Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ
Ο ιδεαλισμός διακηρύττει: “Ο κόσμος είναι παράσταση της νόησης” δηλονότι η Ύπαρξη (κόσμος) είναι συμβεβηκός της Ουσίας (νόηση).
Ο υλισμός διακηρύττει: “η συνείδηση είναι αντανάκλαση της ύλης” δηλονότι η Ύπαρξη (συνείδηση) είναι συμβεβηκός της Ουσίας (ύλη).
Τοιουτοτρόπως ιδεαλισμός και υλισμός είναι ομόσημες ιδεολογίες, που διά μέσου αντιστοίχως των προπατόρων τους, του ορθολογισμού (νοησιαρχίας) και του εμπειρισμού (αισθησιοκρατίας), ανάγονται στον μεσαιωνικό
ουσιοκρατικό Σχολαστικισμό.
Εκτός από ομόσημες, ο ιδεαλισμός και ο υλισμός είναι εξ ίσου ψευδείς ιδεολογίες. Διότι όπως η Οντολογική επανάσταση απέδειξε, η Ύπαρξη δεν είναι συμβεβηκός
αλλά ουσία της Ουσίας.
Στο πλαίσιο της φιλοσοφικής Επιστημολογίας και της αντιρρητικής της που αναπτύχθηκαν στις απαρχές του Κ΄ αιώνα και προ της Οντολογικής Επανάστασης εξετάζονται τα φιλοσοφικά ρεύματα:
- Νεο-Καντιανισμός, της Σχολής της Βάδης (Χαϊδελβέργης) με τους Βίντελμπαντ και Ρίκερτ και της Σχολής του Μάρμπουργκ με τους Νάτορπ, Κουν και Κασίρερ,
- Αναλυτική Λογική υπό τον Μπέρντραντ Ράσσελ και τον Κύκλο της Βιέννης έως την φιλοσοφία της επιστήμης του Ράιχενμπαχ,
- Φαινομενολογία του Χούσερλ,
- Ακόμη δε, νεο-Θετικισμός του Βιτγκενστάιν, Αξιολογία του Σέλερ, νεο-Μεταφυσική του Χάρτμαν και διακριτώς του Γουάιτχεντ και νεο-Θωμισμός του Ζιλσόν.
Τα ρεύματα αυτά εξέβαλαν από αντικρυστές όχθες εκάτερα στον ορμητικό χείμαρρο της Οντολογικής Επανάστασης, στην τύρβη του οποίου περιδινίστηκαν μἐχρις αποσαθρώσεως και σήψεως, δίχως να αφήσουν ίχνη στην Μετανεωτερικότητα.
Στο παρόν διεξερχόμεθα την νεο-Μεταφυσική και τον νεο-Θωμισμό.
ΝΕΟΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
Ως νεο-Μεταφυσική νοείται η Μεταφυσική μετά την Μεταφυσική, δηλονότι το εγχείρημα ανασύστασης της Μεταφυσικής μετά τον θάνατὀ της, τον οποίον εσάλπισε ο Νίτσε με τον Ζαρατούστρα. Μεταξύ των στοχαστών που ανέλαβαν το εγχείρημα αυτό στις αρχές του Κ΄ αιώνα και πριν την Οντολογική Επανάσταση διακρίνουμε τους δύο σημαντικότερους. Τον Αγγλοσάξονα Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ, αποστάτη της Αναλυτικής Φιλοσοφίας από το πλευρό του εν αρχή μαθητού και εν συνεχεία συνοδοιπόρου του στην συγγραφή του “Principia Mathematica” Μπέρτραντ Ράσσελ, και τον Γερμανό Νικολάι Χάρτμαν, ο οποίος υπεστήριξε σθεναρώς την υποψηφιότητα του Χάιντεγκερ για την καθηγεσία στην κενωθείσα από τον Πάουλ Νάτορπ έδρα φιλοσοφίας στο Μάρμπουργκ. Οι δύο αυτοί στοχαστές, όπως αλλαχού παρετηρήθη και για τον ομόλογο τους Μπεργκσόν, έχουν μεγάλη σπουδαιότητα, διότι προείδαν, προϋπάντησαν αλλά και ψηλάφισαν την επερχόμενη Οντολογική Επανάσταση και ούτω πως εξέφρασαν ευστόχως την αντίρρησή τους στην αλαλάζουσα όσο και αλαζόνα φιλοσοφική Επιστημολογία του καιρού τους.
Και ο μεν Χάρτμαν αντιμάχεται την Επιστημολογία με όπλο την μεταφυσική του Αριστοτέλους, ο δε Γουάιτχεντ την αντιμάχεται με όπλο την μεταφυσική του Πλάτωνος. Η ακόλουθη φράση του τελευταίου κατέστη διάσημη: “Ολόκληρη η φιλοσοφία, από τον Αριστοτέλη και εντεύθεν έως τις ημέρες μας, δεν είναι παρά σημειώσεις και σχολιασμοί στο έργο του Πλάτωνος”.
Ο Νικολάι Χάρτμαν εξισώνει την οντολογία με την επιστήμη του Αριστοτέλη. Αυτή η επιστήμη περιλαμβάνει την μελέτη των κατηγοριών και των εννοιών. Ο Χάρτμαν αντιδιαστέλλει την Ύπαρξη και την Ουσία, των οποίων την διάκριση αντιστοιχίζει προς τις δύο κατηγορίες της, την Πραγματικότητα και την Ιδεατότητα. Η πραγματικότητα αναφέρεται σε όντα ζώντα, ατομικά και έγχρονα, ενώ η ιδεατότητα σε οντότητες υπάρχουσες, συλλογικές και άχρονες. Ό,τι είναι δυνατό είναι τόσο πραγματικό όσο και αναγκαίο, Ό,τι δεν είναι αναγκαίο είναι τόσο μη πραγματικό, όσο και αδύνατο. Τα επίπεδα της πραγματικότητας είναι τέσσερα, το Ανόργανο, το Οργανικό, το Ψυχο-συναισθηματικό και το Διανοητο-πολιτιστικό. Το βασικό χαρακτηριστικό των επιπέδων πραγματικότητας είναι το γεγονός ότι η μετάβαση από το ένα στο άλλο δεν γίνεται με ποσοτική συσσώρευση φυσικών διεργασιών ή ομολόγως εμπειριών αλλά με αποκαλυπτικό άλμα, που διακρίνει την ποσοτική γνώση από την ποιοτική αλήθεια.
