόν, κατευθυνομένων μαζών και αντικαταστάσεως κάθε εννοίας πολιτικής ή πνευματικής ηγεσίας υπό ομάδων επιτηδείων «πού έχουν πιάσει το νόημα», σε μία Ευρώπη όπου όχι μόνον απροκαλύπτως οργιάζουν οι εντολοδόχοι των σιωνιστο-θειοσαμικών δυνάμεων πολιτικής, πνευματικής και οικονομικής ολοκληρωτικής της κατοχής, χρησιμοποιούμενοι υπ’ εκείνων ως ευπειθή σκυλάκια πού σπεύδουν να γλείψουν τον αυθάδη τους αμερικανο-μεσανατολίτικο αφέντη, αλλά και εμφανώς εμπαίζουν τους δι’ αυτών των ιδίων εξανδραποδισμένους καί αφανιζομένους λαούς-κοπάδια (πλέον…) αποδίδοντες μεταξύ τους ψευδοπλόκους λιβανωτούς καί «τιμητικά» βραβεία εις αλλήλους, σ’ ένα ακόμη ξεδίπλωμα τού αηδιαστικού θεάτρου των δυνάμεων «του ουμανισμού και της δημοκρατίας», οι ποικιλλοτρόπως αντιδρώντες ή φωνασκούντες συνήθως επιχειρούν να επισημάνουν κάποιες τοπικές εσωτερικές αντιφάσεις αυτής της ωργανωμένης θεατρικής «οικειοθελούς» δουλείας και αυτοαναιρέσεως των λευκών Λαών – μέσα, όμως, εις τά ευρύτερα πάντα πλαίσια της στημένης Σκηνής, της οποίας την προαγωγή και βελτίωσι εμφανίζονται οι ίδιοι επιδιώκοντες και θεραπεύοντες. Και η Σκηνή, το Σύστημα, τους ενσωματώνει άριστα· σχεδόν τους χρειάζεται: Στρέφοντας την άτολμο ανεπάρκειά τους ως «μπούμερανγκ» εναντίον τους, ακριβώς δυνάμει της μη ριζικότητος της αντιπαραθέσεώς τους, εμφανίζοντάς τους τελικώς εκτεθειμένους έναντι των καθολικών «ουμανιστικών» ή δημοκρατικών-αντιστρεπτικών διαστροφικών δογμάτων-«ταμπού», τά οποία και εκείνοι, εκ δειλίας ή συγχύσεως, δεν κατώρθωσαν εκ βάθρων ν’ αναθεωρήσουν και κατ’ ουσίαν να κλονίσουν. Ο ιός της συμμορφώσεως και της δειλίας τούς καθιστά ακινδύνους: ο δειλός μανιερισμός τους και η συναλλαγή με το Σύστημα ως δεδομένο ακλόνητο πλαίσιο αναφοράς τους κάνει σκιές ακίνδυνες, εντεταγμένες τελικώς στην Σκηνή, στο επικρατούν θέατρο Σκιών. Όποιος δέ γίνεται «λίγο χαμαιλέων», είναι βέβαιον ότι θα γίνη και πολύ: κατά τούτο η περίπτωσις ομοιάζει προς εκείνην της «ολίγον εγκύου»… Και το διστακτικό βέλος πού δεν είναι ευθύ αλλά καμπυλώνεται εξ αιτίας ανεπαρκείας του θυμικού ή της εσωτερικής τόλμης αναγνωρίσεως (διακρίσεως) καταλήγει ανάστροφον κατά του εκτοξεύοντος – πρό παντός αλλοιώνοντας κι αλλοτριώνοντάς τον. Ο υπέρ της ελευθερίας υποτιθέμενος πόλεμος αποφέρει μόνον βαθύτερη σκλαβιά στον άτολμο πού δεν είναι έτοιμος να θυσιάση τά πάντα στον βωμό της αληθούς και πλήρους Ελευθερίας: Ελευθερίας πού, βεβαίως, προϋποθέτει αυθεντικότητα κι αλήθεια. Το Σύστημα του πολυεπιπέδου εξανδραποδισμού, λοιπόν, καθόλου δεν φοβάται τις εικόνες ή σκιές, δηλαδή αυτούς πού «κάνουν πώς» αντιτίθενται – αλλά μόνον το εις επίγνωσιν αφυπνιζόμενον Αίμα, πού με μένος κοχλάζει και ζωογονεί του εσωτερικού ματιού την μέχρι τις ρίζες διακρίνουσα απτόητη διατρητικότητα και του χεριού, αντάμα, τήν ωρκισμένη κι ακατάσχετη αποφασιστικότητα. Αίμα καθάριο κι ελεύθερο – Νούς ευθύς και διαυγής – καρδιά και χέρι αληθινού μαχητού: στον τρίποδα μόνο αυτόν επάνω στήνεται η Ελευθερία, πού δεν μπορεί παρά να είναι αυτοπραγμάτωσις του Εαυτού μας – κι όχι η ανερμάτιστη αυθαιρεσία κι η ακατασχέτως εξαπολυμένη ασχημοσύνη της οίας γαλλομασονικής λιμπεραλιστικής κηβδιλότητος πού είθισται αντ’ αυτής να προβάλλεται…
