Το παραμύθι της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης και της «ειρηνικής συνυπάρξεως» Ελλήνων, Τούρκων και Εβραίων.

Με αφορμή τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, ο δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης και το υπόλοιπο ανθελληνικό σκυλολόι, προσπαθούν να διαστρεβλώσουν την πραγματικότητα προπαγανδίζοντας με διάφορα ψεύδη την ανύπαρκτη ειρηνική συμβίωση των πολλών ομολογουμένως ετερόκλητων πολιτισμικών ομάδων που ζούσαν κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στην πόλη. Φτάνουν σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, ωστέ να εγκωμιάζουν την οθωμανική κατοχή της Θεσσαλονίκης, την μοναδική περίοδο δηλαδή που η πόλη υπήρξε «πολυπολιτισμική».

Ας δούμε όμως κατά πόσο ευσταθεί το παραμύθι του πρώην(;) αλκοολικού σημερινού δημάρχου:
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε περίπου το 316 π.Χ. από τον διεκδικητή του Μακεδονικού θρόνου, Κάσσανδρο. Με βασικό άξονα την αρχαία πόλη της Θέρμης, ο Κάσσανδρος ανάγκασε σε μετοίκηση τους πληθυσμούς 26 τοπικών παράκτιων συνοικισμών δημιουργώντας την νέα πολιτεία, που ονοματοθέτησε προς τιμήν της συζύγου του, Θεσσαλονίκης.
Η ελληνιστική περίοδος της Θεσσαλονίκης δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, και οι λιγοστές αναφορές σε αυτήν έχουν να κάνουν με εμφυλίους πολέμους και με μάχες εναντίον άλλων λαών όπως οι Κέλτες το 279 π.Χ.. Μετά την μάχη της Πύδνας (148 π.Χ.), η Μακεδονία (και κατ επέκταση η Θεσσαλονίκη) έγινε Ρωμαϊκή επαρχία. Η κατασκευή της Εγνατίας οδού καθιέρωσαν την Θεσσαλονίκη ως ένα εμπορικό σταυροδρόμι και ορίστηκε πρωτεύουσα της μίας από τις τέσσερις «μερίδες» (“regiones”) στις οποίες είχαν χωρίσει οι Ρωμαίοι το ελληνιστικό βασίλειο. Όλα τα παραπάνω έδωσαν στην Θεσσαλονίκη ξεχωριστά προνόμια και η ανακήρυξή της σε «ελεύθερη πόλη» (Civitas Libera) την έκανε ουσιαστικά αυτοδιοικούμενη.
Η ακμή της Θεσσαλονίκης κατά την Ρωμαϊκή περίοδο στάθηκε η αρχή για την στοχοποίησή της από τους μετέπειτα εχθρούς της (εβραίους, σλάβους, άραβες, τούρκους) και τον πόθο τους να την κατακτήσουν. Η εβραϊκή προπαγάνδα ξεκινάει από αυτήν την περίοδο, οπότε και υποτίθεται ότι ο Απόστολος Παύλος το 50 μ.Χ κήρυξε την χριστιανική πίστη στην συναγωγή αυτής της κοινότητος. Ωστόσο δεν υπάρχει καμία ιστορική απόδειξη ότι ο Απόστολος Παύλος κήρυξε σε ιουδαϊκή συναγωγή και η μοναδική αναφορά στις επιστολές του έχει να κάνει περισσότερο με την έννοια της “συναγωγής” ως συνάθροιση.