Ο Χάρτμαν έχει σαφώς ψηλαφήσει την κβαντική θεώρηση του γίγνεσθαι. Η ηθική θεωρία του Χάρτμαν είναι αξιολογική και σαφώς επηρεασμένη από τον Μαξ Σέλερ. Τα ηθικά φαινόμενα θεωρούνται ως εμπειρίες ενός βασιλείου ύπαρξης που είναι διαφορετικό από αυτό των υλικών πραγμάτων, δηλαδή της σφαίρας των αξιών. Οι αξίες που κατοικούν σε αυτό το βασίλειο είναι αναλλοίωτες, υπερχρονικές και υπεριστορικές.
Για τον Χάρτμαν η συνειδητοποίηση μιας αξίας δεν πραγματώνεται μέσω συλλογισμού αλλά μέσω ενός βιώματος της συνείδησης.
Η ηθική του Χάρτμαν αντιμάχεται ριζικά τις ορθολογικές και φορμαλιστικές θεωρίες του νεο-Καντιανισμού της σχολής του Μάρμπουργκ και των (Ιουδαίων…) εκφραστών της Νάτορπ, Κουν και Κασίρερ, εξ ου και κατ᾿ αντιδιαστολήν υπεστήριξε σθεναρώς την υποψηφιότητα του Χάιντεγκερ. Τέλος, η μεταίσθηση του Χάρτμαν συλλαμβάνει την επερχόμενη Οντολογική Επανάσταση, διότι στο έργο του κατανοεί και καταγγέλλει συλλήβδην το αδιέξοδο των κλειστών Συστημάτων της παλιάς παρμενίδειας Μεταφυσικής, σύμφωνα με την οποία “Το μη-Όν δεν υπάρχει”.
Ο Γουάιτχεντ είναι ένας πανεπιστήμων, του οποίου η διάβαση από τις σφαίρες του στοχασμού χρήζει εγγύτατης προσέγγισης. Εκκίνησε ως λογικός μαθηματικός, συνέχισε ως επιστημολόγος και, εν τέλει, απορρίπτοντας και τις δύο φιλοσοφικές τάσεις και στάσεις κατέληξε ως μεταφυσικός. Περισσότερο ενορατικά και ολιγότερο επιστημονικά, ο Γουάιτχεντ συνέλαβε την σημασία της Οντολογικής Επανάστασης. Ταπεινώνοντας την επιστημολογική του αλαζονεία κατενόησε ότι η φιλοσοφία υπερβαίνει την επιστήμη κατά τον λόγο της, ότι η εμπειρία δεν περιορίζεται στην αισθητηριακή γνώση αλλά υπεισέρχεται στην κβαντική αλήθεια του Κόσμου, που δεν είναι παρά ένα διηνεκές παροντικό ρεύμα από συμβάντα. Η συνθετική ενότητα του σύμπαντος κόσμου είναι ρευστή μέσω της σύντηξης υποκειμένου-αντικειμένου, όπου τα αιώνια αντικείμενα είναι οι καθαρά αντικειμενικές δυνατότητες τις οποίες απεκάλεσε διαδικασίες ή σχέσεις. Το εδώ και το εκεί συμπήγνυνται, κάθε συμβάν είναι διπολικό, είναι ύλη και συνείδηση, υπάρχει αμοιβαία αλληλοδιείσδυση της ύλης στην συνείδηση και αντιστρόφως, η οποία καταλύει τον υλισμό. Ως ύλη και συνείδηση, ο θεός είναι ομού ενδοκόσμιος και υπερβατικός.
Το 1900, ο κορυφαίος Γερμανός μαθηματικός Ντάβιντ Χίλμπερτ υπό το στοχαστικό βλέμμα του μεγαλύτερου μαθηματικού της στροφής του αιώνος Ανρί Πουανκαρέ, διακηρύττει την αναγκαιότητα μιας νέας ριζικής αξιωματικής θεμελίωσης ομού των μαθηματικών και της λογικής, η οποία θα αποτελέσει το οριστικό βάθρο των επιστημών, εκτοπίζοντας τελεσίδικα την φιλοσοφία από τον θρόνο της ως Λόγου της Επιστήμης. Διακηρύττει δηλονότι την αναγκαιότητα της λογικο-μαθηματικής θεμελίωσης της Επιστημολογίας. Προς την κατεύθυνση αυτή ήδη είχε επιχειρήσει πρώιμα βήματα ο πατέρας της Αναλυτικής Λογικής Γκότλομπ Φρέγκε. Το φιλόδοξο εγχείρημα, μεταξύ άλλων, αναλαμβάνουν να φέρουν εις αίσιον πέρας στην αντίπερα όχθη της Μάγχης δυο Αγγλοσάξονες μαθηματικοί, ο Άλφρεντ Νορθ Γουάιτχεντ και ο ιδιοφυής μαθητής του Μπέρτραντ Ράσσελ. Μετά μια δεκαετία και πλέον λογικο-μαθηματικών ερευνών, οι δύο στοχαστές παρουσιάζουν στην επιστημονική κοινότητα το μέγα έργο τους, Principia Mathematica.
Ο μεγαλεπήβολος στόχος του Principia Mathematica ήταν να περιγράψει ένα σύνολο αξιωμάτων και συμβολικών κανόνων της μαθηματικής λογικής, εξ ων όλες οι μαθηματικές αλήθειες θα ηδύναντο να απορρεύσουν ως θεωρήματα ή πορίσματα. Το έργο ήταν τόσον εξαντλητικά αναλυτικό, ώστε απαιτήθηκε χώρος έως την σελ. 86 του ΙΙ τόμου για να αποδειχθεί η ισότης … 1+1 = 2. Μετά από 2.000 σελίδες οι συγγραφείς αντελήφθησαν τον φαύλο κύκλο στον οποίο είχαν περιπέσει. Εν αντιθέσει προς τον αλαζόνα Ράσσελ, ο υποψιασμένος Γουάιτχεντ γρήγορα κατενόησε ότι ο λογικός μαθηματικός λαβύρινθος του Principia περιήγαγε τον στοχασμό τους, ουχί στην περιφανή λύση του προβλήματος, αλλά σε πλήρες αδιέξοδο. Ουδέποτε έτερο μέγα έργο έσχε την άδοξη τύχη του Principia – μαζί δε και του φιλοδόξου Επιστημολογικού Εγχειρήματος.