Για να νικηθή, όμως, η νούν και καρδιά σκοτίζουσα σύγχυσις κι η εξ αυτής νοητική, θυμική κι ενεργητική ατελεσφορία απαιτείται η πλήρης κατάρριψι των σκιών και των αναθυμιάσεων της, θρησκευτικώς ή μη επενδεδυμένης, μεσανατολικής δουλοπρεπείας, δογματισμού και μιαράς προληπτικότητος πού αναιρούν και καταπνίγουν την μόνην αληθή βάσιν της αρίας θεωρίας (θεάσεως, απ’ ευθείας γνώσεως) – ήτοι, την εσωτερική τόλμη, ελεύθερο φρόνημα καί διαύγεια. Αυτή η άμεσος θεωρία (θέασις) είναι δύναμις, όπως η όρασις και η (αληθής) επιστήμη κατά Πλάτωνα, και η δι’ αυτής επιδιωκομένη αυτοπραγμάτωσις, η αληθής ελευθερία, είναι στόχος ύψιστος καί επίτευγμα – και όχι απλούν εξωτερικόν «δικαίωμα», όπως κατήντησε στα χέρια των εκ γενετής και αθεραπεύτως δούλων! Οι οποίοι προηγουμένως επί μακρούς αιώνας, με τά λόγια του συγγραφέως, «υπελάμβανον την όλην ύπαρξιν ως τά οψώνια της αμαρτίας και όχι ως μυχίως επιτακτικήν αποστολήν δυναμικού (μορφοποιού) αυτοπροσδιορισμού»: ήτοι, όχι ως αυτοπραγμάτωσιν, κατά το Γκαιτικόν επίταγμα «γίνε αυτό πού εν τώ βάθει (όντως) είσαι» – υψίστην και πληρεστάτην σύλληψιν της Ελευθερίας, πού είναι και ύψιστο μαζί ατομικό Καθήκον-αποστολή και το θεμελιωδέστατο φυσικό δικαίωμα κάθε Λαού! Δικαίωμα, όμως, πού συνεχώς κατακτάται – και ποτέ δεν δωρίζεται! Ως δύναμις η αδογμάτιστος ενδογενής θεωρία (όρασις) πρέπει κατ’ αρχάς μέν ν’ ανευρίσκεται και να εκδιπλούται (πραγματούται), έπειτα δε να ολοκληρώνεται αναλόγως και να εντάσσεται εις την ευρυτέραν της οργανικήν (φυσικήν) ενότητα. Και ναι μέν, με την πρώτην ευκαιρία επεζητήθη η αποτίναξις του συνθλιπτικού βάρους του όλου συμπλέγματος ενοχής των αμαρτωλών μεσανατολικών «οψωνίων» – όμως μάλλον εν είδει τιτανικής εξεγέρσεως των σεληνιακών-τιτανικών δυνάμεων του «εγώ» παρά ως εκθάλλουσα αναζωπύρωσις των αυθεντικών δυνάμεων του Αίματος, του Πνεύματος και της Καρδιάς! Έτσι δημιουργήθηκε μία τεχνητή έννοια κηβδίλου «ελευθερίας» (: Liberté) εξ αντανακλάσεως, για να πανηγυρίση την απαλλαγήν εκ της συνθλιβούσης δογματικής αυθαιρεσίας – όμως, δυστυχώς, και τανάπαλιν συνοψίζουσα εν ταυτώ το νέον καθεστώς της υπό νέους όρους εκφραζομένης παλαιάς δουλείας υπό νέον ένδυμα, μη θρησκευτικόν αλλ’ εξ ίσου άτεγκτον, χωρίς Πάπαν και την παλαιάν κληρικοκρατίαν αλλ’ υποκείμενον στην αυθαιρεσία ενός νέου αυθάδους αυθέντου απαιτούντος δειλή συμμόρφωσι-αλλοτρίωσι, απροσώπου μέν και αδιοράτου αλλ’ εκ τούτου όχι λιγότερο αποπνικτικού… Και μιμητικώς επιβάλλοντος την «οικειοθελή» (αλλά κατ’ ουσίαν άβουλο) δουλικότητα δυνάμει της (από της «γαλλικής επαναστάσεως») αποθεωθείσης οιήσεως και τεχνηέντως υποδαυλιζομένης ξιππασιάς του αρρίζου, ανερματίστου και αποπνικτικού κάθε ψήγματος αληθούς Επιγνώσεως και Ελευθερίας «εγώ»-αθύρματος πλέον εις χείρας των επιτηδείων (σήμερον τηλε-)χειριστών του. Επρόκειτο περί του ιουδαιοψύχου Λιμπεραλισμού-Μαμμονισμού. Έμενε, κατόπιν, (και μένει εισέτι!) να φανή κατά πόσον οι αυθεντικές δυνάμεις του πυρήνος θα επετύγχανον την αποτίναξιν τόσον της παλαιάς δουλείας όσον και των νέων της μεταλλάξεων, πραγματοποιώντας έτσι και την πρώτην αληθή Επανάστασι-Αναγέννησι της καταγεγραμμένης Ιστορίας. Η αντικειμενική μελέτη της Ιστορίας θα ήταν σημαντικός καταλυτικός παράγων προς αυτήν την κατεύθυνσι.
Οι πλοκές, όμως, του ψεύδους έχουν εξυφανθή διά μέσου εννοιών, διά μέσου προλήψεων, διά μέσου μιάς συστηματικώς διεστρεβλωμένης (παρ)ερμηνείας της Ιστορίας, ούτως ώστε οι Λαοί-θύματα του μεσανατολικού βαμπιρισμού επί του Αρίου Ανθρώπου όχι μόνον να μη διδάσκωνται εκ των επανειλημμένων πανομοιοτύπων παθημάτων συνεπεία αγνοήσεως των Νόμων του Αίματος καί του ελευθέρου Πνεύματος, αλλά μάλλον να κρατούνται δέσμιοι των προληπτικών-δογματικών ανοργανικών υποκαταστάτων αυτών (είτε ‘εγκυκλοπαιδικής’-διανοηματικής[ιντελλεκτουαλιστικής]-ατομιστικής είτε θρησκολήπτως οικουμενιστικής φύσεως), ως εκ της διεστραμμένης, θεοτύφλου και τεχνητής εκδοχής της Ιστορίας την οποίαν εξ όλων των πλευρών, κατά το μάλλον ή ήττον, από πολλών αιώνων διδάσκονται.