Κατά την Βυζαντινή περίοδο η Θεσσαλονίκη συνεχίζει να αποτελεί το διαμάντι της ευρύτερης περιοχής. Το 324μ.Χ ο Κωνσταντίνος, στο πλαίσιο της διαμάχης του με τον Λικίνιο, χρησιμοποίησε την Θεσσαλονίκη ως στρατιωτικό ορμητήριο κατασκευάζοντας νέο λιμάνι, τον περιώνυμο «σκαπτό λιμένα», προκειμένου να συγκεντρώσει σ’ αυτόν, στόλο από 200 «τριακόντορες» γαλέρες και 2000 εμπορικά πλοία, τα οποία θα μετέφεραν τον στρατό του, δυνάμεως 120.000 ανδρών. Μετά την επικράτηση του Κωνσταντίνου και κατά τα επόμενα χρόνια η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε «ὀφθαλμὸ τῆς Εὐρώπης καὶ κατ’ἐξοχὴν τῆς Ἑλλάδος». Γίνεται «Συμβασιλεύουσα», ονομάζεται «Μεγαλούπολις» και κατέχει την θέση της επόμενης μετά την Κωνσταντινούπολη πόλεως της Αυτοκρατορίας (Θεσσαλονίκην μετὰ τὴν μεγάλην παρὰ Ῥωμαίων πρώτην πόλιν). Αυτή η ευημερία της Θεσσαλονίκης σταμάτησε το 390μ.Χ, όταν ο χριστιανός αυτοκράτορας Θεοδόσιος κατέσφαξε μέσα στον ιππόδρομο της πόλεως πάνω από 7.000 Θεσσαλονικείς.
Στα τέλη του 6ου αιώνα παρουσιάστηκε η σλαβική απειλή, η οποία έμελλε να ταλανίζει την πόλη για τους δύο επόμενους αιώνες. Τα σλαβικά φύλα, αρχικά υπό την καθοδήγηση των Αβάρων και αργότερα αυτοβούλως, πραγματοποίησαν πολλές επιδρομές εναντίον της Θεσσαλονίκης με σημαντικότερες αυτές του 586μ.Χ και του 597μ.Χ.
Μετά τον διοικητικό διαχωρισμό της αυτοκρατορίας σε «Θέματα», η Θεσσαλονίκη έγινε πρωτεύουσα ενός Θέματος μέχρι την άλωσή της από τους Τούρκους το 1430μ.Χ. Μέχρι το 1430μ.Χ όμως, η Θεσσαλονίκη θα γνωρίσει άλλες δύο αλώσεις. Η πρώτη από αυτές, έγινε το 904μ.Χ από τους Άραβες. Σκοπός τους δεν ήταν η κατάληψη αλλά η λεηλασία. Επί τρεις ημέρες έσφαζαν και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Όταν απεχώρησαν άφησαν πίσω τους μια ρημαγμένη και έρημη πόλη, αφού απήγαγαν πολλούς Θεσσαλονικείς τους οποίους αργότερα επούλησαν ως σκλάβους στα σκλαβοπάζαρα του Μαγκρέμπ.
Η δεύτερη άλωση της Θεσσαλονίκης έγινε το 1185μ.Χ από τους Νορμανδούς. Από τότε και μέχρι την άλωση από τους Τούρκους, η Θεσσαλονίκη ταλανιζόταν από την αστάθεια που επικρατούσε γενικότερα στο βυζαντινό κράτος. Παρ’ όλα αυτά συνέχιζε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο και να είναι πρωτεύουσα του «Βασιλείου της Θεσσαλονίκης» κατά την φραγκοκρατία αλλά και του Δεσποτάτου της Ηπείρου το 1224μ.Χ.
Κατά τον 15ο αιώνα, ο Φερδινάνδος της Ισπανίας έδιωξε από το βασίλειό του, τους Εβραίους ώστε να ικανοποιήσει την λαϊκή βούληση. Ο πολυεθνικός χαρακτήρας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η σχετική ανεκτικότητα έναντι των «λαών της Βίβλου» (ahl al-kitab) όπως υποδεικνυόταν από τον κυρίαρχο ισλαμικό νόμο, βοήθησαν στην εγκατάσταση των διωκόμενων από τη βόρεια Ευρώπη και την Ιβηρική χερσόνησο Ιουδαϊκών φύλων, κατά τον 15ο αιώνα. Κατόπιν άδειας εγκαταστάσεως που τους παρεχώρησε ο Σουλτάνος Βαγιαζίτ Β΄, οι Εβραίοι Ασκεναζίμ και Σεφαραδίτες εγκαταστάθηκαν σε διάφορες πόλεις της αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα στην Θεσσαλονίκη, όπου έγιναν ευπρόσδεκτοι. Ουσιαστικά, η «πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη» άρχισε να υφίσταται από αυτό το χρονικό σημείο, δηλαδή 1800 χρόνια μετά την ίδρυσή της. Μέχρι τότε ήταν αμιγώς Ελληνική.
