Ήταν το (μακρινό πια…) 1992 όταν εξεδόθη το διάσημο, ευρέως επιδραστικό βιβλίο του Francis Fukuyama με τίτλο The End of History and the Last Man. Στο πολυσυζητημένο εκείνο βιβλίο ο, ιαπωνικής καταγωγής πολιτικός φιλόσοφος και συγγραφέας, καθηγητής του πανεπιστημίου Stanford των Η.Π.Α., διατύπωνε – κάπως προκλητικώς – την άποψη ότι η (πρόσφατη τότε) κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ. και συνολικώς του κομμουνιστικού συστήματος, σηματοδοτούσε το τέλος μίας σειράς ιστορικών αλλαγών που ισοδυναμούσαν με το τέρμα μίας μακράς ιστορικής εξελίξεως του παγκοσμίου πολιτισμού, ο οποίος, σε πολιτικό επίπεδο, ελάμβανε (οριστικά όπως διετείνετο ο Fukuyama) τον χαρακτήρα του θριάμβου της αστικής φιλελεύθερης δημοκρατίας, που ο Fukuyama διέκρινε ότι είχε οριστικώς επικρατήσει σε παγκόσμιο επίπεδο, χωρίς μάλιστα να διαφαίνονται προοπτικές για περαιτέρω μεταβολές ή ανατροπές στο μέλλον. [Fukuyama, Francis: Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος. Εκδόσεις Λιβάνη. Αθήνα, 1993].
Η τοποθέτηση αυτή του Fukuyama δίχασε αρκετά το κοινό, επιστημονικό και μη. Από άλλους αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό (ιδίως από την πολιτική ελίτ της ηγεμονευούσης πολιτικής τάξεως των Η.Π.Α. η οποία εξ αυτού του δόγματος αφορμώμενη, εξαπέλυσε, έκτοτε, σειρά πολεμικών επιχειρήσεων απανταχού της γης προς εξαγωγήν και επιβολήν της …δημοκρατίας) και από άλλους με επιφύλαξη και σκεπτικισμό, χωρίς βεβαίως να λείψουν και φωνές συνολικής απορρίψεως της θεωρίας του «Τέλους της Ιστορίας». Η πιο διάσημη απάντηση προήλθε από τον επίσης Αμερικανό καθηγητή (και δάσκαλο του Fukuyama στο Harvard!) Samuel Huntington, ο οποίος εξέδωσε, περίπου την ίδια εποχή, το επίσης ιδιαιτέρως επιδραστικό και πολυσυζητημένο σύγγραμμα The clash of civilizations and the remaking of world order, [Huntington, Samuel: Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης. Εκδόσεις Πατάκης, 2017] στο οποίο, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Fukuyama, διετύπωνε την άποψη ότι, κανένα τέλος της ιστορίας δεν σηματοδοτούσαν η κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος και το τέλος του «ψυχρού πολέμου» παρά μόνον ίσως μία ιστορική καμπή της οποίας διαφαινομένη συνέχεια θα ήταν μία μεγάλης κλίμακος σύγκρουση στην βάση ριζικών πολιτισμικών αντιθέσεων. Η σχετική συζήτηση δεν έχει τερματιστεί καθώς, προϊόντος του χρόνου, οι παγκόσμιες εξελίξεις δεν έχουν παύσει να την τροφοδοτούν ποικιλοτρόπως. Ο Huntington εν τω μεταξύ απεβίωσε, αν και το έργο του επιβιώνει και επαληθεύεται θριαμβευτικώς. Ο Fukuyama, ο οποίος παραμένει εν ζωή και ενεργός ακαδημαϊκώς (επεσκέφθη μάλιστα προσφάτως την Ελλάδα όπου αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ), στο τελευταίο σύγγραμμά του με το τίτλο «Ταυτότητα», αναθεώρησε πολλές από τις προηγούμενες διαπιστώσεις του, τις οποίες είχε διατυπώσει στο «Τέλος της ιστορίας», αναδιπλούμενος σε τοποθετήσεις που μάλλον δικαιώνουν (μετά θάνατον) την προσέγγιση του Hantignton.