Εν όψει της ούτω προκυπτούσης προσδοκίας και αποστολής των αυθεντικών πνευματικών δυνάμεων της Φυλής, αλλά και καταλυτικώς συμπαρομαρτούντων κάποιων αξιολόγων σημείων ωριμάνσεως συνθηκών προς αναγνώρισιν του αληθώς αναγεννητικού δρόμου, μεταξύ άλλων και των εκπεμφθέντων υπό προηγηθείσης πλειάδος ιδιοφυιών ερευνητών και σοφών, ουχ ήττον δε και του μυσταγωγού-θεουργού Ριχάρδου Βάγνερ, τοποθετείται εις το δέον πλαίσιον ως η ακριβώς ενδεδειγμένη η εισαγωγή εις το παρόν πρώτον μέρος του πρώτου βιβλίου τού «Μύθου του 20ού Αιώνος»:
Xαράζει σήμερα μία από τις Εποχές εκείνες, στις οποίες η Παγκόσμιος Ιστορία πρέπει εκ νέου να γράφεται. Οι καθιερωμένες εικόνες ανθρώπων του παρελθόντος έχουν ξεθωριάσει, τά δε περιγράμματα των πρωταγωνιστικών προσωπικοτήτων, υπό τις ανταύγειες αυτού του αναδυομένου φωτός, εκτίθενται ως ανακριβή – ενώι τα ενδόμυχά τους κίνητρα δείχνουν παρερμηνευμένα, η όλη των ύπαρξις (ουσία) ως επί το πλείστον παραποιημένη. Μία νέα κι εν τούτοις ως πρωταρχαϊκή αυτοπροσδιοριζομένη αίσθησις της Ζωής εξωθεί ένδοθεν προς έκφρασιν και δημιουργίαν, μία αληθής Κοσμοθεωρία τίκτεται και σπεύδει αποφασιστικώς ν’ αντιπαρατεθήι προς αποστεωμένες δομές και πλαίσια, καθιερωμένες συνήθειες και παραδεδομένα φορτία. Όχι, πλέον, εξ απόψεως ιστοριογνωσίας – αλλ’ εκ βάθρων. Όχι εφ’ ωρισμένων διακεκριμένων περιοχών – αλλ’ επί παντός. Όχι στις απολήξεις μόνον και στις φυλλωσιές – αλλά στις ρίζες. Η δε σφραγίς της εποχής μας είναι: εγκατάλειψις [απομάκρυνσις εκ] της απεράντου απολυτοκρατίας. Ήτοι, αποστροφή εκ μιάς αξίας πού είναι εξ υπαρχής αποκεκομμένη από ο,τιδήποτε βιωματικόν και οργανικόν [φυσικόν] – την οποίαν κάποτε το απεσπασμένον μοναχικόν «εγώ» έθεσε, προκειμένου, ειρηνικώς ή βιαίως, να επιφέρηι μίαν κοινότητα των ψυχών όλων των ανθρώπων αδιακρίτως. Τέτοιος υπήρξε κάποτε ο στόχος του «εκχριστιανισμού του κόσμου» και η σωτηρία του υπό τού επαναστρέφοντος Χριστού. Ως άλλος στόχος ενεφανίσθη το ίδιον όνειρον ως ο «εξανθρωπισμός του κόσμου».
Προκειμένου να συνδέσουμε την ως άνω «οργανικότητα» και την θέρμην της πραγματικής Ζωής και του Αίματος αφ’ ενός με τόν θεμελιώδη ‘Κοσμοθεωρητικό’ χαρακτήρα της ιστορικής οντότητος του Εθνικοσοσιαλισμού – ή (για να περιορισθούμε κυρίως στον χώρο του πυρήνος Ιδεών παρά να προσκολληθούμε στο συγκεκριμένο ιστορικό δράμα) του Εθνοκοινοτισμού, σε μια πληρέστερη ελληνική απόδοσι του κατ’ αρχήν δέοντος όρου, είναι ανάγκη ν’ ανατρέξουμε στις κορυφές της Ελληνικής Φιλοσοφίας και στην δι’ αυτής σύνδεσι της «θεωρίας» (:θεάσεως) με τον Νού, ανώτερο του Λόγου, ο οποίος πάλιν είναι πολύ άνω της «σκέψεως» ως τοιαύτης. Στον δημιουργούντα Λόγο της Φύσεως, καθώς επίσης και αυτόν του καλλιτέχνου-δημιουργού, δεν υπάρχει καμμία σκέψις αλλά μία Δύναμις – πού δεν «ξέρει», αλλά πράττει «ασυνειδήτως» , ήτοι ακόμη σχεδόν αδιαχώριστος από το Έν! Πρόκειται περί της ανωτέρας πνευματικότητος της απ’ ευθείας συλλήψεως, θεμελίου της υψίστης ενορατικής επιστήμης, εκ των ψηγμάτων της οποίας και έχει τραφή και η γνωστή