Μεγάλη διάσταση έλαβε στα ελληνικά και τα διεθνή μ.μ.ε. η πρόσφατη δημοσία λεκτική αντιπαράθεση Δένδια – Τσαβούσολγου κατά την διάρκεια της επισκέψεως του Έλληνος Υπουργού των Εξωτερικών στην Τουρκία στο πλαίσιο των προσφάτων συνομιλιών με την γείτονα χώρα, επίσκεψη η οποία φαίνεται ότι κατέληξε σε ναυάγιο (προσωρινώς τουλάχιστον).
Η συμμετοχή της Ελλάδος σ’ αυτές τις συζητήσεις και διαπραγματεύσεις ήταν ούτως ή άλλως προβληματική εξ αρχής. Φάνταζε δηλαδή αντιφατική η συμμετοχή της Ελλάδος σε συνομιλίες με την Τουρκία το ίδιο διάστημα κατά το οποίο η Τουρκία ουδόλως είχε περιορίσει, ούτε καν για λόγους επιδείξεως στοιχειώδους πνεύματος διπλωματικής αβροφροσύνης, τις συνήθεις, όχι μόνο λεκτικές αλλά και στρατιωτικές εις βάρος της Ελλάδος προκλήσεις (παραβιάσεις του εναερίου χώρου, παραβιάσεις των χωρικών υδάτων, διενεργείας παρανόμων θαλασσίων ερευνών, προωθήσεις μουσουλμάνων μεταναστών-εποίκων, κλπ). Ωστόσο, με δεδομένο ότι οι τουρκικές επιθετικές προκλήσεις κατά το διάστημα των διπλωματικών συνομιλιών, ακόμα και κατά τις παραμονές της επισκέψεως του Έλληνος ΥΠΕΞ στην Τουρκία, αντί να σημειώσουν ύφεση εις ένδειξιν καλής θελήσεως, σημείωσαν απεναντίας κλιμάκωση, η αντίδραση του Δένδια στις δηλώσεις Τσαβούσογλου ήταν απολύτως αυτονόητη και επιβεβλημένη. Ιδίως μάλιστα καθώς ο Τούρκος ΥΠΕΞ έδωσε αφορμή κατά την κοινή συνέντευξη τύπου, οπότε προκλητικώς έθεσε μειονοτικό ζήτημα στην Δ. Θράκη, επιμένοντας να χαρακτηρίζει την μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, «τουρκική», κατά παράβαση της συνθήκης της Λωζάνης, η οποία ορθώς προσδιορίζει την μειονότητα ως μουσουλμανική (σε καμία περίπτωση τουρκική), δεδομένου ότι, ως γνωστόν, η μειονότητα αποτελείται από τουλάχιστον τρία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους εθνοτικά στοιχεία, ήτοι: τους τουρκοφώνους (τουρκογενείς ή εξισλμαμισθέντες), τους σλαβοφώνους Πομάκους (πιθανότατα πληθυσμούς αρχαίας θρακικής καταγωγής – σίγουρα όχι τουρκογενείς και σε μεγάλο ποσοστό Αλεβιδικής θρησκευτικής πίστεως) και, τέλος, τους Αθιγγάνους – που Ελληνες ασφαλώς δεν είναι αλλά ούτε και Τούρκοι είναι.
Η στάση του Δένδια, που απλώς τόλμησε να διατυπώσει τα αυτονόητα, να θυμίσει δηλαδή τις πάγιες ελληνικές θέσεις, απαντώντας στις προκλήσεις των Τούρκων που πονηρά προσπαθούν με δημόσιες δηλώσεις τους οι οποίες καταγράφονται ως διπλωματικά προηγούμενα να δημιουργήσουν διπλωματικά τετελεσμένα, από μεν τον τουρκικό (αλλά και τον διεθνή!) τύπο παρουσιάστηκε ως «απροσδόκητα εμπρηστική», από δε την ελληνική κοινή γνώμη έγινε δεκτή ως η αρμόζουσα πατριωτική στάση, ενώ από τον ελληνικό τύπο έγινε δεκτή με ανάμικτες αντιδράσεις. Αρκετά μ.μ.ε. την χαιρέτισαν και την επιδοκίμασαν, πολλά όμως (ιδίως εκείνα που παγίως υπηρετούν την πολιτική της «προσεγγίσεως» και «συγκλίσεως» με την Τουρκία, σε προέκταση του παλαιού κλίματος των «κουμπαριών» του Καραμανλή και των «ζεϊμπέκικων» του Γ. Παπανδρέου) δυσκολεύθηκαν να κρύψουν την αμηχανία και τον προβληματισμό τους (αν όχι και τον εκνευρισμό και την απογοήτευσή τους…) για το διαφαινόμενο ναυάγιο των «επαφών», επαφών που απλώς κινούνται στην λογική «φινλανδοποιήσεως» της Ελλάδος, ήτοι, στην καλύτερη περίπτωση, της δορυφοροποιήσεώς της και στην χειρότερη, της πλήρους υποταγής της Ελλάδος στον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό.
