Ο χρονολογικός προσδιορισμός έγινε διά της μελέτης των κεραμικών και τεκτονικών στοιχείων καθώς και των εθίμων ταφής. Η εξέταση με την μέθοδο του άνθρακος 14 των καταλοίπων των πρώτων χρόνων του μεσοελλαδικού οικισμού της Λέρνας έδειξε ότι η αρχή της Μέσης Εποχής του Χαλκού πρέπει να τοποθετηθή στο 1.948±117 π.Χ. .
Όπως συμβαίνει και με τις προηγούμενες φάσεις, μοναδική πηγή γνώσεως της Μέσης Εποχής του Χαλκού είναι οι αρχαιολογικές ανασκαφές και έρευνες που έγιναν και γίνονται στον ελληνικό χώρο. Αλλά τα στοιχεία που έχουν συγκεντρωθή είναι ακόμη ατελή και άνισα. Έτσι πλήρης εικόνα της Μέσης Εποχής του Χαλκού για την ηπειρωτική Ελλάδα είναι αδύνατη και για μερικές περιοχές της ανύπαρκτη.
Η Θεσσαλία είναι αρκετά γνωστή . Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο πυκνός πληθυσμός της ενδοχώρας διετήρησε τον νεολιθικό του χαρακτήρα ακόμη και σε χρόνια που η χρήση του χαλκού είχε προχωρήσει στις νοτιώτερες περιοχές της Ελλάδος και ότι από τον Νότο έγινε η εισαγωγή των τυπικών μεσοελλαδικών στοιχείων. Αυτό φαίνεται πως έγινε στην περιοχή του Παγασητικού κόλπου, όπου παρουσιάζονται κατάλοιπα όμοια προς εκείνα που βρέθηκαν στην νοτιωτέρα Ελλάδα. Υπάρχει όμως και η πιθανότης ότι αρχαιότατα στοιχεία της Μεσοελλαδικής εποχής αναπτύχθηκαν στην Θεσσαλία και από εκεί απλώθηκαν προς την νοτιωτέρα ηπειρωτική Ελλάδα σε μία κάθοδο θεσσαλικών φυλών προς Νότον. Την πιθανότητα αυτήν υποστηρίζουν οι κυριώτεροι σημερινοί ανασκαφείς της Θεσσαλίας.
Στις γενικότερες γραμμές της εξελίξεως το ανατολικό τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδος, από την κοιλάδα του Σπερχειού ώς τον Μαλέα και το Ταίναρο, καταδεικνύει μια χαρακτηριστική ομοιομορφία κατά την Μεσοελλαδική Περίοδο. Ως τώρα έχουν επισημανθή πάνω από 120 συνοικισμοί και από αυτούς έχουν ανασκαφή ή ερευνηθή προκαταρκτικώς σχεδόν οι μισοί.
Η επισκόπηση του μεσοελλαδικού χώρου από την κοιλάδα του Σπερχειού ώς το Γύθειο και από την Εύβοια ώς τα νησιά του Ιονίου φανερώνει ότι ο χώρος αυτός είναι αρκετά γνωστός. Τα ανασκαφικά επιτεύγματα είναι αρκετά για να μας δώσουν τον γενικό τύπο του Μεσοελλαδικού Πολιτισμού, να σκιαγραφήσουν τους δημιουργούς του και να ορίσουν τα χαρακτηριστικά πολιτιστικά στοιχεία της περιόδου, που ανήκουν στην κεραμική, στην αρχιτεκτονική και στα έθιμα ταφής.
Τα χαρακτηριστικότερα αγγεία της περιόδου είναι τα μονόχρωμα που ο Ερρίκος Σλήμαν ονόμασε μινυακά. Είναι μονόχρωμα και τα καλύτερα έχουν γίνει με τροχό. Έχουν χρώμα ανοικτό ή σκοτεινό τεφρό, επιφάνεια στιλπνή και σχεδόν λιπαρή και σχήματα κανονικά με γωνιώδη περιγράμματα. Παραλλαγή τους είναι τα μελανά μινυακά αγγεία, τα λεγόμενα «Αργεία» επειδή αφθονούν στην Αργολίδα.