επιστήμη, όπου αυτή έχει διατηρήσει κάποια συνοχή και αξία αυθεντική. Η ενόρασις όμως αυτή του Πνεύματος τρέφεται και συνέχεται όχι βεβαίως εκ της απλής ψυχράς φορμαλιστικής σκέψεως, αλλ’ εκ των καθ’ όλα τά επίπεδα εδραζομένων δυνάμεων του Αίματος εν τή συνόλω τους εκφάνσει ως βιοψυχικών ενοτήτων, εχουσών μορφήν και αισθητικήν πού αποτελεί το πρόσωπον μιάς κεντρικής εσωτερικής οντότητος και βουλήσεως. Η απεριόριστος ανωτροπική εκτίναξις του Α. Rosenberg προς τά πρωταρχικά υπερκόσμια ύψη, επί τά ίχνη της προς το Έν πρωτο-αρίας απτής και βιουμένης ανατάσεως, κορυφούται στο τρίτο Μέρος (: Μυστικισμός και Δράσις) του 1ου Βιβλίου του ‘Μύθου’, μέσω της κολοσσιαίας μορφής του Dietrich Eckehart, πού και αποτελεί μία πανίσχυρη ζώσα και απτή γέφυρα και αδιάρρηκτο συνέχεια εκείνης της πρωταρχικής ανατάσεως: συνέχεια μέσω Πλωτίνου, Ιουλιανού, Πλήθωνος-Βησσαρίωνος-Φλωρεντιανής Πλατωνικής Ακαδημίας και, ενδεικτικώς, Cusanus, M. Ficinus, Γκρόστεστ, Ιωάννου Σκώτου Εριγένους, Αλβέρτου του Μεγάλου, Ουλρίχου του Στρασβούργου, Μιχαήλ Αγγέλου – κι αργότερα Γκαίτε, Σίλλερ και του μεγάλου ανορθωτικού ρεύματος της Γερμανικής Φιλοσοφίας, πού είναι γνωστόν ως ο Γερμανικός Ιδεαλισμός. Κορύφωμα αυτής της Παραδόσεως υπήρξε, συμφώνως ήδη προς τον Πλήθωνα, ο Νεοπλατωνισμός, ιδιαιτέρως υπό τον Πλωτίνον. Μεγίστην όμως και ουσιώδη βλάβην υπέστη ούτος εκ της προσμείξεως χριστιανικών δογμάτων – αλλά και συναφών ψυχικών συμπλεγμάτων. Κάποιοι, εν τούτοις, ημίθεοι του Πνεύματος κατώρθωσαν να ξεφύγουν απ’ το βαρυτικό τους πεδίο, πού εγκλώβιζε ακόμη και όσους αυτοκαθωρίζοντο ως αντίπαλοί τους, κρατώντας τους σταθερώς δεσμίους τεχνητών απεικονισμών και αζώων δογματικών προϊδεασμών, εχθρών της αληθούς εμπύρου Ιδέας. Ο εγκυκλοπαιδισμός, σημειωτέον εν παρόδω, δεν πρέπει να συγχέεται καθόλου με την ακεραία φωτιά του Νού, ως όψιν (όρασιν) και ως δύναμιν, ούτε ο τυφλός φανατισμός των θρησκολήπτων ή άλλων δογματικών καί οχλοκρατών με την φωτιά της καρδιάς. Ο αγών αυτός προς επάνοδον εις τά ίδια αρχέγονα πνευματικά ύψη της Ελληνο-ευρωπαϊκής Νοήσεως δέον, επίσης, ν’ αντιδιασταλή απολύτως πρός τον ακαδημαϊσμόν και διανοηματισμόν των α-νόων και αζώων αστών «επαγγελματιών». Άζωος και άνους διανοηματισμός, μάλιστα, εν πλήρει αντιστοιχία προς την «ανοργανικήν» και αποκεκομμένην εκ των αυθεντικών ενορατικών νοητικών λειτουργιών, όπως και εκ της Ζωής εν γένει, χριστιανικήν απολυτοκρατία.
Παρά τήν ουσιαστική συνέχεια τής Πλατωνικής/Πρωτοαρίας (πρβλ. καί τό εντελώς αντίστοιχο πνεύμα τών ινδικών Βεδών αλλά καί τών άλλων σωζωμένων αρίων παραδόσεων, όπου η τρέχουσα γνώσις μας εξικνείται) οπτικής, κυρίως χάρις εις τήν ισχύν τής ενδογενούς φωνής τού Αίματος εν μέσω ακόμη του συνθλιπτικού σκότους τού εκδουλωτικού «πνευματικού» περιβάλλοντος, όμως η εκάστοτε αναδυομένη αυτή οπτική πόρρω απείχε τής πρώτης θεωρίας/ενοράσεως, κατά τε την διαύγειαν και την ισχύν, κινουμένη μάλλον εις τούς πρόποδας παρά εις τά ουράνια ύψη τού απωθημένου καί ομιχλώδους πιά πνευματικού μας Ολύμπου.