Το έργο του Huntington καθώς το μελετούμε σήμερα υπό το φως μάλιστα των τελευταίων εξελίξεων στην Ουκρανία, φαντάζει σχεδόν προφητικό, διότι, καίτοι προ τριακονταετίας γραμμένο, περιγράφει εν τούτοις με θαυμαστή ακρίβεια τις δυνάμεις που σήμερα αντιπαλεύουν σε παγκόσμιο επίπεδο, την προέλευση και τις επιδιώξεις τους. Βάσει των όσων ανέλυε ο Huntington στην «Σύγκρουση των πολιτισμών», η, εν εξελίξει αυτές τις ημέρες, ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία μπορεί να γίνει κατανοητή ως μία απολύτως αναμενόμενη, αναπόδραστη ουσιαστικά, ακολουθία, μία ενέργεια την οποία ήταν αδύνατον να αποφύγει η Ρωσία, με δεδομένη την εξώθηση της Ουκρανίας από τους αμερικανονατοϊκούς πάτρωνές της σε εμφανώς και προκλητική αντιρωσική στάση, ευθέως απειλητική της ασφαλείας της Ρωσίας, εφ’ όσον η Ουκρανία θα εγένετο δεκτή στο ΝΑΤΟ, όπως είχε διακηρύξει ότι επεδίωκε. Διότι, σύμφωνα με τον Huntington (o οποίος εν πολλοίς συνέχισε την ιστορικοφιλοσοφική παράδοση του Oswald Spengler), η Ουκρανία αποτελεί μία κατ’ εξοχήν διχασμένη χώρα, μία χώρα μετεωριζόμενη στο όριο των «τεκτονικών πλακών» δύο πολιτισμών (του δυτικοευρωπαϊκού και του ορθόδοξου-ρωσικού).
Παρακολουθούμε λοιπόν αυτές τις μέρες, με εντονότατη αγωνία και θλίψη, την εξέλιξη της ρωσο-ουκρανικής συγκρούσεως (ενός κατ’ ουσίαν εμφυλίου πολέμου, λαμβανομένων υπ’ όψιν των κοινών ιστορικών καταβολών των δύο αυτών συγγενών λαών) που ξεκίνησε ως αποτέλεσμα της αιφνιδιαστικής κινήσεως του προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλαδίμηρου Πούτιν, να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία των δύο αυτονόμων περιοχών της ουκρανικής επικρατείας που συνορεύουν με την Ρωσική Ομοσπονδία, κατοικουμένων από ρωσοφώνους (και ρωσόφρονες), της εν συνεχεία αποστολής στρατευμάτων εκεί, για την προστασία τους, κατόπιν ενός μακροτάτου τηλεοπτικού διαγγέλματος που περιελάμβανε πλήθος σημαντικών ιστορικών αναφορών για το παρελθόν της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της (διαδόχου της) Ε.Σ.Σ.Δ. και, επίσης, την δριμεία κριτική στο ΝΑΤΟ και τις Η.Π.Α, τις οποίες ευθέως κατηγόρησε για αθέμιτη καταστρατήγηση παλαιοτέρων συμφωνιών και για προσπάθεια βαθμιαίας περικυκλώσεως της Ρωσίας και ενός διαφαινομένου γεωστρατηγικού στραγγαλισμού της. Τελικώς η Ρωσία «διέβη τον Ρουβίκωνα» εξαπολύοντας αιφνιδιαστική εισβολή με την μορφή κεραυνοβόλου πολέμου εναντίον της ουκρανικής επικράτειας, από τρία σημεία (από βορρά μέσω Λευκορωσίας, από ανατολάς στη περιοχή του βιομηχανικού Χάρκοβο και νοτιότερα στην περιοχή της Μαριούπολης και από τον νότο, μέσω Κριμαίας, προς το ιστορικό λιμάνι της Οδησσού).
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι άδηλο πώς θα εξελιχθεί. Παρά τον αρχικό αιφνιδιασμό, οι Ουκρανοί, καθώς φαίνεται, αντιστέκονται σθεναρώς και όχι απλώς το στράτευμα αλλά ο απλός λαός. Η στρατιωτική υπεροχή της Ρωσίας είναι δεδομένη, ωστόσο η πιθανότητα να εγκλωβιστούν τα στρατεύματά της σε ένα αδιέξοδο τέλμα φθοροποιού ανταρτοπολέμου εντός αστικών ιστών καραδοκεί.