Από τα πρώτα χρόνια παρουσίας των Εβραίων στην περιοχή (μέχρι τότε η παρουσία των Εβραίων στην Θεσσαλονίκη ήταν μηδαμινή) οικειοποιήθηκαν την πόλη και την ονόμασαν αυθαίρετα «Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων» και «Μητέρα του Ισραήλ»! Τα προκλητικά προνόμια που απολάμβαναν οι Εβραίοι σε όλη την οθωμανική επικράτεια, έκαναν την Θεσσαλονίκη (η οποία είχε τον μεγαλύτερο εβραϊκό πληθυσμό) να υποφέρει. Με την απελευθέρωση όμως της νότιας Ελλάδος έπειτα από την εθνεγερσία του 1821, οι Έλληνες έδειξαν το μίσος απέναντι στους Εβραίους, που σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα υπερέβαινε σε μένος το μίσος απέναντι στους Τούρκους (όπως π.χ. στην Τριπολιτσά).
Οι Εβραίοι από την μεριά τους φρόντιζαν να δείχνουν τις εμφανείς διαφοροποιήσεις τους από του Έλληνες, και όποτε απολάμβαναν την προστασία των Τούρκων προέβαιναν σε αποτρόπαιες πράξεις (όπως ο εξευτελισμός του πτώματος του Γρηγορίου Ε’ στην Κωνσταντινούπολη). Η Θεσσαλονίκη παρέμεινε σκλαβωμένη για περισσότερα χρόνια από ότι η νότια Ελλάδα, οπότε και το μίσος ανάμεσα σε Έλληνες και Εβραίους άρχισε να μεγαλώνει.
Το 1655, ο Σαμπετάϊ Σεβή ασπάζεται το ισλάμ και τον ακολουθούν άλλες 300 εβραϊκές οικογένειες, ως ένδειξη πίστης των Εβραίων της Θεσσαλονίκης προς τον σουλτάνο. Από τότε η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε βάση των Εβραίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και ο σουλτάνος υποκύπτει σε κάθε τους απαίτηση: Η πόλη αποκτά ηλεκτροφωτισμό, τραμ, σύγχρονο λιμάνι, σιδηροδρομική σύνδεση με την Ευρώπη κλπ. Την ίδια περίοδο κυκλοφορεί στην Θεσσαλονίκη η πρώτη εφημερίδα, η Εβραϊκή «EL LUNAR» (1864) και εγκαινιάζεται η βιομηχανική ανάπτυξη με τον μεγάλο ατμόμυλο των Ιταλοεβραίων Αλλατίνι (1854). Η εβραϊκή κοινότητα διαθέτει επίσης πάνω από 30 μεγάλες συναγωγές, δεκάδες ευκτήριους οίκους, σχολεία και την μεγάλη παραδοσιακή σχολή «Ταλμούδ Τορά Αγκαδόλ». Διαθέτει τέλος πλήρη οργάνωση περιθάλψεως και ενισχύσεως, των αναξιοπαθούντων μελών της και παροχής πάσης φύσεως υπηρεσιών (θρησκευτικών, υγειονομικών κ.α.).
Από τους εξισλαμισθέντες Εβραίους το 1908 πραγματοποιείται η Νεοτουρκική επανάσταση και αργότερα ιδρύεται η σοσιαλιστική οργάνωση Φεντερασιόν και εμφανίζονται και οι πρώτοι σιωνιστικοί σύλλογοι (Μπενέ Σιών, Καδίμα, Μακαμπή, Μισραχή, κ.α.).
