Στις 10 Μαΐου του 1933 οργανώθηκε από ομάδες εθνικοσοσιαλιστών φοιτητών η δημόσια καύση βιβλίων στο Βερολίνο και σε πολλές άλλες πόλεις της Γερμανίας. Ανάμεσα στα βιβλία που παραδόθηκαν στην πυρά βρισκόταν προπαγανδιστικά κείμενα σοσιαλιστών/μαρξιστών, κυρίως Εβραίων, έργα παρακμιακής/περιθωριακής φύσεως, έργα διεθνιστικού/πασιφιστικού περιεχομένου, και κάποια άλλα έργα που οδηγήθηκαν στην πυρά είτε λόγω των γενικών πολιτικών πεποιθήσεων των συγγραφέων τους είτε επειδή ήταν αντίθετα προς την Αρία ηθική και αισθητική που προσπαθούσε να αναστήσει ο εθνικοσοσιαλισμός. Αν και η καύση βιβλίων και γενικότερα η καταστροφή έργων τέχνης σε καμία περίπτωση δεν ήταν κάτι πρωτόγνωρο στην ιστορία, τα γεγονότα του 1933 έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον στα πλαίσια της τεράστιας εκστρατείας δαιμονοποιήσεως της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας που ξεκίνησε μετά το τέλος του Β’ Π.Π. και συνεχίζεται με αμείωτη, αν όχι αυξανόμενη, ένταση στις ημέρες μας.
Ανάμεσα στις αναρίθμητες πομπώδεις θεατρινίστικες πομφόλυγες που έχει μεθοδικά σερβίρει το σύστημα στις μάζες, ανάγοντας την καύση των βιβλίων του 1933 σε μέγιστο “έγκλημα εναντίον του πολιτισμού και της ελεύθερης σκέψης”, περίοπτη θέση κατέχουν η αρκετά προγενέστερη ρήση του Χάινριχ Χάινε (Heinrich Heine) “Εκεί όπου καίνε βιβλία, μια μέρα θα καίνε και ανθρώπους” καθώς και το γνωστό ποίημα του Μπέρτολτ Μπρέχτ περί της καύσεως των βιβλίων. Τόσο ο Χάινε όσο και ο Μπρεχτ συγκαταλέγονται μεταξύ των συγγραφέων των οποίων τα έργα παραδόθηκαν στην πυρά.
Ο Χάινε, παρά το υπέροχα γερμανικό του όνομα, ήταν εβραϊκής καταγωγής “Γερμανός” ποιητής και δημοσιογράφος, και μάλιστα μακρινός συγγενής του Καρλ Μαρξ, τον οποίο και υποστήριξε ένθερμα μέσω της ποίησης και των κειμένων του. Ο Χάινε αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της εβραϊκής διεισδύσεως στους κύκλους της “διανόησης” και της εν συνεχεία αλλοιώσεως του πολιτισμού της Ευρώπης κατά την διάρκεια του 19ου αιώνα.
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως η περίπτωση του Μπρεχτ, ο οποίος, καθώς φαίνεται, ήταν γνήσιος Γερμανός. Ο (σαφέστατα υπερτιμημένος λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων) θεατρικός συγγραφέας Μπ. Μπρεχτ υπήρξε ένα άρρωστο σωματικώς και πνευματικώς άτομο, φανατικός στρατευμένος μαρξιστής και παθιασμένος υποστηρικτής του Στάλιν, ο οποίος, αν και πέρασε την τελευταία δεκαετία της ζωής του στην Ανατολική Γερμανία, μόνο ελάχιστα πριν το τέλος άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τον αγαπημένο του υπαρκτό σοσιαλισμό! Βεβαίως το βιοτικό του επίπεδο κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας διέφερε κατά πολύ από αυτό του μέσου Γερμανού που είχε την τραγική ατυχία να ζη στον ανατολικό κομμάτι της χώρας, μιας και, προφανώς μέσω κάποιας συμφωνίας με το καθεστώς, είχε πρόσβαση στους τραπεζικούς του λογαριασμούς στην Ελβετία… Στο ποίημά του λοιπόν, ένας ποιητής του οποίου τα έργα δεν παρεδόθησαν στην πυρά, μονολογεί: “κάψτε με! Μ᾿ αφήσατε έξω! Δεν μπορείτε να μου το κάνετε αυτό εμένα! Την αλήθεια δεν έγραφα πάντα στα βιβλία μου; Και τώρα μου φερνόσαστε σαν νά ᾿μαι ψεύτης! Σας διατάζω: Κάψτε με!”. Πόσο ειρωνικό και γελοίο είναι να αναφέρεται στην αλήθεια ένας τυφλωμένος δογματικός μαρξιστής!