Μία άλλη διάσταση που ανεδείχθη από μερίδα (του αντιπολιτευομένου κυρίως) τύπου ήταν το ερώτημα περί του κατά πόσο η στάση του Δένδια ήταν μία αυθόρμητη αντίδραση της στιγμής, που απέκτησε απρόβλεπτη δυναμική στο πλαίσιο ενός λεκτικού πιγκ-πογκ με τον Τσαβούσογλου ή αν ήταν προσχεδιασμένη και κυρίως αν ήταν προϊόν εκδήλωσης μίας προσωπικής ατζέντας του Δένδια, ή αν ήταν προϊόν συμφωνίας με τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη (γνωστό για τις λιμπεραλιστικές εμμονές του και για την επιθυμία του για τήρηση «σώφρονος» και μετριοπαθούς γραμμής στα ελληνοτουρκικά, σε συμφωνία με την παράδοση ενδοτισμού που είχε κορυφωθεί κατά την περίοδο της διακυβερνήσεως Σημίτη, με δεδομένη άλλωστε την αξιοπρόσεκτα μεγάλη αξιοποίηση από τον Μητσοτάκη πλήθους προσώπων προερχομένων από τον σκληρό πυρήνα του, αλήστου μνήμης, σημιτικού/«εκσυγχρονιστικού» ΠΑΣΟΚ…).
Στο σημείο αυτό τα πράγματα δυσκολεύουν. Όσο είναι δύσκολο να φανταστούμε τον ακραίο λιμπεραλιστή και αμερικανόδουλο Μητσοτάκη να υιοθετεί εθνικές θέσεις, άλλο τόσο παράδοξο είναι να φανταστούμε να υιοθετεί εθνικές θέσεις ο μασόνος, αμερικανόδουλος και ακραίος φιλοσιωνιστής Δένδιας (για τον οποίο δεν πρέπει να λησμονηθεί ο καθοριστικός, κομβικός ρόλος του, στην εξύφανση της εναντίον της Χ.Α. δικαστικής σκευωρίας και στην απαρχή των διώξεων εναντίον εθνικιστών).
Κατά συνέπεια, τα πράγματα δεν είναι τόσο προφανή όσο ίσως πολλοί, επιφανειακώς κοιτάζοντάς τα, νομίζουν ότι είναι…
Είτε σε συνεννόηση με τον Μητσοτάκη, είτε αυτοβούλως, ακολουθώντας ίσως μία προσωπική ατζέντα, φιλοτεχνώντας αρχηγικό προφίλ και επενδύοντας στο μέλλον, στο πλαίσιο ατομικών (μωρο)φιλοδοξιών ανελίξεώς του στην πολιτική σκηνή, ο Δένδιας (ο οποίος, ως γνωστόν, θεωρείται μεταξύ των πιθανών διαδόχων του Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ., εφ’ όσον ο τελευταίος αποσυρθεί), είναι βέβαιο ότι είχε την επίνευση του Αμερικανικού ή/και του Ισραηλινού παράγοντος, προ της δημοσίας επιδείξεως αυτής της στάσεως έναντι του Τσαβούσολγου, επί τουρκικού μάλιστα εδάφους. Είναι εντελώς απίθανο να ενήργησε από ιδία πρωτοβουλία. Ωστόσο, έχοντας εθιστεί η ελληνική κοινή γνώμη στις ταπεινώσεις, τις αλλεπάλληλες νεο-οθωμανικές ροχάλες και καρπαζιές επί σειρά πολλών ετών, βλέποντας αίφνης το ελαχίστως αυτονόητο, το εξέλαβε ως «υπερήφανη εθνική στάση» και ο Δένδιας αντιμετωπίζεται περίπου ως εθνικός ήρωας, πράγμα που προκαλεί τουλάχιστον θυμηδία…
Ας μην απατώνται όμως οι αφελείς. Την ίδια ώρα που επεδείχθη αυτή η (λεκτικώς) «υπερήφανη» στάση, ολόκληρες μουσουλμανικές πόλεις κτίζονται στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου από το «Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής» του ελληνωνύμου κράτους (!) προκειμένου να υποδεχτούν και να στεγάσουν τα μιλιούνια των μεταναστών-εποίκων που σπρώχνει καθημερινώς η Τουρκία (τη αρωγή των ΜΚΟ του Σόρρος) ακριβώς για να διαταράξει και σταδιακώς ανατρέψει την δημογραφική σύνθεση των ελληνικών νησιών οδηγώντας στον αφελληνισμό τους! Μην εκπλαγούν λοιπόν οι αφελείς αν σύντομα δουν τον Δένδια να κάνει «γαργάρα» τα όσα είπε στην Άγκυρα, υπαναχωρήσει και επανέλθει στην γραμμή του συνήθους «ρεαλισμού» δηλαδή του ενδοτικού συμβιβασμού.
