13 Οκτωβρίου σήμερα, επέτειος θανάτου μίας μεγάλης μορφής του νεωτέρου Ελληνισμού, του Παύλου Μελά, πρωτεργάτου και συμβόλου του Μακεδονικού Αγώνος και ταυτοχρόνως ημέρα καθιερωμένη για να τιμάται επισήμως απ’ όλους τους Έλληνες ο Μακεδονικός Αγών. Ένας αγών νωπά προδομένος, με τον πιο αισχρό τρόπο, από τους ανθέλληνες αριστερούς της απελθούσας κυβερνήσεως, προδομένος όμως επίσης και από τους ψευτοπατριώτες της νυν αστοδεξιάς κυβερνήσεως (του «γαλάζιου ΣΥΡΙΖΑ») που, αφού υφάρπαξε πονηρά τις ψήφους αφελών πατριωτών μεταχειριζόμενη απατηλή συνθηματολογία περί δήθεν ασκήσεως πολιτικής που θα μείωνε τάχα τις αρνητικές επιπτώσεις της «επιζήμιας συμφωνίας» (όπως επιμένει να αποκαλεί την ΠΡΟΔΟΤΙΚΗ συμφωνία των Πρεσπών), τώρα περί άλλων τυρβάζει… Καμία απολύτως αντίδραση στην προδοσία των Πρεσπών δεν εξεδηλώθη, ούτε καν επισήμανση της πλήρους καταστρατηγήσεως των όρων της επονειδίστου αυτής συμφωνίας από τους ίδιους τους Σκοπιανούς, λόγος που επιτάσσει την άμεση καταγγελία και την κατάπτωσή της!
Όσον αφορά την φετινή μας επετειακή αναφορά, πρωτοτυπώντας κάπως, θα αναφερθούμε σε μία μεταγενέστερη φάση στην εξέλιξη του Μακεδονικού ζητήματος, σε μία επίσης πολύ δύσκολη περίοδο για τον μακεδονικό Ελληνισμό, την περίοδο της γερμανικής κατοχής, οπότε, οι Βούλγαροι επιβουλείς της Μακεδονίας προσπάθησαν να αξιοποιήσουν την συμμαχία τους με το Γ΄ Ράιχ προκειμένου να αποσπάσουν εδαφικά οφέλη και τελικώς να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της Μακεδονίας.
Στην κατοχή μας περιήλθε προσφάτως ένα σπανιότατο και πολύ ενδιαφέρον ιστορικό ντοκουμέντο εκείνης της εποχής, του οποίου θα επιδιώξουμε προσεχώς την έκδοση. Πρόκειται για ένα υπόμνημα το οποίο συνέταξαν στις 28.12.1943 και υπέβαλαν στον Χέρμαν Νώυμπαχερ, Ειδικό Πληρεξούσιο του Ράιχ στην Ελλάδα, οι «Έλληνες Εθνικοσοσιαλιστές Μακεδονίας-Θράκης», μία από τις Εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν την εποχή εκείνη στην Ελλάδα. Το υπόμνημα αποτελούταν από επτά κεφάλαια και περιελάμβανε επίσης ένα παράρτημα με στοιχεία για την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού των υπό βουλγαρική διοίκηση περιοχών της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης.
Στα εν λόγω κεφάλαια αναλύονταν οι λόγοι που υπαγόρευαν την σύμπλευση της Ελλάδος με την Γερμανία και την ενίσχυσή της από την τελευταία, οι λόγοι που ενεπλάκη η χώρα σε έναν ατυχή πόλεμο και η ανάγκη ειλικρινούς πλέον συμπράξεως των δύο εθνών. Προτείνονταν επίσης τα απαραίτητα μέτρα, η εφαρμογή των οποίων θα προωθούσε την ελληνογερμανική συνεργασία και συμμαχία. Οι λόγοι που υπαγόρευαν κατά την επιχειρηματολογία του υπομνήματος την σύμπλευση αυτή ήσαν γεωπολιτικοί (συμμαχία ηπειρωτικής-θαλασσίας δυνάμεως, ρωσικός/πανσλαυιστικός κίνδυνος), ιστορικοί (Ελλάδα πρόμαχος και υπερασπιστής της Ευρώπης διαχρονικώς), οικονομικοί (απελευθέρωση από τις δυσβάστακτες δανειακές υποχρεώσεις προς την Αγγλία, απορρόφηση του μεγαλυτέρου μέρους των ελληνικών προϊόντων από την γερμανική οικονομία, διευκόλυνση του διαμετακομιστικού εμπορίου της Μεσευρώπης με την χρήση των ελληνικών λιμένων), κοινωνικοί και ιδεολογικοί (συντριβή κομμουνισμού, ανύψωση πνευματικού και βιωτικού επιπέδου του ελληνικού λαού δια της εφαρμογής της Ε/Σ κοσμοθεωρίας προσαρμοσμένης στα ελληνικά δεδομένα. Εφαρμογή δυνατή όχι μόνο σε Ελλάδα, αλλά και σε Ευρώπη εν γένει μόνο μέσω νίκης της Γερμανίας).