Λίγα έτη αργότερα το Θεώρημα μη Πληρότητος του Γκαίντελ (Gödel), το οποίο εσήμανε και τον θρίαμβο της Οντολογικής Επανάστασης, έμελλε να σκορπίσει τους έωλους ισχυρισμούς της Επιστημολογίας και των θιασωτών της – συλλήβδην Μαθηματικών, Αναλυτικών Λογικών και Φιλοσόφων της Επιστήμης – σε πνευματικά συντρίμμια και θρύψαλα. Περί το 1920 ο Γουάιτχεντ είχε στραφεί οριστικά στην φιλοσοφία της Επιστήμης. Το αποτέλεσμα υπήρξε η παρουσίαση το 1925 του έργου “Η Επιστήμη και ο Σύγχρονος Κόσμος”, το οποίο προέβαλε τον διπολισμό ύλης και συνείδησης έναντι του δυιστικού καρτεσιανισμού, ως επιστημο-φιλοσοφικήν απάντηση στον υλισμό. Στη Φυσική ο Γουάιτχεντ διατύπωσε μια άποψη που θα μπορούσε να θεωρηθεί εναλλακτική της Γενικής Σχετικότητας. Η κοσμολογία του εν τούτοις εδράζεται σε μια επίπεδη και ομοιόμορφη χωροχρονική γεωμετρία, που η ανακάλυψη των βαρυτικών κυμάτων κατέρριψε. Η επίπεδη γεωμετρία θεωρείται πλέον ως μια τοπική ιδιομορφία του φυσικού χωροχρόνου, ο οποίος δεν είναι ευκλείδειος αλλά ημι-ρημάνειος (Semi-Riemannian ή Pseudo-Riemannian). Συνεπώς η κοσμολογική εικασία του Γουάιτχεντ κατέστη οριστικά παρωχημένη.
Ωστόσο, η φιλοσοφική βίβλος του Whitehead είναι το έργο “Διαδικασία και Πραγματικότητα”. Στο έργο αυτό ο Γουάιτχεντ υποστηρίζει ότι η πραγματικότητα αποτελείται από Διαδικασίες δηλονότι σχέσεις μεταξύ αντικειμένων και υποκειμένων και όχι από υλικά σώματα που υπάρχουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Αυτό που συνέχει τα υποκείμενα μεταξύ τους είναι οι σχέσεις και όχι οι ατομικές ψυχές. Κατά την φιλοσοφία της Διαδικασίας δέον να δούμε τον κόσμο ως ένα δίκτυο αλληλένδετων διαδικασιών, των οποίων είμαστε αναπόσπαστα μέρη, έτσι ώστε οι επιλογές και οι ενέργειές μας να αλληλεπιδρούν με το σύμπαν. Υποστηρίζει ότι τα βασικά στοιχεία της πραγματικότητος δύνανται να θεωρηθούν ως βιωματικά. Ο Γουάιτχεντ χρησιμοποιεί τον όρο “εμπειρία” πολύ ευρέως, ακόμη και για άβιες διαδικασίες όπως οι συγκρούσεις ηλεκτρονίων, οι οποίες εκδηλώνουν κάποιο βαθμό εμπειρίας: Η κβαντική φυσική είναι εγγύτατη.
Εναντιώθηκε ούτω πως στον μηχανιστικό διαχωρισμό του Καρτέσιου για δύο διαφορετικά είδη ύπαρξης, δηλαδή είτε αποκλειστικά υλικά είτε αλλιώς αποκλειστικά διανοητικά, και πλησίασε ασυνειδήτως την κβαντική φύση, δίχως εν τούτοις να την αφομοιώσει. Η περιώνυμη φράση του “Η ύλη είναι αφαίρεση”, που υποδήλωνε το σχήμα της απουσίας της ύλης μέσα στην συνείδηση, κατέστη το αντίπαλο δέος για κάθε υλιστή. Εν τούτοις, για τον Αγγλοσάξονα Γουάιτχεντ και παρά την γενικότερη επίκληση του Πλάτωνος, το μέγα κατόρθωμα της Ελληνίδος Πόλεως παρέμεινε φιλοσοφικά αναφομοίωτο. Περί το 1924, προς το τέλος της θητείας του στην Αγγλία και πριν αναχωρήσει οριστικά για την Αμερική, ο Γουάιτχεντ έστρεψε αποκλειστικά την προσοχή του στην Μεταφυσική. Εκείνη την εποχή στον Αγγλοσαξονικό κόσμο η φιλοσοφική διερεύνηση της φύσης του σύμπαντος και της ύπαρξης είχε εναποτεθεί εν συνόλῳ στην Επιστήμη, τα εντυπωσιακά επιτεύγματα της οποίας είχαν οδηγήσει σε μια γενική συναίνεση στον ακαδημαϊκό χώρο πως η ανάπτυξη ολοκληρωμένων μεταφυσικών συστημάτων ήταν άσκοπη, αφού δεν υπέκειντο στην βάσανο της εμπειρίας.
