3ον ἔνθεμα τῆς σειρᾶς ἀφιερωμάτων στὴν ἀθάνατη Ἐθνεγερσίαν τῶν Ἑλλήνων κατὰ τοῦ ἀλλοφύλου ζυγοῦ ἐπὶ τῇ ἐπετείῳ διακοσίων ἐτῶν.
Σαββάτο ἔβαλαν βουλή οἱ Κλέφτες κι οἱ Ἀρματολοί
– μιὰν ἡμέρα σὰν σήμερα καλὴ ὥρα – ποὺ ἀκόμη ἐπίσης ἔχουμε καὶ τὴν Ἑαρινὴν Ἰσημερίαν (στὶς 11:37 π.μ. ἀκριβῶς)!
Μία ἐξαιρετικὴ ἐκτέλεσις προεξάρχοντος τοῦ Γιάννου Παυλόπουλου:
Σαββάτο βάλανε βουλή οἱ Κλέφτες κι οἱ Ἀρματολοί
Παραθέτουμε ἐπίσης καὶ μίαν πανέμορφη ἐκτέλεσιν ὑπὸ ταλαντούχου νεαρᾶς τραγουδιστρίας
Τὸ τραγοῦδι ἀναφέρεται εἰς σύσκεψιν καπεταναίων κλεφταρματολῶν καὶ δὴ καὶ τῶν Κολοκοτρωναίων, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀποφασίζουν νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τῶν Τούρκων προσβάλλοντες διάφορα σημεῖα ταὐτοχρόνως.
Τὰ ἀναφερόμενα τοπωνύμια ὑποδηλώνουν ὅτι οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις ἔγιναν στὴν Κεντρικὴ Πελοπόννησο. Ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, τοῦ ὁποίου ὁ ἡγετικὸς ρόλος, ἡ πολεμικὴ ἐμπειρία καὶ ἡ στρατηγική ἰδιοφυΐα ἀνεγνωρίσθησαν ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες τῆς Ἐπαναστάσεως, πάσχιζε νὰ μεταμορφώσῃ τοὺς ἀπείρους καὶ ἀσυντονίστους ἐπαναστάτες σὲ πειθαρχημένα στρατιωτικὰ σώματα καὶ νὰ ἐνσταλάξῃ σ᾿ αὐτὰ τὴν συνείδησι τῆς πειθαρχίας καὶ τοῦ καθήκοντος.
Γράφει ὁ Γέρος τοῦ Μορηᾶ στὰ Ἀπομνημονεύματά του:
«Ἐγώ ἐκοιμόμουν στὸ Βαλτέτσι, ἐγευμάτιζα στὴν Πιάνα κι ἐδείπναγα εἰς τὸ Χρυσοβίτσι».
«Σαββάτο ἔβαλαν βουλὴ οἱ κλέφτες κι οἱ ἀρματολοί,
τέσσερις καπεταναῖοι κι ὅλοι οἱ Κολοκοτρωναῖοι.
Μέσ᾿ τοῦ Τσαλντῆ ἐπήγανε κι ὅλοι μαζὶ μιλήσανε,
μὲ γυμνὰ σπαθιὰ στὰ χέρια καὶ πετᾶν σὰν περιστέρια.
Ὅλοι μαζὶ μιλήσανε κι ἐκεῖ τὰ συμφωνήσανε
γιὰ νὰ πᾶν᾿ νὰ πολεμήσουν καὶ τοὺς Τούρκους νὰ νικήσουν.
Ὁ Γιάννος πάει στῆς Αἰμυαλοῦς*, καημένε Γιάννο μ᾿ δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
καὶ ὁ Πᾶνος πάει στὴν Πιάνα, πάει στὴ δόλια του τὴν μάνα.
Κι ὁ Θοδωράκης ξεκινᾷ γιὰ τῆς Κλεινίτσας τὰ βουνά
καὶ τοὺς Τούρκους γιὰ νὰ κλείσῃ ὅλους μέσ᾿ στὸ μετερίζι.»
*Ἀναφέρεται στὴν ἐπιβλητικῶς κρημνώδη περιοχὴ τῆς Μονῆς Αἰμυαλῶν, 3 χλμ. ἀπὸ Δημητσάνα, στὸ περίφημο φαράγγι τοῦ Λούσιου – κλασσικὴν περίπτωσιν ἰδεώδους τοποθεσίας γιὰ ἐνέδρα.