Η οξυδερκής γεωπολιτική προσέγγιση του μεγαλοφυούς και προφητικού στοχαστού Παναγιώτη Κονδύλη αναφορικώς με την δυναμική των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα πρέπει να είναι η σταθερά πυξίδα και το εργαλείο αναλύσεως και ερμηνείας εκ μέρους μας των πολλών επί μέρους επεισοδίων της ελληνοτουρκικής διενέξεως, η οποία, κατά τον Κονδύλη, αναποφεύκτως, προϊόντος του χρόνου, θα ενταθεί και θα οδηγήσει μοιραία σε σύγκρουση.
Σημειώνουμε στο σημείο αυτό την σημαντική λεπτομέρεια που ελάχιστοι πρόσεξαν. Ελάχιστα προ της αναχωρήσεώς του για την επεισοδιακή, όπως απεδείχθη, επίσκεψή του στην Τουρκία, ο Δένδιας εδέχθη επίσκεψη στο γραφείο του από τον Αμερικανό πρεσβευτή Τζ. Πάιατ. Αυτό νομίζω από μόνο του εξηγεί τίνος τα συμφέροντα πρακτορεύοντας επέδειξε την συγκεκριμένη «υπερήφανη» στάση έναντι του Τσαβούσογλου ο Δένδιας. Γιατί όμως, εν προκειμένω, οι ΗΠΑ, διά του Δένδια, αποφάσισαν την άσκηση τέτοιας πιέσεως στην Τουρκία;
Προσπαθώντας να κοιτάξουμε την ευρύτερη εικόνα, ώστε να εξαχθούν τα ορθά συμπεράσματα δεν πρέπει να αφήσουμε απαρατήρητη την πολύ πρόσφατη επιστολή διαμαρτυρίας 104 ανωτάτων αποστράτων στελεχών του τουρκικού πολεμικού ναυτικού (ναυάρχων, κλπ) την οποία απέστειλαν στον Ερντογάν με σκοπό να επισημάνουν τον μέγιστο (κατ’ αυτούς) κίνδυνο που συνιστά η, διά της υλοποιήσεως του υπερφιλοδόξου σχεδίου του Ερντογάν για διάνοιξη καναλιού από τον Εύξεινο Πόντο στην Ραιδεστό (παρακάμπτοντας τα στενά), ανατροπή της Συνθήκης του Μοντρέ η οποία, ως γνωστόν, ορίζει το διεθνές καθεστώς ελευθέρας ναυσιπλοΐας στα στενά Βοσπόρου-Δαρδανελλίων. Ανατροπή της συμβάσεως του Μοντρέ επιφέρει τεράστια προβλήματα τόσο στην Ρωσία όσο και στις ΗΠΑ, οι οποίες ήδη εξέφρασαν την απόλυτη αντίθεσή τους στα σχέδια αυτά του Ερντογάν. Η διάνοιξη ενός τέτοιου by-pass καναλιού, που εμπράκτως ακυρώνει την σύμβαση του Μοντρέ, αποτελεί ένα ακόμα σκαλί στην σκάλα του νεο-οθωμανικού παραληρήματος μεγαλείου του Ρ.Τ. Ερντογάν…
Οι 104 Τούρκοι ναύαρχοι ε.α. (που ανήκουν στο ξεδοντιασμένο πλέον, παλαιό φιλοδυτικό κεμαλικό κατεστημένο των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων) δεν είναι προφανώς ηλίθιοι ώστε να λαμβάνουν τέτοιο ρίσκο εκφράσεως κριτικής εναντίον μίας αποφάσεως του Ερντογάν, σε εποχή μάλιστα απηνών διώξεων και φυλακίσεων όσων ασκούν κριτική στην πολιτική του νεο-σουλτάνου, αν δεν είχαν ισχυρές «πλάτες», αν δεν είχαν δηλαδή εκ των προτέρων διαβεβαιώσεις και διασφαλίσεις (προφανώς από τις ΗΠΑ).