Χαρακτηριστικά αγγεία της περιόδου είναι επίσης τα γραπτά, που λέγονται αμαυρόχρωμα. Τα αγγεία αυτά είναι συνήθως χειροποίητα και περιλαμβάνουν μεγάλα πιθόσχημα δοχεία (στάμνους, πρόχους) και φιάλες. Η διακόσμηση περιορίζεται στο ανώτερο τμήμα του αγγείου και είναι από μαύρο, κοκκινωπό και λευκό χρώμα. Αρχικά τα διακοσμητικά στοιχεία είναι ευθύγραμμα γεωμετρικά σχήματα• αργότερα θα προστεθούν καμπυλόγραμμα στοιχεία και ομόκεντροι κύκλοι.
Τα χαρακτηριστικά κτίσματα τις Μεσοελλαδικής Περιόδου είναι μακρόστενα οικήματα με ανοικτή ή κλειστή στοά στην πρόσοψη, κύριο δωμάτιο και μικρό θάλαμο, τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο κατά τον επιμήκη άξονα. Στα μέρη αυτά του κτηρίου μπορούμε να δώσουμε τα ομηρικά τους ονόματα: πρόδομο, δόμο και θάλαμο. Στον δόμο υπάρχει συνήθως κτιστή εστία.
Πρέπει να σημειωθή ότι οι οικισμοί αυτής της περιόδου άλλοτε μεν εκτίσθησαν επάνω στα ερείπια παλαιοτέρων που είχαν συνήθως καταστραφή και πυρποληθή, άλλοι δε πρωτοδημιουργήθηκαν σε παραθαλάσσιες θέσεις. Μερικοί από τους οικισμούς της Πρωτοελλαδικής Εποχής δεν ξανακτίσθηκαν μετά την καταστροφή.
Σε διάφορα σημεία της ηπειρωτικής Ελλάδος, ακόμη και στην Θεσσαλία, έχουν ανασκαφή πολλοί τάφοι που μας δίδουν μία ακριβή εικόνα των ταφικών εθίμων της Μεσοελλαδικής Περιόδου. Καύση νεκρών ήταν άγνωστη. Οι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι, μικροί και κατασκευασμένοι από τέσσερες πλάκες εμπηγμένες καθέτως στο έδαφος.
Δυστυχώς δεν υπάρχει ακόμη σαφής και ολοκληρωμένη ανθρωπολογική μελέτη των καταλοίπων της Μεσοελλαδικής Περιόδου. Πολλοί από τους σκελετούς που διατηρήθηκαν βρέθηκαν σε εποχή που η ανθρωπολογική έρευνα ήταν ανύπαρκτη. Από τις νεώτερες έρευνες αποδεικνύεται ότι οι μεσοελλαδικοί κάτοικοι παρουσιάζουν μία ανάμεικτη εικόνα χαρακτηριστικών βορείων και μεσογειακών. Ήσαν όμως υψηλότεροι από τους Κρήτες της Μινωικής Εποχής (1,68μ. περίπου) και είχαν ισχυροτέρα σκελετική κατασκευή.