Κατά τον Κάντ, πού πρώτος έκαμε χρήσιν του όρου «Κοσμοθεωρία», ο όρος αυτός αποτελεί μία νέα έκφρασι για το «καθ’ εαυτό όν» («das Ding an sich»). Αυτό καθόλου δεν εμπόδισε τους εκπροσώπους της σεληνιακής διανοηματικότητος να παρουσιάσουν τον Κάντ ως άζωο φορμαλιστικό διανοηματιστή, υπό την καθοδήγησι της υποχθονίας πανουργίας τών Ιουδαίων (…οποία σύμπτωσις πάλιν!) «νεοκαντιανών» καθηγητών της Σχολής του Μαρβούργου και άλλων παν/μίων της Γερμανίας ώς το 1933 (H. Kohen, J. Cohn, Z. Marck, Ernst Cassirer κ.ο.κ.) . Υπερασπιστής μέγας της Κοσμοθεωρητικής Παραδόσεως, πραγματικής ψυχής και του Γερμανικού Ιδεαλισμού, τον οποίον οι ως άνω αιώνιοι διαστρεβλωταί διά μολύνσεως-παραχαράξεως επεχείρουν να θέσουν εκτός μάχης αποσυνδέοντές τον εξ εκείνης, ανεδείχθη ο κολοσσός Martin Heidegger, ένθερμος υποστηρικτής του Εθνοκοινοτισμού. Περί του όρου «Κοσμοθεωρία» (γερμ. Weltanschauung) γράφει ο ίδιος ο Α. Rosenberg: «Η λέξις αυτή, πού σε πολλές γλώσσες τόσον δύσκολο είναι ν’ αποδώσουμε κρατώντας το νόημα, δεν σημαίνει κατά βάσιν τίποτε διαφορετικό απ’ αυτό πού αμέσως εκφράζει (: θέασις του Κόσμου), ήτοι: έναν ωρισμένον τρόπο να βλέπουμε τον Κόσμο, δηλαδή τήν σαφώς διακριτήν προβολήν προς τά έξω μιάς ενδομύχου στάσεως (Haltung) της ψυχής, του πνεύματος (Νού) και του χαρακτήρος. Αυτός ως εσωτερική κατεύθυνσις καθορίζει κατάφασιν και άρνησιν κατ’ αναριθμήτους περιστάσεις εκδηλουμένην, το ύφος (στιλ) του βίου, την πολιτειακήν διάρθρωσιν, τις μορφές δικαίου μιάς Φυλής ή ενός Λαού.» Η ψυχή αποτελεί αυτό πού παρεμβάλλεται μεταξύ Νού και φυσικού κόσμου, οπότε τά μέν νοητά είναι οι (ζώσες, αντικειμενικές) Ιδέες, τά όντως όντα – διά δε της ψυχής ο Λόγος ως δύναμις κατά Πλωτίνον (η οποία διαμορφώνει και την ιδανικήν πολιτείαν τριμερώς κατ’ αναλογίαν της, βλ. Πλάτωνος «Πολιτεία» 435β), ως «βελτιστοποιημένη» Αισθητική Βούλησις κατά τον Friedrich Schiller, συμβάλλει στην νίκη των φωτεινών δυνάμεων, της Ψυχής του Κόσμου επί του αμόρφου Χάους των δυνάμεων της εντροπίας και της αποσυνθέσεως, όπως ανέκαθεν και αρχετύπως είναι φυσικόν διά τον Άριον εν πλήρει εννοία! Πράγμα πού πρό παντός χαρακτηρίζει τον πρωτογενή πυρήνα μιάς πρωταρχαϊκής Αρίας ενεργού Κοσμοθεωρίας, η οποία καί εμψυχώνει τον Εθνοκοινοτισμόν και, κατ’ εξοχήν, το μνημειώδες αυτό μεγαλούργημα τού κυρίως θεωρητικού εκφραστού του, από τις πρώτες του σελίδες μέχρι την τελευταία. Χωρίς πουθενά να υπάρχη ίχνος της προαναφερθείσης εσωτερικής δειλίας καί συμβιβασμού, πού μοιραίως στέλνει κάθε πνευματική επίτευξι στον κόσμο των σκιών και των δοξασιών, μακριά από τις αυθεντικές αναβράζουσες δυνάμεις της Φυλής, της Ιστορίας. Προκειμένου συνοπτικώς να εκφράσουμε αυτόν τον πυρήνα, διά του οποίου και επιτυγχάνεται η απόλυτος φωταγώγησις των εις όλα τα επίπεδα διαδραματιζομένων, από την αρχαία Ινδία και την Ελλάδα , ώς τά σύγχρονα δρώμενα και τ’ αντιφεγγίζοντα από το μέλλον επικείμενα, παραθέτουμε το εξής απόσπασμα εκ του ακολουθούντος έργου, εκ της αναφοράς εις την αρχαίαν Περσίαν:
«Καθ’ όσον, όμως, το κυρίαρχον άριον επίστρωμα κατώκει διεσπαρμένον ανά την χώραν, ο Ζαρατούστρας επεδίωξε, πέραν της βιολογικής αυτής επιταγής, και την παράλληλον δημιουργίαν μιάς κοσμοθεωρητικώς συνεχομένης κοινότητος φρονήματος, συνειδήσεως: προεξάρχει ο Άχουρα Μάσδα, ο υπέρχρονος θεός του Φωτός, ανηγμένος, ως πρωτογενής αρχέτυπος κοσμική σπορά, εις ουσιώδη γέφυραν προς το Έν, μαχομένην και τρεχόντως δρώσαν, αφού είναι ακριβώς ο θεϊκός προστάτης της Αριανικότητος! Δεν έχει κανένα οίκον (καθώς διά τους θεούς της απήτει η Ανατολή – και η Ρώμη απεδέχθη), είναι αυτή ταύτη η «αγία Σοφία», αυτή ταύτη η ακεραία Πληρότης και Αθανασία. Απέναντί του ίσταται ως Εχθρός ο σκοτεινός Ανγρομαΰνιος και του αντιμάχεται διά την επικυριαρχίαν του Κόσμου.