Αν προσπαθήσουμε να κρίνουμε όσο πιο αντικειμενικά γίνεται το περιεχόμενο των βιβλίων που παρεδόθησαν στην πυρά, καθώς και γενικότερα την συνεισφορά στην τέχνη και στον πολιτισμό των συγγραφέων τους, θα βρούμε πληθώρα έργων που όντως δεν άξιζαν να δουν ποτέ το φως της ημέρας μια και, λόγω της παρακμιακής τους φύσεως, μονάχα διαλυτική επίδραση θα μπορούσαν να έχουν. Από την άλλη, υπήρχαν και σημαντικά έργα, τα οποία σήμερα δικαίως θεωρούνται αριστουργήματα. Οπότε θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί: “άξιζαν τα αριστουργήματα του μεγάλου Φίοντορ Ντοστογιέφσκι να έχουν την ίδια τύχη με τα αρρωστημένα έργα του Άρθουρ Σνίτσλερ;” Η απάντηση εν καιρώ ειρήνης θα ήταν φυσικά όχι. Ο πόλεμος όμως αλλάζει τα δεδομένα, και το 1933 ο πόλεμος στο επίπεδο των ιδεών είχε ήδη ξεκινήσει. Ας αναλογιστούμε ένα αντίστοιχο ερώτημα: “άξιζε στον ανδρείο, ηρωικό, ευγενή Έκτορα η ίδια τύχη, δηλ. ο θάνατος, με τον κάθε αχρείο, δειλό Τρώα που κατά λάθος βρέθηκε στην πρώτη γραμμή;”. Η φύση του πολέμου επιβάλλει να δοθεί θετική απάντηση, αλλιώς ο πόλεμος κινδυνεύει να χαθεί. Και ο πόλεμος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Φύσεως. Μικρή όμως σημασία έχει μια ανάλυση στο σήμερα σχετικά με το ποια ακριβώς βιβλία άξιζαν να καούν και ποια όχι, καθώς δεν είναι δυνατό να κρίνουμε τα γεγονότα περασμένων εποχών με τα σημερινά κριτήρια και δεδομένα ή το αντίστροφο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της διαφοράς κριτηρίων μεταξύ εποχών αποτελεί η περίπτωση του σημαντικού Αμερικανού συγγραφέα Έρνεστ Χέμινγουεϊ, του οποία τα έργα πραγματεύονται τα ανθρώπινα πάθη και τις ανθρώπινες αδυναμίες και, ως εκ τούτου, με τα δεδομένα και τις συνθήκες εκείνης της εποχής είχαν κριθεί υπερβολικά προοδευτικά, ανήθικα και διαβρωτικά. Όμως, κατά τις τελευταίες δεκαετίες ο Χέμινγουεϊ έχει περιθωριοποιηθεί από το λιμπεραλιστικό κατεστημένο της τέχνης στις Η.Π.Α., καθώς τα έργα του πλέον κρίνονται ως οπισθοδρομικά, σεξιστικά, “ομοφοβικά”, ρατσιστικά, και γενικώς μη πολιτικώς ορθά!
Δυστυχώς οι γελοίες υστερίες της συστημικής προπαγάνδας έχουν επηρεάσει ευρύτατα και βαθύτατα την αντίληψη του συγχρόνου Ευρωπαίου σχετικά με το γεγονός της καύσεως των βιβλίων του 1933. Η προπαγάνδα έχει καταφέρει να αλλοιώσει την πραγματική σημασία των γεγονότων, και να αναγάγει ένα ουσιαστικά συμβολικό γεγονός σε κάτι τρομακτικό, φρικιαστικό, ασύλληπτο. Αυτό έχει δημιουργήσει σύγχυση ακόμα και σε άτομα που είναι, ή τουλάχιστον πιστεύουν πως είναι εθνικοσοσιαλιστές, και τους έχει οδηγήσει σε ακρότητες. Για παράδειγμα κάποιοι έχουν φτάσει να αρνούνται το γεγονός, θεωρώντας ότι είναι κατασκεύασμα της σιωνιστικής προπαγάνδας, ενώ άλλοι έχουν φτάσει στο άλλο άκρο και συλλήβδην απορρίπτουν ως άχρηστο και παρακμιακό οποιοδήποτε βιβλίο ή οποιονδήποτε συγγραφέα είχε συμπεριληφθεί στην λίστα προς καύση, χωρίς να αντιλαμβάνονται το πραγματικό, συμβολικό, νόημα της καύσεως και τα ιδιαίτερα δεδομένα εκείνης της εποχής.