Τα μέχρι τώρα γνωστά πολιτιστικά στοιχεία αποδεικνύουν στο σύνολό τους διαφορά μεταξύ της Πρώιμης και της Μεσοελλαδικής Περιόδου• δηλαδή και η κεραμική και η τεκτονική και τα έθιμα ταφής, όλα συνδυαζόμενα, αυτό θεμελιώνουν. Πώς πρέπει να εξηγηθή η διαφορά; Οι περισσότεροι ερευνηταί την αποδίδουν στην εγκατάσταση νέων φυλών στην ηπειρωτική Ελλάδα περί το 1.900 π.Χ. Προσθέτουν ακόμη και το δεδομένο της βιαίας καταστροφής με φωτιά των οικισμών της Πρωτοελλαδικής Εποχής, την εγκατάλειψη άλλων, την κατασκευή νέων οικισμών και την προφανή οικονομική οπισθοδρόμηση της χώρας και των κατοίκων της. Άλλοι αποδίδουν τις διαφορές στην ειρηνική επικοινωνία και στην διείσδυση ξένων αντιλήψεων. Είναι ωστόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αποδώσουμε σε ειρηνική επικοινωνία τις διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ της Πρωτοελλαδικής και της Μεσοελλαδικής Εποχής και να εξηγήσουμε συγχρόνως τα γλωσσολογικά φαινόμενα, που θα μελετηθούν σε άλλο κεφάλαιο. Η άποψη που έγινε δεκτή από όλους τους ερευνητάς είναι ότι γύρω στο 1.900π.Χ. στην ηπειρωτική Ελλάδα είχαν εγκατασταθεί οι δημιουργοί του Μεσοελλαδικού Πολιτισμού, πού ήσαν Ελληνόγλωσσοι, μιλούσαν δηλαδή μίαν αρχαϊκή Ελληνική γλώσσα, ότι ανήκαν στην Ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία και ότι παρουσίαζαν τα χαρακτηριστικά πνευματικά προσόντα της Ελληνικής φυλής.
Από πού ακριβώς προέρχονται οι δημιουργοί του Μεσοελλαδικού Πολιτισμού; Ο οικισμός της Λέρνας παρουσιάζει μετά από το στρώμα καταστροφής που χρονολογείται γύρω από το 2.100 ενδείξεις ανακαταλήψεως από ένα καινούργιο λαό. Έχει ανακοινωθή ότι ανάμεσα στα κεραμικά ευρήματα του στρώματος ανακαταλήψεως βρίσκονται θραύσματα αγγείων με διακόσμηση χαρακτηριστική της τρίτης φάσεως του Πολιτισμού «Κουργκάν», δηλαδή της φάσεως που συγχρονίζεται με την περίοδο της εκρηκτικής εξαπλώσεως του πολιτισμού αυτού (από το 2300 και έπειτα) από την σημερινή Ουκρανία προς τον Καύκασο και την Μ. Ασία, στα Βαλκάνια, στην Κεντρική και στην Βόρειο Ευρώπη. Κεραμική Κουργκάν της τετάρτης φάσεως αναφέρεται επίσης στην Εύτρηση της Βοιωτίας και στην Αγία Μαρίνα της Φωκίδος. Ο Πολιτισμός Κουργκάν χαρακτηρίζεται κυρίως από τάφους λακοειδείς, εσωτερικώς κτισμένους και υπερκαλυπτομένους από ένα τύμβο. Σε μία πρόσφατη εργασία όλοι οι τύμβοι της Πρώιμης, Μέσης και Νεωτέρας Χαλκοκρατίας στην Ελλάδα και την Αλβανία, αποδόθηκαν σε φορείς του Πολιτισμού «Κουργκάν». Βέβαιοι όμως δυνάμεθα να είμαστε μόνο για τους ταφικούς τύμβους – και μόνο για εκείνους που τόσο οι ίδιοι όσο και οι τάφοι τους οποίους περιέκλειαν συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα Κουργκάν.
Από ποιο δρόμο εισήλθε ο καινούργιος λαός στην Ελλάδα; Στο στρώμα της Λέρνας, που ακολουθεί το στρώμα της καταστροφής, ήλθαν στο φως στοιχεία από τα οποία αρμόδιοι αρχαιολόγοι ωδηγήθησαν στο συμπέρασμα ότι οι νεοφερμένοι είχαν παραμείνει λίγο σε κάποια περιοχή του Αιγαίου. Άλλα στοιχεία του ιδίου στρώματος δείχνουν ειδικώτερα σχέσεις με την Τροία.