Ενώπιον αυτής της συγκρούσεως, οι εθνικιστές, (και) στην Ελλάδα, εμφανίζονται μπερδεμένοι ή διχασμένοι, πράγμα που δεν είναι περίεργο. Πολλοί, ρωτούν κι εμάς: είστε με την Ρωσία ή την Ουκρανία; Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Διότι η απάντηση είναι διαφορετική αν κανείς εστιάσει στο μικροεπίπεδο και διαφορετική αν εστιάσει στο μακροεπίπεδο. Αν εστιάσουμε στενά σε ανθρώπινο επίπεδο στην σύγκρουση Ουκρανίας-Ρωσίας, τασσόμεθα συναισθηματικώς στο πλευρό των Ουκρανών, ενός λαού που δέχεται στρατιωτική επίθεση και εισβολή από έναν υπέρτερο στρατιωτικώς αντίπαλο (την Ρωσία) που επιβουλεύεται την ανεξαρτησία του μικρότερου γείτονά της (της Ουκρανίας). Επιπροσθέτως, στην Ουκρανία δραστηριοποιούνται εθνικιστικές ομάδες με σαφή εθνικοσοσιαλιστικό προσανατολισμό, όπως το (προβαλλόμενο από τους δημοσιογράφους ως «ναζιστικό») κίνημα «Αζόφ» με μέλη του οποίου, είχαν επαφές και κοινή παρουσία σε πανευρωπαϊκές εθνικιστικές εκδηλώσεις (π.χ. στην μεγάλη πορεία κατά την εθνική ημέρα της Πολωνίας, στην Βαρσοβία) στελέχη και του δικού μας κινήματος. Συμπάσχουμε με τους Ουκρανούς εθνικιστές και εθνικοσοσιαλιστές και εν συνόλω με το ουκρανικό έθνος που πασχίζει για την ελευθερία του έχοντας υποστεί τα πάνδεινα από την μπολσεβικική τυραννία, ιδίως μάλιστα με την απώλεια άνω των 10 εκατομμυρίων (!) νεκρών, αθώων θυμάτων των τεχνητών λιμών στους οποίους καταδίκασε τους Ουκρανούς πρώτα ο Λένιν και μετά ο Στάλιν με την αναγκαστική κολεκτιβοποίηση και την αρπαγή της αγροτικής παραγωγής, κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930. Αυτή την ιστορική «λεπτομέρεια», που εν πολλοίς εξηγεί το άσβεστο μίσος των Ουκρανών για τους Σοβιετικούς (το οποίο εισπράττουν τώρα οι Ρώσοι) παρέλειψε να το επισημάνει ο Πούτιν στην ορθή κατά τα άλλα ιστορική αναδρομή που επεχείρησε, στο ωριαίας διάρκειας πρόσφατο διάγγελμά του.
Αν όμως στο μικροεπίπεδο το δίκαιο είναι με το μέρος των Ουκρανών, στο μακροεπίπεδο τα πράγματα αλλάζουν. Διότι η ιθύνουσα τάξη του Κιέβου, προεξάρχοντος του φαιδρού Εβραίου γελωτοποιού που παριστάνει τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Ζελένσκι, εκτελεί τις εντολές και υλοποιεί τους σχεδιασμούς της Ν.Π.Τ.Π. ως πειθήνια μαριονέτα των αμερικανοσιωνιστών. Αν λοιπόν εξετάσουμε την κατάσταση στο μακροεπίπεδο, ήτοι σε πλανητικό επίπεδο, είναι εμφανής η προσπάθεια των ΗΠΑ να στραγγαλίσουν την Ρωσία διά της επεκτάσεως του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, δηλαδή επιδιώκοντας να μεταφέρουν επιθετικά όπλα πολύ κοντά στην καρδιά της Ρωσίας. Αυτός είναι άλλωστε ο κύριος λόγος της ρωσικής επεμβάσεως, ο οποίος, εξ αυτού, μπορεί να θεωρηθεί θεμιτός. Διότι κατά την περίοδο καταρρεύσεως του ανατολικού συστήματος και εν όψει της επανενώσεως τότε (1990) των δύο Γερμανιών, οι ΗΠΑ είχαν παράσχει ισχυρές διαβεβαιώσεις στην κλυδωνιζόμενη Ε.Σ.Σ.Δ., δεσμευόμενες ότι δεν επρόκειτο το ΝΑΤΟ να επεκταθεί προς ανατολάς και ότι δεν θα εδέχετο χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας στους κόλπους του. Αυτή η συμφωνία ουδόλως ετηρήθη από πλευράς του ΝΑΤΟ. Εκμεταλλευόμενες την πρόσκαιρη αδυναμία της Ρωσίας, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος, οι ΗΠΑ, παραβιάζοντας κατάφορα εκείνη την συμφωνία, ενέταξαν προοδευτικώς στο ΝΑΤΟ (έναν εξ ορισμού και εξ αντικειμένου αντιρωσικό στρατιωτικό συνασπισμό!) όλες της χώρες της Ανατολικής Ευρώπης (που ήταν πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας) – και όχι μόνο! Άρχισαν κατόπιν να εντάσσουν την μία μετά την άλλη και τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες – αρχικώς τις χώρες της Βαλτικής (Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία)… Εν συνεχεία προσπάθησαν ανεπιτυχώς (λόγω της ρωσικής αμέσου στρατιωτικής αντιδράσεως) να κάνουν το ίδιο με την Γεωργία. Τωρα επεχείρησαν το μεγάλο βήμα, προωθώντας την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Ουκρανίας δηλαδή απειλώντας να μπήξουν ένα γεωστρατηγικό καρφί στο μάτι της Ρωσίας. Αυτό για την Ρωσία ήταν απολύτως αδιανόητο, τόσο για αντικειμενικούς λόγους (δυνατότητα του ΝΑΤΟ να μεταφέρει βαλλιστικούς πυραύλους πολύ κοντά στην καρδιά της Ρωσίας) όσο και για ιστορικούς λόγους, δεδομένου ότι το πρώτο ρωσικό βασίλειο, όταν δηλαδή στα τέλη του 10ου αιώνα το ρωσικό έθνος εισήλθε στην ιστορία δεχόμενο την βυζαντινή πολιτισμική επίδραση και κηδεμονία, είχε ως πρωτεύουσα το Κίεβο!