Ο Γουάιτχεντ δεν εντυπωσιάστηκε από αυτή την ένσταση. Από καθέδρας φέρεται να είπε: “Κάθε επιστήμων για να διατηρήσει την φήμη του πρέπει να πει ότι αντιπαθεί τη μεταφυσική. Αυτό που εννοεί είναι ότι δεν του αρέσει να επικρίνεται η μεταφυσική του”. Κατά την άποψή του οι επιστήμονες και οι φιλόσοφοι, ενώ προβαίνουν σε μεταφυσικές εικασίες περί του Κόσμου, αποκρύπτουν τον μεταφυσικό χαρακτήρα των πρώτων αρχών επί των οποίων οι θεωρίες τους πράγματι εδράζονται. Ο Γουάιτχεντ αναγνώρισε ότι οι φιλόσοφοι δεν μπορούν ποτέ να ελπίζουν ότι τελικά θα διατυπώσουν αυτές τις μεταφυσικές Πρώτες Αρχές και υποστήριξε ότι οι άνθρωποι πρέπει να επαναπροσδιορίζουν διηνεκώς τις βασικές τους υποθέσεις για το πώς λειτουργεί το σύμπαν ούτως, ώστε η φιλοσοφία και η επιστήμη να σημειώσουν πραγματική πρόοδο, ακόμη και αν αυτή η πρόοδος παραμένει μόνιμα ασυμπτωματική. Με την λέξη αυτή ο Γουάιτχεντ προσδιόρισε οριστικά την διάσταση Επιστήμης και Φιλοσοφίας ως ασυμπτωματικής συγκλίσεως της Γνώσεως προς την Αλήθεια, διότι ήταν πεπεισμένος ότι η επιστημονική έννοια της Ύλης ήταν παραπλανητική ως τρόπος περιγραφής της βαθύτατης φύσης των πραγμάτων.
Η κοσμολογία προϋποθέτει το τελικό γεγονός μιας “μη αναστρέψιμης ωμής ύλης”, που εξαπλώνεται στο διάστημα ως μια αέναη διασταλτική ροή. Αυτός ο επιστημονικός υλισμός είναι μια ατεκμηρίωτη υπόθεση. Επίσης, είναι μια υπόθεση εντελώς ασύμβατη προς το παρούσα επιστημονική γνώση, διότι συσκοτίζει και ελαχιστοποιεί την σημασία της αλλαγής. Σήμερα, τονίζει, έννοιες όπως “ποιότητα”, “ύλη” και “μορφή” έχουν καταστεί βαθύτατα προβληματικές, διότι αποτυγχάνουν να εξηγήσουν επαρκώς την αλλαγή και παραβλέπουν την ενεργό και βιωματική φύση των πιο βασικών στοιχείων του κόσμου. Είναι χρήσιμες αφαιρέσεις αλλά δεν είναι τα βασικά δομικά στοιχεία του κόσμου. Για παράδειγμα, αυτό που συνήθως νοείται ως ένα μεμονωμένο άτομο, περιγράφεται φιλοσοφικά ως ένα συνεχές αλληλεπικαλυπτόμενων συμβάντων. Τα αλληλοεπικαλυπτόμενα κοσμικά συμβάντα ο Γουάιτχεντ τα αποκαλεί “κοινωνία γεγονότων”. Ένα δεύτερο πρόβλημα με τον υλισμό είναι ότι συσκοτίζει την σημασία των σχέσεων, διακρίνοντας κάθε αντικείμενο ως ξεχωριστό από όλα τα άλλα αντικείμενα. Εν τούτοις, κάθε αντικείμενο είναι μια αδρανής συστάδα ύλης που σχετίζεται μόνο εξωτερικά με άλλα πράγματα. Η ιδέα της ύλης ως πρωταρχικής ουσίας κάνει τους ανθρώπους να σκέφτονται τα αντικείμενα ως θεμελιωδώς ξεχωριστά στον χρόνο και τον χώρο χωρίς απαραίτητα να σχετίζονται μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα ο Γουάιτχεντ περιγράφει κάθε οντότητα κατά κάποιον τρόπο ως τίποτα περισσότερο και τίποτα ολιγότερο από το άθροισμα των σχέσεών της με άλλες οντότητες. Το Πράγμα μαγνητοκαλεί το Σύμπαν και η Ύπαρξη δεν ορίζεται αποκλειστικά από αιτιώδεις και μηχανιστικούς νόμους.
Προαναγγέλλοντας τον Χάιντεγκερ ο Γουάιτχεντ επεσήμανε τους περιορισμούς της γλώσσας ως έναν από τους κύριους ενόχους στην διατήρηση ενός υλιστικού τρόπου σκέψης. Ωστόσο, οι περιορισμοί της καθημερινής ζωής και ομιλίας δεν πρέπει να εμποδίζουν τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι οι υλικές ουσίες είναι μια βολική γενικευμένη περιγραφή ενός συνεχούς συγκεκριμένων διαδικασιών. Τοιουτοτρόπως, η αδυναμία πρόβλεψης της κίνησης ενός ηλεκτρονίου δεν οφείλεται σε εσφαλμένη κατανόηση ή ανεπαρκή τεχνολογία αλλά στην κβαντική φύση του. Αντίθετα, η θεμελιώδης ελευθερία όλων των οντοτήτων σημαίνει ότι αυτά θα παραμένουν πάντα φαινόμενα που είναι απρόβλεπτα. Η άλλη πλευρά της ελευθερίας ως απόλυτης αρχής είναι ότι κάθε οντότητα περιορίζεται από την κοινωνική δομή της ύπαρξης, τουτέστιν τις σχέσεις της. Η ελευθερία υπάρχει πάντα μέσα στα όρια αλλά η μοναδικότητα και η ατομικότητα μιας οντότητας προκύπτουν από τη δική της αυτοδιάθεση μέσα στα όρια που από την φύση της έχουν τεθεί. Προκειμένου να περιγράψει την διττή φύση ύλης και συνείδησης επινόησε το όρο “prehension”, προερχόμενο από το λατινικό prehensio, που σημαίνει “κατάσχω”. Ο όρος προορίζεται να δείξει ένα είδος αντίληψης που μπορεί να είναι συνειδητή ή ασυνείδητη και ισχύει τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα ηλεκτρόνια. Ο όρος “prehension” εσωκλείει μια κβαντική θεώρηση, που υποδηλώνει ότι ο αντιλαμβανόμενος ενσωματώνει στην πραγματικότητα πτυχές του αντιληπτού πράγματος μέσα στον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο οι οντότητες αποτελούνται από τις αντιλήψεις και τις σχέσεις τους, αντί να είναι ανεξάρτητες από αυτές. Ο Γουάιτχεντ περιγράφει την αιτιώδη αποτελεσματικότητα ως “την εμπειρία κυριαρχίας στους πρωτόγονους ζωντανούς οργανισμούς, που έχουν μια αίσθηση για την μοίρα από την οποίαν έχουν αναδυθεί και την μοίρα προς την οποίαν οδεύουν”. Είναι εν άλλοις λόγοις η αίσθηση των αιτιωδών σχέσεων μεταξύ των οντοτήτων ένα αίσθημα ότι επηρεάζονται και επηρεάζουν το περιβάλλον τους, πέραν των αισθήσεων. Η ύπαρξη έχει τελεολογικό χαρακτήρα δηλονότι περικλείει τον σκοπό της και η αβιογένεση ως υποθετική φυσική διαδικασία με την οποία η ζωή προκύπτει από απλές οργανικές ενώσεις είναι οντολογικώς ελλιπής. Αν οι άνθρωποι μπορούν να υπάρξουν μόνο για εκατό χρόνια και οι βράχοι για οκτακόσια εκατομμύρια, τότε κάποιος πρέπει να αναρωτηθεί γιατί η οργανική ζωή εξελίχθηκε τόσο ελλειπτικά ως προς την ανόργανη φύση. Ασυνειδήτως, η κβαντική βιολογία είναι ήδη παρούσα.