Εδώ ακριβώς αναδύεται μία γνησίως βορεινο-αρία Ιδέα του Ζαρατούστρα: εις την διηνεκή ταύτην Μάχην ο άνθρωπος πρέπει να πολεμήσηι συντασσόμενος με τον Άχουρα Μάσδα (Ωρομάσδην), ακριβώς όπως οι μονομάχοι της Βαλχάλλας, οι Εϊνχέριοι (Einherier) [ΣτΜ: οι εις το πεδίον της τιμής πεσόντες ήρωες, υπό των Βαλκυριών εκεί αγόμενοι, ενδόξων θεραπαινίδων του άρχοντος της Κοσμικής Μάχης Odin] καθημερινώς ασκούνται, ως οι πολεμισταί του Όδιν (Odin), εναντίον του λύκου Φένρις (Fenrisulv) και του φοβερού όφεως της Μεσοχώρας (Midgaardslange). Ήτοι, ο Άριος δεν πρέπει να χαθήι βυθιζόμενος εις μίαν περιχαρακωμένην απόκοσμον θεωρίαν και άσκησιν, αλλά να έχηι αυτοσυναίσθησιν και συνείδησιν μαχομένου φορέως μιάς υψίστης Ιδέας η οποία συνέχει τον Κόσμον, επί τώι σκοπώι της αφυπνίσεως και χαλυβδώσεως των δημιουργικών δυνάμεων της ανθρωπίνης ψυχής. Ως τοιούτος υπηρετεί πάντοτε τον Ύψιστον (Ωρομάσδην – ή όπως αλλοιώς θά απεκαλείτο η Πηγή της φωτεινής συνειδητότητος του Κόσμου), είτε είναι στοχαστής είτε εργάζεται διά την καρποφορίαν μιάς ερήμου. Όπου κι αν πάηι, όπου κι αν σταθήι υπηρετεί μίαν δημιουργικήν αρχήν· είτε σπέρνει είτε θερίζει – είτε πάλιν τηρεί την πίστιν του και κάθε του χειρονομία σημαίνει ένα απαράβατον λόγον.»
Αυτό είναι και θεωρία (θέασις)-δύναμις-βούλησις και πράξις (ενέργεια) εν ταυτώ. Μία θέασις η οποία προβάλλει εκ των ένδον ως η ιδία βούλησις της αρίας ψυχής, η συνεκτική Πίστις εις την υποκινούσαν Ιδέα, της οποίας πλήρη συναίσθησιν επιτάσσει ένδοθεν η υψηλή νόησις, ως εκ του Αίματος καθωρισμένης Πίστεως – διά τούτο μάλιστα ακριβώς μη υποκειμενικής (δοξαστικής) αλλ’ αντικειμενικής (αφού το αίμα μας είναι τό βήμα του θεϊκού Νού, εφαλτήριον του πνευματικού Ολύμπου). Αυτή η συναίσθησις και η συνεπομένη εσωτερική πειθαρχία είναι η αληθής Τιμή, Τιμή η οποία εκ των ένδον άγει πράγματι προς την αλήθεια και τον Θεόν, αφού για τον μη εκτροχιασμένον Άριον η εξωτερική αναζήτησις του θείου είναι ανοησία, αρμόζουσα μόνον εις τους μεσανατολικούς βεδουΐνους και λοιπούς γυρολόγους των θρησκευτικών παζαριών της ανατολής. Αυτό είναι το υπερήφανο Λάβαρο πού αναπετάσσεται και συντονίζει την όλη ύπαρξι και Αγώνα των συνειδητοποιουμένων αρίων μαχητών, το ίδιο αιώνιο κι επίκαιρο, ή μάλλον ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι το 1930 οπότε ολοκληρώθηκε ο «Μύθος»! Έχοντας πιά, μετά την κορυφωθείσα παροξυσμικότητα της ιουδαϊκής καταδιώξεως, πού νόμισε ότι διά των όπλων των υποτελών της το έθαψε κάτω απ’ τά συντρίμμια τής Καγκελλαρίας, προβάλλει απτόητο και σήμερα – όχι ως αντίθεσις, αλλ’ ως ακεραία και αυθεντική θέσις, ως η χαμένη και θαμμένη επί αιώνας αλλ’ αναστημένη πιά ουσία της υπάρξεώς μας ως Φυλής ολοκλήρου: Πέρα πιά από κάθε είδους συμβιβασμούς, χωρίς μισαλλοδοξία αλλά μ’ οργή και περιφρόνησι προς την περιβάλλουσα εσχάτη σήψι, σημείο αλάνθαστο του τέλους μιάς σκοτεινής εποχής, υψώνεται ως η έκφρασις τής φωτεινής βουλήσεως του Αρίου – του μόνου ικανού, αν εγκαίρως ο ίδιος συνέλθη και σώση εαυτόν εκ του επαπειλούντος πλήρους του αφανισμού, επανευρίσκων τά πρωταρχαϊκά του ελληνικά κατ’ ουσίαν νάματα, να διασώση και τον εκ της Ιαχβεϊκής/Μαμμονικής αράς δεινότατα χειμαζόμενον πλανήτην. Το εσώτερον αυτό ζωογόνον φώς είναι «ηλιακόν», ήτοι ίδιον της απ’ ευθείας οράσεως – η οποία επανατίθεται εις το δέον πλαίσιον, ολοκληρουμένη εις πλήρη ενότητα και ακεραίαν πρωταρχικήν οντότητα, μόνον κατά την γραμμήν της Πλατωνικής Παραδόσεως. Αυτό και περιχαράσσει την αποστολήν μας, ως πολεμιστών-φιλοσόφων, ως συνειδητών Αρίων και ως πραγματικών Ελλήνων. Ο J. G. Hamann έγραφε σε μία του επιστολή της 18ης 12ου 1784, αναφερόμενος στον τότε αναβράζοντα σεληνιακό διανοηματισμό («ιντελλεκτουαλισμό»): «Ο διαφωτισμός της εποχής μας δεν είναι παρά ένα άγονο σεληνόφως, πού δεν διαφωτίζει την σαθρή νόησι και δεν θερμαίνει την δειλή βούλησι…». Κατά δε τον Friedrich Schiller (στις απαράμιλλές του «Αισθητικές Επιστολές» του 1791): «Δεν αρκεί, λοιπόν, ότι η όποια διαφώτισις της νοήσεως είναι αξία σεβασμού μόνον κατά το μέτρο πού αναπλάθει (ανατροφοδοτεί) τον χαρακτήρα· πολλώ μάλλον, αφορμάται αυτή εκ του χαρακτήρος, διότι ο δρόμος προς την κεφαλή πρέπει ν’ ανοιχθή διά μέσου της καρδιάς.» Η χαρακτηρομορφική δύναμις μιάς πίστεως, είτε περί γνησίας Κοσμοθεωρίας είτε περί σέκτας ή θρησκευτικής κινήσεως πρόκειται, κατά τον Α. Rosenberg αποτελεί και την λυδία λίθο κατά την τελικήν της υπαρξιακή αξιολόγησι, όπως θα διαπιστώση ο αναγνωστης του «Μύθου».