Επίσης, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ελάχιστες μέρες παρήλθαν από το θεαματικό καψόνι σε συμβολικό/επικοινωνιακό επίπεδο που σχεδίασε ο Ερντογάν για να ταπεινώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πρόσωπο της Προέδρου της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κατά την υποδοχή της τελευταίας (από κοινού με τον Σαρλ Μισέλ) στην Άγκυρα, οπότε, κατά την επίσημη συνάντηση δεν προέβλεψε κάθισμα για εκείνη αφήνοντάς την αμήχανη να ψάχνει που να καθίσει! Οι αλγεινές εντυπώσεις από την προσβλητική στάση του Ερντογάν οδήγησαν μέχρι και τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι να προβεί σε σκληρές δηλώσεις εναντίον του Ερντογάν, παρά τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα της Ιταλίας στην Τουρκία που εν πολλοίς καθορίζουν και την εν γένει φιλοτουρκική έως τώρα πολιτική της Ιταλίας.
Η ανάλυση και οι προβλέψεις μας θα είναι λοιπόν ακριβείς μόνο εφ’ όσον λαμβάνουν εξ αρχής ως δεδομένο ότι το παρόν «δημοκρατικό» πολιτικό κατεστημένο στην Ελλάδα είναι πλήρως και δουλικώς υποταγμένο στις αμερικανο-νατοϊκές επιταγές. Η ελλαδική πολιτική τάξη αποτελεί πιστή θεραπαινίδα – απόφυση του δυτικού συστήματος και μόνο υπό το φως αυτής της αναγνωρίσεως θα πρέπει να αποτιμώνται οι ενέργειες παραγόντων όπως ο Δένδιας. Συγκυριακώς λοιπόν εκφράζοντας την Ελλάδα και περισσότερο εκφράζοντας συνολικώς το δυτικό Σύστημα, που ήθελε να δείξει την δυσφορία του προς τον Ερντογάν, ενήργησε ο Δένδιας. Έχει όμως και εντός αυτού του πλαισίου την σημασία της μία τέτοια στάση, λόγω της δυναμικής που ενδέχεται να προκαλέσει, εφ’ όσον έχει συνέχεια και δεν ακυρωθεί σύντομα με υπαναχωρήσεις και «διορθώσεις»…
Υπάρχει λοιπόν η πιθανότης το δυτικό Σύστημα (και κυρίως οι ΗΠΑ) να ευνοήσει συγκυριακώς την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας, στην παρούσα φάση, κατά τρόπο ανάλογο με ό,τι συνέβη πριν έναν αιώνα. Αναφερόμαστε στην υποστήριξη που συγκυριακώς παρέσχε η Μ. Βρετανία στην Ελλάδα εις βάρος της Τουρκίας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδηγώντας στο να τεθεί προσωρινώς υπό Ελληνικό έλεγχο η ανατολική Θράκη και η Ιωνία (δυτικά παράλια Μ. Ασίας με πλήθος τότε ελληνικών πόλεων και πληθυσμών εν γένει) μέχρι την άδοξη μικρασιατική καταστροφή. Δηλαδή, επειδή συγκυριακώς τα συμφέροντα των ΗΠΑ (διαδόχου της Μ. Βρετανίας ως παγκόσμια θαλασσία δύναμις) συμβαίνει αυτή την εποχή να συνδέονται με τα Ελληνικά, να χρησιμοποιήσουν οι ΗΠΑ την Ελλάδα ως μέσο για να πλήξουν και να ακυρώσουν τους μεγαλομανείς σχεδιασμούς του Ερντογάν που τείνει να καταστεί απολύτως ανεξέλεγκτος και σταθερά τυραννικός. Τα πράγματα βεβαίως περιπλέκει ακόμα περισσότερο η ρωσο-ουκρανική όξυνση του τελευταίου διαστήματος που συνιστά έναν πρόσθετο γεωπολιτικό παράγοντα ανωμαλίας, καθώς καθιστά την Τουρκία περισσότερο απαραίτητη για το ΝΑΤΟ λόγω γειτνιάσεως.