Στις 26 Οκτωβρίου 1912, η αέναη επιθυμία των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης επιτέλους πραγματοποιήθηκε. Ο Ελληνικός στρατός μπαίνει στην πόλη και την απελευθερώνει. Σύμφωνα με απογραφή των Ελληνικών αρχών, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης αριθμούσαν τότε 61.439 άτομα, έναντι 45.867 Μουσουλμάνων, 39.936 Ελλήνων και 10.600 ατόμων που ανήκαν σε άλλες εθνότητες. Την στάση των Εβραίων τις παραμονές της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης περιέγραψε στην εφημερίδα «Μακεδονία» της 20ης Μαίου 1933 ο Αστυνόμος Νικόλαος Αργυριάδης ως εξής: «Ο Ελληνικός στρατός προχωρεί. Ο Ταχσίν κλονίζεται, καταρρέει, συντρίβεται. Οι Εβραίοι ετρομοκρατήθησαν. Μόνον ο Αυστριακός ναύαρχος θα μπορούσε να διώξη τους Γκιαούρηδες. Η Ανωτάτη Ισραηλιτική Κοινοτική Επιτροπεία συνελθούσα υπό την προεδρίαν του αρχιρραβίνου Μάϊρ, απεφάσισε να επιδώση ψήφισμα προς τον Αυστριακόν ναύαρχον δια του οποίου παρεκαλείτο ούτος όπως εισηγηθή εις την Σεβαστήν Κυβέρνησίν του και διαταχθεί ο ελληνικός στρατός ίνα μη εισέλθη ένοπλος εις την πόλιν! Ο Αυστριακός ναύαρχος ανέγνωσε μειδιών το γελοίον τούτο ψήφισμα και διαβεβαίωσε την επιτροπήν των χαχάμηδων ότι οι Έλληνες δεν έχουν ανάγκην συστάσεων και κηδεμονίας. Οι Εβραίοι όμως επέμενον ότι ο Ελληνικός στρατός θα τους …έσφαζεν όλους και ότι ήτο επιβεβλημένη η αποστολή του ψηφίσματος τούτου προς την Αυστριακήν κυβέρνησιν! Πράγματι αι μωρίαι της Ισραηλιτικής Κοινότητος ετηλεγραφήθησαν μέχρι Βιέννης, η Βιέννη ετηλεγράφησεν εις τας Αθήνας και ο τότε υπουργός των Στρατιωτικών Ε. Βενιζέλος κατέστησεν ενήμερον των φόβων των Εβραίων τον κατ’ εκείνην την στιγμήν διά της οδού 26ης Οκτωβρίου εισερχόμενον εις την πόλιν διάδοχον…».
Ο «ιδιαίτερος» τρόπος ζωής των Εβραίων δημιούργησε ένα κλίμα απέχθειας από τους Έλληνες της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο. Το 1891 είχε προηγηθεί το πογκρόμ της Κέρκυρας εναντίον των Εβραίων,μετα από μια τελετουργική σφαγή ενός κοριτσιού από τους τελευταίους. Παρόμοια περιστατικά καταγράφονται σε όλη την Ευρώπη. Έτσι και στην Θεσσαλονίκη για κάθε ανεξερεύνητο έγκλημα η λαϊκή οργή στρέφονταν εναντίον των εβραίων. Ακόμη και η πυρκαγιά του 1917 έριξε τις πρώτες υποψίες σε αυτούς.