Γιατί όμως οι Αμερικανοί προκάλεσαν, υποδαύλισαν και τροφοδότησαν αυτή την σύγκρουση; Απάντηση: για να παρατείνουν την εκ μέρους των πολιτικο-στρατιωτική κηδεμόνευση της Ευρώπης και παραλλήλως για να τορπιλίσουν την διαφαινομένη (οικονομική) προσέγγιση της Ρωσίας με την Ε.Ε. και ειδικότερα με την Γερμανία. Η προσέγγιση αυτή καθιστούσε πιθανή την, προϊόντος του χρόνου, ωρίμανση και διαμόρφωση ενός ευρω-ρωσικού οικονομικού (και εν δυνάμει πολιτικού) συμπλέγματος, ενός δηλαδή οιονεί πόλου παγκοσμίου ισχύος με επίκεντρο την Ευρώπη. Διά της ευρω-ρωσικής προσεγγίσεως η Ευρώπη θα ήταν δυνατόν να απεξαρτηθεί από την μεταπολεμική ασφυκτική αμερικανική κηδεμονία, η δε Ρωσία θα ετίθετο σε ευρωπαϊκή τροχιά. Εξωθώντας όμως τώρα οι ΗΠΑ την Ρωσία σε ριζική αποκοπή από την Ευρώπη, την ωθούν αναγκαστικώς σε κατεύθυνση συνεννοήσεως και συνεργασίας με την Κίνα, ενισχύοντας έτσι τα ασιατικά χαρακτηριστικά της. Αυτό αποτελεί μία πολύ κακή εξέλιξη τόσο για την ίδια την Ρωσία όσο και (πολύ περισσότερο) για την Ευρώπη, η οποία είναι βέβαιο ότι θα είναι η μεγάλη χαμένη αυτής της συγκρούσεως. Όμως και οι (σε πρώτο επίπεδο) κερδισμένες ΗΠΑ, κι αυτές βλακωδώς ενεργούν τελικώς, διότι βραχυπροθέσμως μπορεί μεν να ευνοούνται, σε βάθος χρόνου όμως, θα βρεθούν κι αυτές αντιμέτωπες με τα επίχειρα του βλακώδους εμμονικού αντιρωσισμού τους, διότι θα τεθούν ενώπιον της βεβαίας αμφισβητήσεως της κοσμοκρατορίας τους από το ρωσοκινεζικό δίπολο που καθώς θα αποκρυσταλλωθεί θα καταστεί ακαταμάχητο. Με λίγα λόγια, τοποθετώντας την Ρωσία σε θέση του δαιμονοποιημένου εχθρού, για να διατηρήσουν υπό πλήρη έλεγχο την Ευρώπη, οι Η.Π.Α. μακροπροθέσμως πυροβολούν τα πόδια τους… Αποδεικνύεται πόσο πιο καταστροφική είναι για την ανθρωπότητα η υπονόμευση της προεδρίας του Trump που αν και αλλοπρόσαλλος δεν έπασχε από το σύνδρομο του αντιρωσισμού. Είχε ορθώς αναγνωρίσει την Κίνα ως την κυριότερη μελλοντική απειλή για τις Η.Π.Α. και για την Δύση συνολικώς, αλλά είχε να αντιμετωπίσει εκ των ένδον πόλεμο…
Πάντως, για να επιστρέψουμε στο μικροεπίπεδο της ρωσο-ουκρανικής διενέξεως, αξίζει να επισημάνουμε πόσο πολύ επιδρά στην διαμόρφωση της εθνικής συνειδήσεως και της εθνικής ταυτότητος το ιστορικό παρελθόν. Διότι ο εσωτερικός διχασμός της Ουκρανίας σε αντιρωσική δύση και φιλορωσική ανατολή ανάγεται στο παρελθόν. Το παρελθόν της δυτικής Ουκρανίας συνδέεται στενά με την Πολωνία, την Λιθουανία και της Αυστρουγγαρία, τμήμα των οποίων υπήρξε για μεγάλες περιόδους. Αντιθέτως η ανατολική Ουκρανία υπήρξε για μεγάλα διαστήματα τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, είχε εποικιστεί κατά διαστήματα από Ρώσους και διακρίνεται από την κυριαρχία