Η μετανάστευσή του στην Αμερική δηλητηρίασε τον μεταφυσικό Γουάιτχεντ με τις συμβατικές θρησκευτικές προτεσταντικές δοξασίες, επιβεβαιώνοντας και στην περίπτωσή του ότι η Αμερική είναι το χωνευτήριο και η χωματερή της Φιλοσοφίας. Επιπόλαιες διατυπώσεις όπως “η Εκκλησία έδωσε στον Θεό τις ιδιότητες που ανήκαν αποκλειστικά στον Καίσαρα” ή “Ο χριστιανικός Θεός είναι ένας βασιλιάς που επιβάλλει τη θέληση του στον κόσμο και του οποίου το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η δύναμη” δεν τιμούν ένα στοχαστή με ευρωπαϊκή φιλοσοφική παιδεία. Εν τούτοις, το σύστημά του απαιτούσε μια τάξη μεταξύ των δυνατοτήτων, μια τάξη που επέτρεπε την καινοτομία στον κόσμο και παρείχε ένα σκοπό σε όλες τις οντότητες.
Ο Γουάιτχεντ υποστήριζε ότι αυτές οι διατεταγμένες δυνατότητες υπάρχουν σε αυτό που ονόμασε αρχέγονη φύση του Θεού. Ο Θεός σώζει και αγαπά όλες τις εμπειρίες και αυτές οι εμπειρίες αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός αλληλεπιδρά με τον Κόσμο. Ο Θεός αλλάζει πραγματικά και ο ίδιος δια μέσου των κοσμικών συμβάντων, προσδίδοντας στις ενέργειες των πεπερασμένων πλασμάτων μιαν αιώνια σημασία. Ο Θεός δίνει στα πλάσματα μονιμότητα, ενώ τα πλάσματα δίνουν στον Θεό πραγματικότητα και αλλαγή. Με αυτόν τον τρόπο ο Θεός ολοκληρώνεται από το άτομο, οι άπταιστες ικανοποιήσεις πεπερασμένων γεγονότων και οι εγκόσμιες περιστάσεις ολοκληρώνονται από την αιώνια ένωσή τους με τον μεταμορφωμένο εαυτό τους, εξαγνισμένοι και συντετηγμένοι με την αιώνια τάξη, που είναι η τελική απόλυτη σοφία. Εν τέλει, ο Γουάιτχεντ βλέπει τον Θεό και τον Κόσμο να εκπληρώνουν ο ένας τον άλλον, καταλήγοντας έτσι σε ένα διεσταλμένο πανθεϊσμό.
Για τον σημαδεμένο από τον προτεσταντισμό Γουάιτχεντ, ο πυρήνας της θρησκείας είναι ατομικός. Ενώ αναγνώρισε ότι τα άτομα δεν μπορούν ποτέ να διαχωριστούν πλήρως από την κοινωνία τους, υποστήριξε ότι η ζωή είναι ένα εσωτερικό γεγονός προς χάρη του εαυτού της προτού γίνει ένα εξωτερικό γεγονός που σχετίζεται με τους άλλους. Η πιο διάσημη παρατήρησή του για την θρησκεία είναι ότι “η θρησκεία είναι αυτό που πράττει το άτομο με την δική του μοναξιά – και αν δεν είσαι ποτέ μοναχικός, δεν είσαι ποτέ θρησκευόμενος”. Ούτω πως έβλεπε την θρησκεία ως ένα σύστημα γενικών αληθειών, που μεταμορφώνει τον χαρακτήρα ενός ατόμου. Εν τούτοις δεν λησμόνησε τις φιλοσοφικές αρχές του: “Το σύμπαν είναι μια κοινότητα που αρτιώνεται μέσω της συγγένειας κάθε μεμονωμένης οντότητας με όλες τις άλλες, το νόημα και η αξία δεν υπάρχουν μόνο για το άτομο αλλά μόνο στο πλαίσιο της συμπαντικής κοινότητας. Κάθε οντότητα δεν μπορεί να βρει μια τέτοια αξία μέχρι να συγχωνεύσει την ατομική της αξίωση με εκείνη του αντικειμενικού σύμπαντος. Η θρησκεία είναι παγκόσμια πίστη. Το πνεύμα αμέσως παραδίδεται σε αυτή την καθολική αξίωση και την οικειοποιείται για τον εαυτό του.”