Εν τω μεταξύ, από ανεξάρτητες έρευνες έχει διαπιστωθεί ότι γύρω στο 2.300 η βορειοδυτική Μ. Ασία κατακτήθηκε από επιδρομείς που προέρχονταν από την Θράκη, αλλά κατάγονταν από τις ουκρανικές στέππες. Πράγματι έχει σημειωθή ότι οι νεοφερμένοι προέρχονταν από τον κύκλο του «Πολιτισμού των Τύμβων» της Βουλγαρίας. Αλλά ο όρος αυτός υποδηλώνει πάλι τον ίδιο πολιτισμό που επεκράτησε να λέγεται «Κουργκάν».
Οι εισβολείς εγκατεστάθησαν αρχικώς στην Τρωάδα και βαθμιαίως προωθήθησαν σε ολόκληρη τη Δυτική και ΝΔ Μικρά Ασία, για να φθάσουν μέχρι την περιοχή της Κιλικίας (καταστροφή του οικισμού της Ταρσού). Αλλά, όπως απεδείχθη, οι νεοφερμένοι δεν περιορίσθηκαν μόνον στις ηπειρωτικές περιοχές που προαναφέρθηκαν, αλλά επεκτάθηκαν και στις νήσους του Αιγαίου (καταστροφή της Πολιόχνης στην Λήμνο).
Οι εισβολείς δεν ήσαν όλοι ελληνόφωνοι – και έχουμε αρκετό υλικό για την ταυτότητα των μη ελληνοφώνων. Τα περισσότερα στοιχεία προέρχονται από τα αρχεία των Χετταίων, που είναι βεβαίως μεταγενέστερα. Πολλές Χιττιτικές επιγραφές είναι γραμμένες σε μία διαφορετική Ινδοευρωπαϊκή διάλεκτο από αυτή που χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι οι Χετταίοι και οι οποίοι την προσδιόριζαν με το επίρρημα: Λούβιλι (Luwili), δηλ. με τον τρόπο της Λούβι. Αυτός είναι και ο λόγος που σήμερα οι γλωσσολόγοι αποκαλούν τη διάλεκτο των λαών εκείνων και με τους οποίους την συνέδεσε η αρχαιολογική και ιστορική έρευνα Λουβική ή Λουβιακή. Μία από τις ιδιομορφίες της Λουβικής είναι ο σχηματισμός τοπωνυμίων με την προσθήκη του κτητικού –σας (=του) σε κάποιο όνομα, π.χ. Dattassa(s), Tazhuntassa(s), Kazkissa(s) κ.λ.π. Τοπωνύμια αυτού του τύπου εμφανίζονται σε πολλές χιττιτικές επιγραφές και αναφέρονται πάντα σε περιοχές στην Νότιο και Δυτική Μ. Ασία.
Εν πάση περιπτώσει δύναται να αποκατασταθεί σε γενικές γραμμές η διαδρομή των φορέων του πολιτισμού που υπέρκειται του στρώματος καταστροφής της Λέρνας (Λέρνα ΙΙΙ) από την Ουκρανία ώς την Ελλάδα με ενδιαμέσους σταθμούς στην Θράκη και την Τρωάδα, όπου και παρέλαβαν τα τρωϊκά και, γενικώτερα, αιγαιακά στοιχεία που έχουν βεβαιωθή.
Ας σημειωθεί ότι, η ασυνεχής τομή της οικιστικής ιστορίας της Λέρνας γύρω από το 2.100 δεν είναι μεμονωμένη περίπτωσις. Καταστροφές και αλλαγές ανάλογες σημειώνονται την ίδια εποχή και σ’ άλλες θέσεις της Αργολίδος, της Κορινθίας, της Αττικής καθώς και στις Κυκλάδες.