Το εγχείρημα, τώρα, της συνολικής ιστορικής επισκοπήσεως υπό το πρίσμα της νέας (αλλ’ ουσία παναρχαίας…) Κοσμοθεωρίας είναι γιγάντιον – και εκπληκτικόν. Μεμονωμένα ιστορικής φύσεως λάθη είναι φυσικόν να ευρίσκωνται σποραδικώς, χωρίς όμως πουθενά να επηρεάζουν την ουσίαν της προβαλλομένης κρίσεως και διαφωτίσεως. Ένα τέτοιο σημείο ίσως είναι και η ως προς τον Πυθαγόρα αρνητική εικών, πράγμα χρήζον επαληθεύσεως ή διαψεύσεως εκ της ερεύνης του μέλλοντος .
Τό έργο τού Α.Ρ. υπήρξε τεράστιο, ο δε πυρήν του έγκειται στήν εμπέδωσι ουσιαστικών αρχών γιά την κατανόησι τών κοινωνιών καί της Ιστορίας – καί δέν είναι διόλου παράδοξον ή σκανδαλιστικόν, κάποιες πληροφορίες του νά είναι ανακριβείς ή μή πλήρεις. Εξ άλλου ο ίδιος Α.Ρ. υπήρξε πάντοτε πολύ ανοικτός εις αναθεωρήσεις κι επανορθώσεις τοιούτου τύπου: «Ασφαλώς ουδέποτε υπέθεσα ότι το βιβλίο αυτό (: δηλ. ο ‘Μύθος’) πού καταπιάνεται με πάρα πολλά επί μέρους θέματα θα ήταν απηλλαγμένο λαθών. Απεδέχθην εν μέρει ευγνωμώνως πολλάς εκ των απαντήσεων, προχώρησα και σε κάποιες διορθώσεις· όμως πολλάς εκ των επιθέσεων συχνά ηδυνάτουν ν’ αναγνωρίσω ως καλώς θεμελιωμένας – και πάντως εθεώρουν συνεχώς αυτονόητον να προβώ μελλοντικώς και εν ευθέτω χρόνω εις μίαν ανανεωτικήν αναμόρφωσιν πλαισίου του όλου έργου, το οποίον βεβαίως και περιέχει αρκετάς αναλύσεις σχετιζομένας προς την τότε (: περί το 1929-30) τρέχουσαν πολιτικήν επικαιρότητα» . Όμως η Ταλμουδική λύσσα των νικητών του Β΄ Π.Π. δεν ήτο δυνατόν να επιτρέψη την συνέχισιν της εκδιπλώσεως της φυλετικής μας ψυχής δι’ ενός κορυφαίου της εκφραστού, την οποίαν ακριβώς διά του τρομακτικού αιματοκυλίσματος είχαν επιζητήσει να ανακόψουν… Στις 16 Οκτωβρίου 1946, δύο ώρες πρό της προκαθωρισμένης εκτελέσεως τής περί απαγχονισμού του ετυμηγορίας τού διεθνούς στρατοδικείου-παρωδίας της Νυρεμβέργης, ο μέγας αυτός μύστης του Αρίου Πνεύματος ηυτοκτόνησε διά δηλητηρίου πού κατάφερε να κρύψη. Είχε γεννηθή στίς 12 Ιανουαρίου 1893, καταγόμενος από Γερμανούς των Βαλτικών χωρών. Μεγάλωσε κοντά σε μια θεία τού πατέρα του, αφού ήδη ως βρέφος ορφάνεψε και απ’ τους δύο του γονείς. Από νωρίς απεπειράθησαν να χαλκεύσουν κατηγορίες περί παρουσίας ιουδαϊκής και … μογγολικής (!) ρίζης στην γενεαλογία του, προκειμένου προφανώς, όπως αναγνωρίζουν και εχθρικοί του σύγχρονοι ακαδημαϊκοί ερευνηταί (π.χ. οι Cecil καί Laqueur), απλούστατα να ακυρώσουν την εγγενή ισχύν του πνευματικού του έργου. Πρόκειται βεβαίως περί ευτελών φαιδροτήτων· ήδη δε το 1932 ο Α. Rosenberg εκέρδισε μίαν αγωγήν κατά του σοσιαλδημοκρατικού SPD περί συκοφαντιών, εν σχέσει προς τά τοιαύτα υπονοούμενα – πρό της αναδείξεως στην εξουσία του NSDAP. Στην εποχή μας οπότε, «δρυός πεσούσης», ο καθείς επαίρεται επί πάση συκοφαντία εις βάρος του Εθνοκοινοτισμού, των αξιών του και των εκπροσώπων του, αυτονοήτως αναπαράγονται τέτοιες διαβολές υπό των επαγγελματιών και καλοθελητών του είδους. Το εν λόγω έργο του τώρα, ο «Μύθος», αποτελείται από τρία βιβλία, υποδιαιρούμενα εις 3, 4 και 7 μέρη αντιστοίχως, ως εξής:
Βιβλίον Πρώτον: Ο Πόλεμος των Αξιών. Μέρη: Ι, Φυλή και Φυλετική Ψυχή· ΙΙ, Αγάπη και Τιμή (: ως αντιπολικαί κεντρικαί αξίαι)· ΙΙΙ, Μυστικισμός και Δράσις. Βιβλίον Δεύτερον: Η Ουσία της Αριογερμανικής Τέχνης. Μέρη: Ι, Το φυλετικόν ιδεώδες του Κάλλους· ΙΙ, Βούλησις και Προώθησις· ΙΙΙ, Ύφος Προσωπικότητος και Αντικειμενικότητος· IV, H Αισθητική Βούλησις. Βιβλίον τρίτον: Η Πολιτεία του Μέλλοντος. Μέρη: Ι, Μύθος και Τύπος· ΙΙ, Η Πολιτεία και τά δύο γένη· ΙΙΙ, Λαός και Πολιτεία· IV, Το Βορεινο-γερμανικόν Δίκαιον· V, Η Εκκλησία της Γερμανίας και το Σχολείον (η Εκπαίδευσις)· VI, Ένα νέον Πολιτειακόν Σύστημα· VII, Η Ενότης του Όντος.
Είναι όμως εκ των πραγμάτων περιωρισμένο το περιθώριο περαιτέρω αναπτύξεως μιάς εισαγωγής στο μεταφραζόμενο σύγγραμμα, προτού διατρέξουμε τον κίνδυνο συγγραφής μιάς ολοκλήρου πραγματείας… Περισσότερα συναφή θα ανευρίσκωνται εφ’ εξής στις νεοσύστατες ιστοσελίδες www.arma88.com καί www.arma88.net του διαδικτύου. Η παρούσα μετάφρασις εξικνείται μέχρι την 88ην σελίδα του πρωτοτύπου, καλύπτουσα ακριβώς το πρώτον όγδοον (1/8) αυτού. Εν τούτοις δεν καλύπτεται δι’ αυτής ολόκληρον το (πολύ μεγαλύτερον των επομένων «Μερών») πρώτον μέρος του πρώτου βιβλίου. Όμως το υπόλοιπον (36 σελίδες πρωτοτύπου) είναι πολύ περισσότερον καθαρώς φιλοσοφικού χαρακτήρος – και εκρίθη σκόπιμον να μη συμπεριληφθή εις μίαν πρώτην εισαγωγήν εις το μέγα αυτό έργον. Πιθανότατα όμως θα συμπεριληφθή εις μίαν μελλοντικήν επανέκδοσιν. Λυπούμεθα διά την τεχνικώς επιβεβλημένην ακαλαισθησίαν του μονοτονικού. Εις ό,τι δε αφορά την γλώσσα, προσωπικώς θα ήθελα να μετέλθω μία καθαρή αρχαΐζουσα, ως το άριστον γλωσσικόν εργαλείον της φιλοσοφίας. Όμως η εκ της δημοκρατικής αντι-παιδείας επιβεβλημένη αγλωσσία και βαβυλωνιακή εξαλλοίωσις των κατοίκων αυτής της χώρας καθιστά αναγκαίον ένα συμβιβασμόν, ο οποίος και εγένετο προς την κατεύθυνσιν όχι της (κακήν-κακώς…) τεχνητής και ανόστου «δημοτικής» αλλά μάλλον της ζώσης αυθεντικής δημώδους. Η μείξις των τύπων ακολουθεί αισθητικά κυρίως κριτήρια και το ζών γλωσσικόν αισθητήριον. Ευχαριστώ, τέλος, τις εκδόσεις «Απολλώνειον Φώς» για την δυνατότητα πού μού έδωσαν να παρουσιάσω στο ελληνικό κοινό το παρόν πόνημα, προσβλέπων συνάμα εις καρποφόρον συνέχισιν της συνεργασίας. Ελπίζω δε ότι αυτό θ’ αποτελέση αποφασιστική συμβολή στον απεγκλωβισμό κάποιων φιλοτίμων Ελλήνων από τά νύχια των γνωστών τρωκτικών του ψευδεπιγράφως «εθνικιστικού» ή «ελληνολατρικού» υποτιθεμένου χώρου, διά του ανοίγματος μιάς απτής δυνατότητος διακρίσεως, διαχωρισμού, στροφής και κατευθύνσεως προς τόν ουσιώδη πυρήνα της διαχρονικής, φυλετικώς και πνευματικώς καθωρισμένης Ελληνικότητος, ως κορωνίδος και αιωνίου οδοδείκτου της ανασυντασσομένης αγωνιζομένης Αριανικότητος, διά της οποίας αυτή τανάπαλιν αποκαθαίρεται και αποκαθίσταται εις την πρώτην της καταλάμπουσαν ακεραιότητα, τώ όντι ανευρίσκουσα εαυτήν.
Στέφανος Γκέκας