ΝΕΟΘΩΜΙΣΜΟΣ
Ο νεο-Θωμισμός είναι ένα εγχείρημα αποκατάστασης της μεσαιωνικής χριστιανικής φιλοσοφίας στο πρόσωπο του Θωμά Ακινάτη. Η Επιστημολογία κατήγγειλε τον Μεσαίωνα συλλήβδην ως αφιλοσόφητο, κυριαρχημένο από την δογματική θεολογία. Από τον κανόνα αυτόν δεν εξαίρεσε κανένα χριστιανό στοχαστή, από τον Αυγουστίνο έως και τον Γουλιέλμο του Όκκαμ, του Θωμά Ακινάτη προδήλως συμπεριλαμβανομένου. Η κρίση αυτή της Επιστημολογίας δεν ήταν μόνον επιπόλαιη και άδικη αλλά εκ παραλλήλου δογματική και αφιλοσόφητη, διότι μορφές όπως ο Αυγουστίνος, ο Θωμάς, ο Μέγας Αλβέρτος, ο Αβεϋλάρδος, ο Μποναβεντούρα, ο Δουνς Σκώτους, ο Όκκαμ και πολλοί άλλοι, ακόμη και σύνολη η αραβοαριστοτελική ενατένιση με τους Αλ Φαραμπί, Αβικένα και Αβερρόη, δεν αρκέσθηκαν στην θεολογία αλλά δια μέσου της οντοθεολογίας και του αριστοτελικού σχολαστικισμού εφιλοσόφησαν δεόντως και επαρκώς. Στις αρχές του Κ΄ αιώνα το έργο της αποκατάστασης της χριστιανικής φιλοσοφίας του Μεσαίωνα στο πρόσωπο του Θωμά ανέλαβαν δύο Ιησουίτες στοχαστές, ο Ζαν Μαριταίν και ο Ετιέν Ζιλσόν. Στο εγχείρημά τους αντιτάχθηκαν πλην των επιστημολόγων και δύο διαπρεπείς μεσαιωνολόγοι, εξ ων ο ένας επίσης Ιησουίτης, ο Φρέντρικ Κόπλεστον, περιώνυμος από τον ραδιοφωνικό διάλογό του το 1949 περί Ύπαρξης Θεού με τον Μπέρτραντ Ράσσελ, τον οποίο και κατετρόπωσε και ο Εμίλ Μπρεγιέ. Ο Ετιέν Ζιλσόν με τα δύο θεμελιώδη έργα του, “Το όν και η ουσία” και “Το πνεύμα της μεσαιωνικής φιλοσοφίας”, είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του νέο-Θωμισμού.
Η πρώτη διαπίστωση του Ζιλσόν είναι ότι η Μεταφυσική επεβίωσε του επικηδείου της. Ούτω πως προβαίνει σε μιαν ιστορική αναδρομή του χριστιανικού δόγματος από την Βίβλο και τους πρώτους Απολογητές, ώστε δια μέσου του Αυγουστίνου να καταλήξει στους τρεις οντοθεολόγους, οι οποίοι είναι ιστορικά σύγχρονοι μεταξύ τους διότι ανήκουν στον ΙΓ΄ έως τις αρχές του ΙΔ΄ αιώνα, τους οποίους και θεωρεί εκφραστές της χριστιανικής μεσαιωνικής φιλοσοφίας. Τους δύο Φραγκισκανούς, Μποναβεντούρα και Σκώτο του Δουνς και κυρίως τον Δομινικανό Θωμά Ακινάτη. Όσοι έζησαν κατά Λόγον πριν τον Χριστό είναι χριστιανοί πριν τον χριστιανισμό. Η αναφορά της Εξόδου ”Εγώ ειμί ο Ων” είναι κατά τον Ζιλσόν ουχί μόνον η κορυφαία φράση της χριστιανικής διδασκαλίας αλλά και η κορυφαία στιγμή της χριστιανικής φιλοσοφίας. Από την φράση αυτή προκύπτει ότι το όνομα του Θεού είναι το Είναι και πως ο βαθμός θεϊκότητος των όντων είναι ανάλογος της μετοχής τους στο Είναι του Θεού. Η Δημιουργία είναι ενέργεια που ιδιάζει στο είναι του θείου όντος, τοιουτοτρόπως η χριστιανική φιλοσοφία είναι η μετατροπή της πεπιστευμένης αλήθειας σε εγνωσμένη αλήθεια: Από την πίστη, που είναι διδασκαλία άνευ διδασκάλου, στην νόηση και εκείθεν στην θέωση. Στον Αριστοτέλη το Αναγκαίο Όν είναι κάτι λογικό – στον Χριστιανισμό είναι κάτι μοναδικό. Ο Ζιλσόν συνοψίζει τον Θωμά: Η ουσία του θεού είναι η ενέργεια του υπάρχειν του, το είναι του θεού προσφέρει ύπαρξη στην ουσία. Θεός είναι το αναγκαίο όν, το οποίο έχει εντός της ουσίας του τον αποχρώντα λόγο της ύπαρξής του. Εν τούτοις υφίσταται διάκριση ουσίας και υπάρξεως σε αυτό που είναι ο θεός. Το Είναι, είναι η ενέργεια του Υπάρχειν. Η ουσία του θεού είναι περίκλειστη στην λαμπρότητά της, τον κόσμο τον παράγει η γνώση του θεού για τον εαυτό του εκ μηδενός: Δημιουργία είναι το: Fiat! (Γεννηθήτω). Δημιουργώ σημαίνει προκαλώ αιτιακά το Είναι, όπου το αποτέλεσμα ομοιάζει προς την αιτία. Δεν μπορούμε να δούμε την ιδέα του Είναι δίχως το Είναι, γι’ αυτό το πρώτο από τα δημιουργημένα πράγματα είναι το Είναι. Η ατομική ουσία λαμβάνει την ενεργείᾳ ύπαρξη μέσω ενός μορφικού προσδιορισμού, δίχως τον οποίο δεν υφίσταται πεπερασμένη ενέργεια του υπάρχειν. Κάθε τι που διαθέτει πραγματική ύπαρξη είναι ατομικό, μια πραγματική ύπαρξη αντιστοιχεί αναγκαίως στην κατάφαση μιας υπάρξεως. Στο κτιστό ον η ουσία υπάρχει εκτός της ύπαρξης ως αιτία, η ύπαρξη είναι η ζωή (εκδήλωση) της ουσίας. Το υπάρχειν είναι ιδιαίτερη ενέργεια της υπόστασης και κτιστό είναι εκείνο το όν, του οποίου η υποστασιακότητα έχει τις ρίζες της επέκεινα της υπόστασης. Αν ο θεός δεν μπορεί να υπάρξει έξω από τον εαυτό του δεν είναι ελεύθερος, ιδού ο Λόγος της ενανθρώπισης του θείου. Χριστιανική φιλοσοφία είναι η διάκριση Ουσίας και Ύπαρξης, διάκριση που δεν υφίσταται στον Αριστοτέλη. Στο σημείο αυτό ο Θωμάς είναι θύμα της φιλοσοφικής σύγχυσης σύνολης της Δύσης μεταξύ Ουσίας (essence) και Υπόστασης (substance), που