Αυτό που επιμελώς και τελείως υποκριτικώς αποκρύπτεται από την επίσημη “ιστορία” είναι ότι μετά το τέλος του πολέμου και την ήττα της Γερμανίας ακολούθησε η συστηματική καταστροφή των έργων τέχνης, ειδικά της λογοτεχνίας, που είχαν δημιουργηθεί στην εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία. Συγκεκριμένα, το 1946 οι “συμμαχικές” δυνάμεις κατοχής σχεδίασαν μια λίστα με πάνω από 30.000 τίτλους, από σχολικά βιβλία ως ποίηση, με τελικό αποτέλεσμα την καταστροφή εκατομμυρίων αντιτύπων τους. Φυσικά ο Μπρεχτ δεν είχε τίποτα να σχολιάσει πάνω σε αυτό, απορροφημένος καθώς ήταν με την προπαγάνδα του μπολσεβικισμού, ο οποίος μπολσεβικισμός, μέσω της υπο-κουλτούρας, για να μην ξεχνιόμαστε, προέβη σε απίστευτες ωμότητες για να καταπνίξει και να καταστρέψει ο,τιδήποτε δεν συμβάδιζε με τα “μαρξιστικά ιδεώδη”, είτε ήταν ένα βιβλίο, ένας πίνακας ζωγραφικής, ένα τραγούδι, ένα σύμβολο, μια ιδέα.
Κλείνοντας, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αντιπαραβάλουμε, τόσο σε συμβολικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο, το “έγκλημα εναντίον της τέχνης και του πολιτισμού” που υποτίθεται ότι διεπράχθη από τους εθνικοσοσιαλιστές με το πραγματικό, κολοσσιαίων διαστάσεων έγκλημα εναντίον του ανθρώπινου πολιτισμού που διεπράχθη από τους χριστιανούς στους πρώτους αιώνες εγκαθιδρύσεως της συγκεκριμένης θρησκείας στην Ευρώπη.
Η καύση των βιβλίων του 1933 συμβολίζει την ρήξη με το αρρωστημένο και το σαθρό, τον πόλεμο εναντίον της παρακμής του πολιτισμού και της ανθρωπότητος, τον αγώνα για την επιστροφή στις ηρωικές ευγενείς αξίες του Αρίου παρελθόντος. Σε αντίθεση, η συντριβή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από τον χριστιανισμό συμβολίζει το μίσος προς το υγιές, το ευγενές, το άριστο, και πηγάζει από τα κατώτερα ανθρώπινα ένστικτα της ζήλειας και του φθόνου, τα οποία ο χριστιανισμός πυροδότησε σε μια μαζικήν έκρηξη αχαλίνωτου ταλμουδικού μένους.
Στο πρακτικό/υλιστικό επίπεδο, η καύση των βιβλίων του 1933 δεν είχε ουσιαστικά κανένα αποτέλεσμα στην ίδια την τέχνη, μιας και κανένα έργο κανενός συγγραφέα δεν εξαφανίστηκε από προσώπου γης, κάτι στο οποίο ούτως ή άλλως δεν στόχευε η καύση. Σε αντίθεση, η καταστροφή που επέφερε ο χριστιανισμός είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν δια παντός αριστουργήματα της παγκοσμίου τέχνης και φιλοσοφίας, καθώς και σημαντικότατα επιστημονικά ευρήματα του αρχαίου κόσμου, οδηγώντας στην πλήρη λήθη τους περισσότερους από τους δημιουργούς τους.
Το μήνυμα της καύσεως των βιβλίων είναι διαχρονικό και ιδιαίτερα επίκαιρο στις ζοφερές ημέρες που ζει η Ευρώπη: Για να χτίσουμε ένα υγιές μέλλον, πρέπει να “κάψουμε” το νοσηρό παρόν, και να αναδείξουμε το ηρωικό παρελθόν!