Το πογκρόμ του Κάμπελ, 29 Ιουνίου 1931:
Το 1930, η Μακαμπί της Βουλγαρίας γιόρταζε τα 25 χρόνια από την ίδρυσή της. Στον εορτασμό, στη Σόφια, συμμετείχαν εκπρόσωποι από όλες τις Μακαμπί του κόσμου. Μεταξύ των κληθέντων, ήταν και ο Γιτσάκ Κοέν, εκπρόσωπος της Μακαμπί Θεσσαλονίκης. Η εκδήλωση γινόταν ταυτόχρονα με το συνέδριο των βουλγάρων κομιτατζήδων στη Σόφια, οι οποίοι και προσκάλεσαν την τοπική Μακαμπί και τους φιλοξενούμενούς της, στις εργασίες του συνεδρίου τους.
H Εθνική Παμφοιτητική Ενωση (ΕΠΕ) της Θεσσαλονίκης κυκλοφόρησε φυλλάδια με τα οποία καλούσε τους Θεσσαλονικείς να μποϋκοτάρουν τους Εβραίους της πόλης, παρουσιάζοντάς τους ως ξένα στοιχεία με κερδοσκοπικά ενδιαφέροντα και αντεθνική δράση, αφού συνεργάζονταν με τους κομμουνιστές και με βούλγαρους κομιτατζήδες.
Το απόγευμα της 24ης Ιουνίου 1931, εθνικιστές φοιτητές μέλη της ΕΠΕ πέταξαν προκηρύξεις στα εβραϊκά καταστήματα της συμπρωτεύουσας. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης αντέδρασαν και συνεπλάκησαν με τους φοιτητές στην περιοχή του Βαρδαρίου, στην Ερμού, στην Βενιζέλου και αλλού. Δύο μέλη της ΕΠΕ, ο Εύθυμης Καρπαθούσης και ο Βασίλης Σκουβαλής, συνελήφθησαν από την αστυνομία αλλά αφέθηκαν σύντομα ελεύθεροι μετά από παρέμβαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΠΕ.
Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον αστυνόμο Γαβριλάκη και τον διαμερισματάρχη Γιουλούντρα, κατέλαβαν τα επίκαιρα σημεία της πόλεως για να αποτρέψουν την κλιμάκωση των επεισοδίων. Στο γνωστό ζαχαροπλαστείο του Φλόκα απαγόρευσαν στα μέλη της ΕΠΕ να μοιράσουν προκηρύξεις, ενώ ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Βογιατζίδης ανέκρινε τους φοιτητές που συμμετείχαν στη διανομή των φυλλαδίων. Οι Εβραίοι προσπάθησαν να σταματήσουν την κυκλοφορία των προκηρύξεων και νέοι της Μακαμπί συγκρούστηκαν με φοιτητές και εθνικιστές των Τρία Έψιλον (Εθνική Ένωσις Ελλάς) που έσπευσαν να επωφεληθούν από την κατάσταση.
Μόλις ο γενικός διοικητής Μακεδονίας Στυλιανός Γονατάς πληροφορήθηκε τα επεισόδια, διέταξε την κατάσχεση των φυλλαδίων και τη σύλληψη των πρωταιτίων. Εντούτοις, οι εθνικιστές δήλωσαν την πρόθεσή τους να συνεχίσουν τον αγώνα, έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει τη συμπαράσταση των περισσότερων φορέων της πόλης.
Την νύκτα της 25ης Ιουνίου 1931 μια ομάδα από 200 άνδρες της ΕΠΕ, της ΕΕΕ και εφέδρων αξιωματικών, επιτέθηκε στα γραφεία της Μακαμπί που βρίσκονταν στη διασταύρωση των οδών Καραϊσκάκη και Πραξιτέλους. Μέσα στα γραφεία της εβραϊκής οργάνωσης βρισκόταν ο πρόεδρος της Μακαμπί Αλμπέρτος Κοέν, ο αντιπρόεδρος Ζακ Ερρέρα, ο γενικός γραμματέας Σιακή Σαλώμ και δέκα ακόμα άτομα. Οι επιτιθέμενοι, αφού εκραύγασαν διάφορες κατηγορίες και συνθήματα όπως “εργάζεσθε προδοτικώς και ήλθαμε να εκδικηθούμε”, άρχισαν να σπάζουν πόρτες, γραφεία και παράθυρα. Ο εμπρησμός του οικήματος αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή από διερχόμενους αστυφύλακες του 2ου Αστυνομικού Τμήματος, ενώ συνελήφθηκαν δύο εθνικιστές εργάτες, οι Νικ.Γιαγκάς και Αριστείδης Αποστόλου, που έλαβαν μέρος στα επεισόδια.