αποτελούν την Πρώτη (Τι ην Είναι) και Δεύτερη (Τόδε τι) αντιστοίχως Ουσία του Αριστοτέλη, για τον οποίο Υπόσταση = Ατομική Ύπαρξη = Ουσία + Συμβεβηκότα. Ούτω πως στην αυτοτελή τους ύπαρξη οι ουσίες είναι άτομα, ενώ κατά τον Αριστοτέλη μόνον το καθόλου είναι αντικείμενο της επιστήμης. Φύση είναι ό,τι τοποθετεί ένα όν μέσα στο Είδος του δηλαδή η μορφή. Τον Θωμά κατατρύχει η πεποίθηση ότι αν εισαγάγουμε μια διαφορά στην μορφή του ατόμου θα το μετατρέψουμε σε είδος μη αναγόμενο σε άλλο. Ούτω πως τα καθαρά μορφικά είδη όπως οι Άγγελοι είναι καθ’ έκαστον ομού άτομα και είδη. Ακολουθώντας τον Αυγουστίνο, ο Θωμάς πρεσβεύει ότι το Σύμπαν συγκλίνει στο Μηδέν και σώζεται διαρκώς με την Χάρη. Σε μια Φύση αποκατεστημένη από την Χάρι, το Αυτεξούσιο παραμένει μετά την Πτώση. Η αγιότητα μας ελευθερώνει από την αμαρτία και η ανάσταση από τον θάνατο. Η αθανασία είναι φυσική μεν για την ψυχή αλλά δωρεάν εκχωρημένη στο σώμα. Η ατομική αθανασία επισύρει την ανάσταση του σώματος.
Μόνον ο θείος νους βλέπει μόνος του την θεία ουσία, θέα που τον καθιστά ικανό για θεία ενέργεια. Ο λόγος μπορεί να ανέλθει στην ύπαρξη του αναγκαίου όντος αλλά η θεία ουσία δεν είναι εντελώς ξένη στον κτιστό νου. Κάθε κτιστό νοητό φως είναι μια μετοχή του θείου φωτός. Ο θείος νους είναι με την ενέργεια του θεού θεώμενος από τον άνθρωπο. Στο σημείο αυτό, η ερμηνεία του Ζιλσόν άπτεται παραδόξως της Ορθοδόξου πατερικής διδασκαλίας. Ο θεός είναι όν αναγκαίο και ελεύθερο, διότι δεν θέλει παρά μόνο τον εαυτό του. Η τελειότητα του είναι του περιλαμβάνει την Αναγκαιότητα, την Απειρία και την Ελευθερία. Δεν υπάρχει στην ουσία του κτιστού ο αποχρών λόγος του Είναι, άρα υπάρχει πριν από την θέαση μια βέβαιη γνώση των κτισμάτων, ούτω πως τα πράγματα υπάρχουν καθ’ εαυτά. Ιδέα είναι η πρόσληψη της ουσίας του αντικειμένου από την συνείδηση, ουσία είναι η θέα της ύπαρξης και γνώση είναι η ιδέα της ουσίας. Έτσι η ουσία του κτιστού είναι όντως αντικείμενο του νου ανεξάρτητα από την ύπαρξή του και ούτω πως οι ιδέες γνωρίζονται μέσω των κτισμάτων. Παρά την πεπτωκυία φύση του ο κόσμος έχει αξία, διότι έπρεπε να δημιουργηθούν όντα ελεύθερα καίτοι ο άνθρωπος προτίμησε τον εαυτό του από τον θεό. Γιατί έπρεπε να δημιουργηθούν ελεύθερα όντα; Γιατί η ελευθερία είναι αναγκαία. Σε ένα δημιουργημένο σύμπαν υπάρχει ριζική εξάρτηση της υπάρξεως όλων των όντων από τον θεό. Κατά τον Θωμά, οι ιδέες είναι μέσα στον θεό και όχι έξω, όπως πίστευε ο Πλάτων. Αυτό που είναι, έχει την ιδέα του στο Είναι στο οποίο οφείλει την ύπαρξη. Η ιδέα είναι ουσιαστικά η γνώση που έχει ο θεός για την ουσία του, είναι μεθεκτή απορροή της θείας ουσίας, που περιλαμβάνει την σχέση των δυνατών όντων με τον θεό.
Η κατ’ ουσία θέαση του θεού χαρακτηρίζει τον θεό τον ίδιο. Εν τούτοις, ξέροντας ότι ο θεός είναι, θέλουμε να μάθουμε τι είναι. Είναι η πίστη που εγγυάται την βεβαιότητα των γνώσεών μας. Δια τούτο ο νοησιαρχικός Θωμάς και μαζί του ο Ζιλσόν δέχεται τις περί Θεού Αποδείξεις και μάλιστα προβαίνει στην τελεσίδικη ταξινόμησή τους. Είναι πέντε αλλά εν τοις πράγμασι τρεις. Πρώτη απόδειξη η Οντολογική, που έλκει την καταγωγή της από τον Ανσέλμο του Καντέρμπουρι, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να σκεφτόμαστε τον Θεό δίχως αυτός να υπάρχει ή άλλως η ύπαρξη του θεού συνάγεται εκ της ουσίας ή της ιδέας περί αυτού ή της εννοίας του. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε εγκύρως την αλήθεια δίχως να δεχθούμε την ύπαρξή της: Σκέφτομαι τον Θεό άρα υπάρχει, οφείλουμε να μαρτυρήσουμε την ύπαρξη του Θεού. Άρα κατά τον Ζιλσόν υπάρχει νομιμότητα αποδείξεως του Είναι από την ιδέα του Είναι, διότι ένας τρόπος του Είναι, είναι ένας τρόπος του Υπάρχειν. Δεύτερη απόδειξη η Αιτιολογική, όλα στον Κόσμο δείχνουν την πρώτη αιτία ως αρχή και αυτή η πρώτη Αιτία είναι ο Θεός. Τρίτη η Τελεολογική ή Φυσικοθεολογική, που αντί της αιτίας επιτάσσει τον Θεό ως τέλος δηλονότι έσχατο σκοπό. Εν τέλει όλες οι αποδείξεις επάγουν μια, αυτή που επικαλέσθηκε ο Κόπλεστον στον διάλογό του με τον Ράσσελ και που ήταν αδύνατον να καταρριφθεί πριν την Οντολογική Επανάσταση: “Έστω ενδεχομενικό όν του οποίου η ύπαρξη δεν είναι αιτία του εαυτού του. Τότε κάποιο άλλο ενδεχομενικό όν είναι η αιτία του. Η ακολουθία των ενδεχομενικών όντων ως αιτίων απολήγει σε ένα Αναγκαίο όν το οποίο είναι αιτία του εαυτού του δηλονότι στο οποίο ύπαρξη και ουσία (αιτία) ταυτίζονται. Το όν αυτό είναι ο Θεός”. Η απόδειξη αυτή παραμένει ισχυρή και για τον Ζιλσόν.