Η χρονολογική διαφορά ανάμεσα στην κεραμική Κουργκάν της Λέρνας, που ανήκει στην τρίτη φάση, και στην κεραμική Κουργκάν της Ευτρήσεως και της Αγίας Μαρίνας, που ανήκει στην τετάρτη, υποδηλώνει ίσως ότι ένα πρώτο κύμα φορέων αυτού του πολιτισμού αποβιβάστηκε στην Αργολίδα από βορειοανατολική κατεύθυνση και ένα δεύτερο έφθασε στην Βοιωτία και την Φωκίδα.
Τα πενιχρά ίχνη πολιτισμού «Κουργκάν» που διαπιστώνονται σε στρώματα της τελευταίας φάσεως της Πρωτοελλαδικής (περίπου 2.100-1.900 π.Χ.) περιορίζονται σε λίγες θέσεις. Από την άλλη μεριά οι πολιτιστικές μεταβολές που σημειώνονται ανάμεσα στο τέλος της Πρωτοελλαδικής και την αρχή της Μεσοελλαδικής (1.900 π.Χ.) είναι τόσο σημαντικές και τόσο εκτεταμένες γεωγραφικώς, ώστε στηρίζουν την υπόθεση ότι τότε μόνον πράγματι εισέβαλαν μεγάλες μάζες Ελλήνων.
Εν τω μεταξύ οι μάζες αυτές είχαν ήδη προγενεστέρως εγκατασταθή στην νοτιοδυτική Ιλλυρία, την Ήπειρο, την δυτική Μακεδονία και την βορειοδυτική Θεσσαλία. Πότε αφίχθησαν, λοιπόν, τα ελληνικά φύλα στις περιοχές αυτές; Ασφαλώς μετά από την έναρξη των διεισδύσεων λαών «Κουργκάν» στη Βαλκανική εν γένει, που χρονολογείται γύρω από το 2.300 π.Χ. Αλλά όχι αργότερα από το 2.100, γιατί η φάση της διαφοροποιήσεως της ελληνικής γλώσσης σε διαλέκτους, που κατά τις εμπεριστατωμένες μελέτες των γλωσσολόγων ήδη συνετελέσθη κατά την διαβίωσι των αρίων αυτών φύλων στις ως άνω περιοχές ώς το 1.900 π.Χ., θα χρειάσθηκε διάστημα τουλάχιστον δύο αιώνων.
Στην Θεσσαλική Άργισσα η Πρώιμος Χαλκοκρατία ετελείωσε με βίαιο τρόπο και το στρώμα της Μέσης Εποχής του Χαλκού δείχνει εγκατάσταση νέου πληθυσμού.
Ανάμεσα σε άλλα χαρακτηριστικά αυτού του στρώματος βρίσκεται κεραμική που όμοιά της παρουσιάζεται στην δυτική Μακεδονία στο τέλος της Πρώιμης Χαλκοκρατίας. Αυτό το γεγονός και η παρατήρηση ότι μερικοί οικισμοί της Μακεδονίας χρονολογούμενοι στην ίδια εποχή δεν επιζούν στη Μέση Χαλκοκρατία δείχνουν ότι κάποιες ομάδες ανθρώπων μετανάστευσαν από την νοτιοδυτική Μακεδονία στην Θεσσαλία γύρω στο 2.000 π.Χ. . Επειδή η Θεσσαλία δεν φαίνεται να άλλαξε πληθυσμό από τότε ώς την Μυκηναϊκή Εποχή, περίοδο κατά την οποία γνωρίζουμε ότι κατοικείται από Έλληνες, έπεται ότι οι ομάδες αυτές ήσαν ελληνικές.
Βιβλιογραφία
1. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Εκδοτική Αθηνών τόμος Α’ – Αθήναι 1970
2. Δημήτρη Ευαγγελίδη, «Η καταγωγή των Αριοευρωπαίων», τόμος Α’, τεύχος 2 – Νέα Θέσις Αθήνα 1991