Ο χρόνος θα δείξει. Το βέβαιο είναι ότι, λόγω της αδυσώπητης πραγματικότητος που συνιστά η γεωγραφία, η δυναμική της σχέσεως Ελλάδος-Τουρκίας, ανεξαρτήτως περιπτωσιακών συμβάντων, είναι αναποδράστως συγκρουσιακή.
Με δεδομένο τον γιγαντισμό της Τουρκίας (πληθυσμιακό, οικονομικό-βιομηχανικό, στρατιωτικό, κλπ), δίπλα σε μία γηράσκουσα Ελλάδα, πληθυσμιακώς συρρικνουμένη, είτε η Τουρκία θα καταβροχθίσει την Ελλάδα, είτε η Τουρκία θα διαλυθεί υπό το βάρος των υπαρκτών και εντεινομένων αντιθέσεων στο εσωτερικό της (εθνογλωσσικών, θρησκευτικών, πολιτισμικών) και κυρίως σε περίπτωση που δημιουργηθεί Κουρδικό κράτος. Σε μία τέτοια περίπτωση ακόμα και η πλήρης διάλυση της Τουρκίας θα πρέπει να θεωρείται πιθανή – πάντως θα ήταν καλό να την επιδιώξουμε, διότι αν αυτό δεν συμβεί (η διάλυση της Τουρκίας) η υπόσταση του ελληνικού κράτους ως ακεραίας και ανεξαρτήτου πολιτικής οντότητος θα τεθεί εν αμφιβόλω.
Το συνολικό σκηνικό και η κατανομή ισχύος είναι τέτοια ώστε μοιάζει αδύνατο να εξελιχθούν ομαλά τα πράγματα. Είτε η Τουρκία θα συνεχίσει την διαδικασία ενδυναμώσεως, εξαπλώσεως και επεκτάσεως της επιρροής της, την οποία ακολουθεί τα τελευταία χρόνια, καθιστάμενη έτσι περιφερειακή υπερδύναμη, ηγεμονεύουσα στο σύνολο των μουσουλμανικών χωρών όπως επιθυμεί ή, επειδή ούτε το Ισραήλ, ούτε το Ιράν, ούτε η Αίγυπτος, ούτε η Σ.Αραβία, ούτε η Ρωσία, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Γαλλία, για διαφορετικούς λόγους η κάθε μία και παρά τις μεταξύ τους τεράστιες αντιθέσεις, σε καμία περίπτωση δεν θα επέτρεπαν μία τέτοια ενδυνάμωση και ανεξαρτητοποίηση της Τουρκίας, ενδέχεται να τεθούν σε κίνηση διαδικασίες διαλύσεως του, ούτως ή άλλως εδρασμένου σε σαθρά θεμέλια (λόγω του πλήθους των ετεροκλήτων εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που καταπιέζει εντός του), τουρκικού κράτους. Μία τέτοια συνθήκη θα συνιστούσε τεραστία, μοναδική ευκαιρία για τον Ελληνισμό. Θα προϋπέθετε όμως την ύπαρξη ηγεσίας πατριωτικής, στιβαρής και αποφασιστικής αλλά και λαό ακμαίο, αναλόγως εμφορούμενο από αισθήματα φιλοπατρίας και αγωνιστικότητος.
Δυστυχώς γνωρίζουμε καλά ότι η σύγχρονη Ελλάς στερείται δραματικώς τόσο ηγετών όσο και λαού με τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά. Κι αυτό συνοψίζει την τραγωδία του συγχρόνου Ελληνισμού…