Ενώ ο Θωμάς είναι νοησιαρχικός, ο Σκώτος του Δουνς είναι βουλησιαρχικός και ο Μποναβεντούρα ίσταται στο μέσον μεταξύ νοήσεως και βουλήσεως. Στον Θωμά η εξατομίκευση οφείλεται στην ύλη, στον Σκώτο στην μορφή και στον Μποναβεντούρα στην ένωση μορφής και ύλης. Υπάρχει απόλυτη αδυναμία του ανθρώπου να συλλάβει μια ουσία που δεν είναι σωματική αλλά καθαρά μορφική. Ενώ ο Θωμάς αποθέτει το πρωτείο στην Ύπαρξη, ο Σκώτος απορρίπτει κατηγορηματικά την πραγματική διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης. Ο Σκώτος στον πυρήνα του όντος θέτει την Ουσία και όχι το Είναι και τοιουτοτρόπως βρίσκεται πλησίον του Αβικέννα. Στον Σκώτο, και εκείθεν στους κληρονόμους του, η Ουσιοποίηση του Όντος είναι απόλυτη. Κληρονόμοι του οι Σουάρεθ, Καρτέσιος, Βολφ, Λάιμπνιτς. Για τον Θωμά οι κανόνες θεμελιώνονται στο είναι του θεού και όχι στην βούλησή του, άρα ο Θεός δεν μπορεί να τους αλλάξει. Το esse είναι μορφικό, όχι όμως και η μορφή, το esse είναι διακριτό από το essential. Αντιθέτως για τον Σκώτο η ουσία είναι αδιάφορη απέναντι στην ενικότητα ή την καθολικότητα, διότι η ρίζα της βουλήσεως είναι μέσα στον λόγο, άρα η βούληση του θεού προηγείται του είναι του. Τέλος η απειρία για τον Σκώτο είναι η βασική απόλυτη ιδιότητα του Θεού. Εν τούτοις ο Αριστοτέλης διατυπώνει ένα θεμελιώδη ορισμό του απείρου, ο οποίος δεν έχει προσεχθεί ούτε ερμηνευθεί αρκούντως: “Οὐ γὰρ οὗ μηδὲν ἔξω, ἀλλ’ οὗ ἀεί τι ἔξω ἐστί, ἄπειρόν ἐστιν” (Φυσικών Ακροάσεως ΙΙΙ 6, 206 Β23). Άπειρο δεν είναι αυτό που δεν αφήνει τίποτε έξω από τον εαυτό του, αλλά αυτό που πάντοτε αφήνει κάτι έξω από τον εαυτό του.
Έπεται ο Όκκαμ, που ταυτίζει την ουσία με την ύπαρξη, διαλύοντάς την μέσα στα συμβεβηκότα. Συνεπώς υπάρχει ἄπειρος σειρά πεπερασμένων όντων, το καθένα με την ουσία του, άρα δεν έχουμε φυσική ενορατική γνώση του θεού. Μέσα στον θεό υπάρχει ένα σύμπαν νοητών όντων αλλά το θείο δεν είναι κατηγόρημα του συνόλου αυτών, ώστε δεν μπορεί να συναχθεί από την ιδέα του θεού η απόδειξη του Είναι του. Ο φιντεϊσμός του Όκκαμ δεν αφήνει καμιά ελπίδα στην μεταφυσική του λόγου. Η επακολουθούσα Μεταρρύθμιση θεωρεί τον Θωμισμό εκπαγανισμό του Χριστιανισμού. Στον παγανισμό δεν ταυτίζεται ο Θεός με το Είναι, οπότε είναι αδιανόητο να συναγάγεις από την ιδέα του θεού την απόδειξη του είναι του. Κατά τον Λούθηρο είναι ο Διάβολος που ενέπνευσε στους ανθρώπους την επιθυμία για Γνώση. Ακόμη και ο Έρασμος διαμαρτύρεται για τον εκπαγανισμό του Παπισμού. Για τον Έρασμο, ο Σωκράτης είναι ένας άγιος της πίστεως: “άγιε Σωκράτη προσεύχου υπέρ ημών”. Στους Ουσιοκράτες που ακολουθούν τον Σκώτο η φιλοσοφία είναι αποκομμένη από την υπαρκτική της ρίζα. Το Θωμικό esse, κατά το οποίο είναι αναγκαία η συμπερίληψη της ύπαρξης στην ουσία ή άλλως η ύπαρξη είναι επέκεινα της ουσίας ως ενέργεια της ουσίας, είναι απόν από τον καρτεσιανό κόσμο. Ο Καρτέσιος θεωρούσε ότι μόνον οι άγγελοι ως απολύτως μορφικές ουσίες μπορούν να κατασκευάσουν ιπτάμενες μηχανές! Στον Μαλμπράνς η ιδέα του θεού υπάρχει μέσα μας σαν αποτύπωμα. Τέλος στον έσχατο ουσιοκράτη, τον Βολφ, η ύπαρξη είναι απλώς συμπλήρωμα της δυνατότητας.
Για τον Παγανιστή,
το Εγώ είναι το γαιοφυλετικό όστρακο της Συνείδησης που εμποδίζει την Θέα.