Ειδικού ενδιαφέροντος επί του παρόντος, λόγω της υπογραφής της καταπτύστου συμφωνίας των Πρεσπών, είναι τα σημεία που αφορούσαν τα ελληνικά συμφέροντα και δίκαια σε Μακεδονία και Θράκη, μεγάλα τμήματα των οποίων εξ αιτίας της ήττας της Ελλάδος και της συμμαχίας Βουλγαρίας-Γερμανίας είχαν περιέλθει υπό βουλγαρική διοίκηση. Στο πρώτο κεφάλαιο λοιπόν, ως λόγος επιβάλλων τον πολιτικό προσανατολισμό της Ελλάδος προς την Γερμανία, επισημαινόταν ο πανσλαυιστικός κίνδυνος ο οποίος υπό κομμουνιστικό μανδύα αυτήν την φορά και την καθοδήγηση της σοβιετικής Ρωσίας, απειλούσε και πάλι την Ελλάδα, συμφέρον της οποίας ήταν να συνταχθεί στο πλευρό της Γερμανίας, η οποία πολεμούσε εναντίον αυτού του κοινού εχθρού στο ανατολικό μέτωπο.
Ως εμπόδιο αναγνωριζόταν η γερμανοβουλγαρική συμμαχία και οι βουλγαρικές βλέψεις επί ελληνικών εδαφών. Οι συντάκτες του υπομνήματος αντετίθεντο κατηγορηματικώς στην απόσπαση εδαφών από την Ελλάδα και αιτιολογούσαν την θέση τους υποστηρίζοντας ότι αυτά αποτελούσαν ζωτικό χώρο για την Ελλάδα, η οποία δίχως αυτά θα ασφυκτιούσε και εν τέλει δεν υπήρχε περίπτωση να αποτελέσει έναν αξιόπιστο και ισχυρό σύμμαχο της Γερμανίας στην νοτιανατολική Ευρώπη. Αντιθέτως η Βουλγαρία, κατά την γνώμη τους, κατείχε ήδη εκτάσεις πλούσιες σε πλουτοπαραγωγικές πηγές, ικανές να τροφοδοτούν τον πληθυσμό της και να υποστηρίζουν την οικονομία της και χρειαζόταν μόνο οικονομική/εμπορική δίοδο προς το Αιγαίο, η οποία ασφαλώς θα μπορούσε να της παραχωρηθεί μέσω αμοιβαίως επωφελών συμφωνιών με την Ελλάδα. Η αφαίρεση των εδαφών αυτών από την Ελλάδα θα ήταν πράξη σκληρότατη και άδικη, ανάλογη με την αδικία που βίωσε η Γερμανία το 1918 με την αφαίρεση εδαφών και την υπαγωγή 13.000.000 Γερμανών υπό ξένη διοίκηση. Επιπλέον προτεινόταν η προσάρτηση εδαφών της σερβοκρατούμενης Μακεδονίας στην Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα των περιφερειών Δοϊράνης, Στρωμνίτσης, Μοναστηρίου, Περλεπέ καθώς και η παραχώρηση άλλου μέρους της στην Βουλγαρία ώστε να παραιτηθεί από τις αξιώσεις της επί ελληνικών εδαφών. Η προσάρτηση αυτών των εδαφών θα καθιστούσε την Ελλάδα κράτος οικονομικά βιώσιμο και ικανό να υποστηρίξει την Μεσευρώπη και το λεκανοπέδιο του Δουνάβεως καθώς και την Νέα Ευρώπη που θα προέκυπτε μετά το τέλος του πολέμου. Αντιθέτως η δημιουργία και ενίσχυση σλαβογενών κρατών στην Μεσευρώπη και στην νοτιοανατολική Ευρώπη θα ήταν καταστροφική, διότι αυτά με την πρώτη ευκαιρία θα εστρέφοντο προς την σοβιετική Ρωσία.
Προς ενίσχυση της θέσεως τους οι Ε/Σ της Οργανώσεως Ελλήνων Ε/Σ Μακεδονίας-Θράκης επικαλούνταν τα εθνολογικά στοιχεία του σημειώματος στο τέλος του υπομνήματος, όπου έβγαζαν το συμπέρασμα ότι, βάσει των στοιχείων, οι περιοχές Σερρών, Δράμας, Ξάνθης, Κομοτηνής και Αλεξανδρουπόλεως, στις οποίες ουδεμία βουλγαρική μειονότης υπήρχε, κατοικούνταν υπό 850.000 Ελλήνων ενώ στην ίδια την Βουλγαρία υπήρχε ελληνικός πληθυσμός ανερχόμενος σε περίπου 70.000.
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η επιχειρηματολογία των συντακτών του υπομνήματος συνεδύαζε πολιτικά και ιδεολογικά στοιχεία καθώς και ανάλυση των γεωπολιτικών-γεωοικονομικών δεδομένων. Χωρίς να είναι εύκολο να παρακολουθήσει κανείς την μετέπειτα διαδρομή των ηγετών και των μελών της συγκεκριμένης οργανώσεως (καθώς δεν έλλειπαν εκείνη την εποχή και διάφοροι συμφεροντολόγοι και καιροσκόποι), είναι βέβαιον ότι το υπόμνημα εντάσσεται στο πλαίσιο του ανταγωνισμού διαφόρων ομοειδών ομάδων για την εξασφάλιση της υποστηρίξεως από την γερμανική πλευρά. Παρ’ όλο που αποτελεί κείμενο μίας συγκεκριμένης οργανώσεως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι αντικατοπτρίζει τις απόψεις επί του θέματος όλων των Ελλήνων Ε/Σ της εποχής εκείνης, που ασφαλώς βρίσκονται στον αντίποδα των απόψεων, σχεδιασμών και συμπεφωνημένης πολιτικής των εν Ελλάδι αχυρανθρώπων-πρακτόρων της Σοβιετίας που έκαναν το παν για την εκχώρηση της Μακεδονίας τους Βουλγάρους σφετεριστές και δημίους της .
Μέχρι την έκδοση ολόκληρου του σημαντικού αυτού ιστορικού αυτού τεκμηρίου παρουσιάζουμε ενδεικτικώς τις πρώτες σελίδες του “Υπομνήματος”.