της ρωσικής γλώσσης έναντι της ουκρανικής που κυριαρχεί στο δυτικό τμήμα της χώρας (γλώσσες πολύ συγγενικές άλλωστε, στα όρια των διαλέκτων). Επίσης, στην δυτική Ουκρανία, έχει την σημασία του και το γεγονός της μεγάλης εξαπλώσεως της εκκλησίας των Ουνιτών (ελληνορρύθμων καθολικών) και της (προσφάτου, αμερικανικής εμπνεύσεως και υποκινήσεως, – διόλου τυχαίο) αναγνωρίσεως από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ορθοδόξου Ουκρανικής εκκλησίας ως αυτοκεφάλου. Αντίθετα, στην ανατολική Ουκρανία, διατηρείται εν πολλοίς η εκκλησιαστική υπαγωγή στο ορθόδοξο ρωσικό Πατριαρχείο της Μόσχας.
Τέλος, δεν πρέπει να διαφεύγει του προσεκτικού μελετητή το γεγονός ότι, κατά την διάρκεια του 2ου παγκοσμίου πολέμου, μεγάλο μέρος των Ουκρανών είδε την Γερμανική εισβολή ως λαμπρή ευκαιρία για την αποτίναξη της σοβιετικής τυραννικής εξουσίας, γι’ αυτό και μεγάλο μέρος του πληθυσμού ετάχθη στο πλευρό των δυνάμεων του Άξονος.
Το πρόσφατο παρελθόν δείχνει ότι η εθνογλωσσική εγγύτης ουδόλως θεραπεύει τα τραυματικά ιστορικά βιώματα. Τρανό παράδειγμα η Γιουγκοσλαβία. Το γεγονός ότι οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι Βόσνιοι έχουν κοινή καταγωγή και ομιλούν την ίδια ακριβώς γλώσσα δεν τους εμπόδισε καθόλου να οδηγηθούν στην αλληλοσφαγή, κατά την δεκαετία του 1990, καθώς το ιστορικό παρελθόν και το θρησκευτικό δόγμα απεδείχθησαν ισχυρότεροι παράγοντες διαιρέσεως. Εκεί, η καθολική Κροατία είχε ένα παρελθόν συνδεδεμένο με την Αυστουγγρική Αυτοκρατορία (των Αψβούργων) ενώ η ορθόδοξη Σερβία υπετάγη στους Οθωμανούς μετά την μάχη του Κοσσυφοπεδίου για να ανακτήσει την ελευθερία της μετά την Σερβική επανάσταση στις αρχές του 19ο αιώνα. Όσο για τους Βοσνίους, αυτοί ήταν Σέρβοι οι οποίοι διά του εξισλαμισμού τους στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, απέκτησαν εντελώς διαφορετική εθνική ταυτότητα, αντίπαλη της σερβικής!
Συμπερασματικώς, για πολλοστή φορά παρακολουθούμε την άκρως τραγική κατάσταση να μάχονται και να αλληλοσκοτώνονται γενναίοι λευκοί, εκτελώντας το πατριωτικό καθήκον τους, εξυπηρετώντας όμως, ταυτόχρονα, άθελα ή εν αγνοία τους, τις δόλιες στοχεύσεις πλανητικών δυνάμεων που απεργάζονται την εξάλειψη του λευκού κόσμου εν συνόλω!
Καταληκτικώς, αξίζει να (ξανα)διαβαστεί προσεκτικά ο Hantington (και ο Spengler), διότι οι διαπιστώσεις τους βοηθούν στην κατανόηση των διεργασιών που συντελούνται στην εποχή μας, καθώς περνούμε, όπως όλα δείχνουν, σε μία νέα ιστορική φάση, χαρακτηριζόμενη από κοσμογονικές μεταβολές, πολιτικές και πολιτισμικές, που θα διαμορφώσουν μία νέα παγκόσμια ισορροπία – άδηλον ποια…
Παρακολουθούμε με προσοχή τις εξελίξεις και θα επανέλθουμε.