Την Κυριακή 28 Ιουνίου εθνικιστικές ομάδες μαζί με άλλους αγανακτισμένους Έλληνες επιτίθενται στην εβραϊκή συνοικία Νο 6.
Το απόγευμα της 29ης Ιουνίου ένα πλήθος ,περίπου, 500-700 ατόμων κατευθύνθηκε προς τον εβραϊκό συνοικισμό κοντά στην προσφυγική συνοικία της Τούμπας, αλλά λίγο πριν φθάσει στον προορισμό του, η αστυνομία το σταμάτησε. Στην συνέχεια κατευθύνθηκε προς τον συνοικισμό του Κάμπελ ενισχυμένο από 2.500-3.000 πολίτες από τις προσφυγικές συνοικίες. Λίγη ώρα πριν από τα μεσάνυκτα εκδηλώθηκε πυρκαγιά στον συνοικισμό. Πρώτα κάηκε το παντοπωλείο του Γιοσέ Βρέζια, μετά το παράπηγμα του Σαλαμών Βεντούρα. Ακολούθησε η συναγωγή, το σχολείο του συνοικισμού, ένα φαρμακείο, το σπίτι του ραβίνου και ιατρού του Κάμπελ, Μηχαήλ Πέσσα. Η φωτιά επεκτάθηκε και στα άκρα του συνοικισμού, στα αποκαλούμενα “Καναρίνια”. Ο πανικός που προκλήθηκε κατέστησε το έργο της κατάσβεσης πολύ δύσκολο, με αποτέλεσμα να αποτεφρωθούν τελικώς 20 σπίτια και να μείνουν άστεγοι περίπου 100 Εβραίοι. Το ίδιο βράδυ, στην περιοχή Χαριλάου, περίπου τριάντα άτομα κατέλαβαν την συναγωγή. Το προεδρείο της Μακαμπί κατήγγειλε αργότερα ότι ανάμεσα στους “εμπρηστές” υπήρχαν νέοι των Τρία Εψιλον (Ε.Ε.Ε.), της Αντικομμουνιστικής Οργάνωσης Μακεδονίας-Θράκης και πρόσφυγες των συνοικισμών Τούμπας, Καλαμαριάς και Σέδες.
Έτσι, τελείωσε μία από τις σημαντικότερες ενέργειες των Θεσσαλονικέων κατά της ανθελληνικής δράσης των Εβραίων «συμπολιτών» τους.
Το «Μαύρο Σάββατο» – Το αποκορύφωμα της “Ελληνο-εβραϊκής” φιλίας:
11 χρόνια μετά το Πογκρόμ των προσφύγων της Θεσσαλονίκης εναντίον των εβραίων, οι Γερμανοί αποφάσισαν να καταγράψουν και να μεταφέρουν τους Εβραίους της πόλης στα καταναγκαστικά έργα της Ελλάδος και της Γερμανίας. Ο αστικός μύθος που θέλει μόνο τους Γερμανούς στρατιώτες να κάνουν καψόνια στους Εβραίους, καταρρίπτεται από τις παρακάτω φωτογραφίες:
Βλέπουμε τους Θεσσαλονικείς να διασκεδάζουν μαζί με τους Γερμανούς στρατιώτες, δίνοντας εντολές στους Εβραίους να κάνουν επί τόπου αναπηδήσεις και να συρθούν σαν τα σκουλήκια στο έδαφος. Ήταν μια πολύ μικρή εκδίκηση για τις τοκογλυφίες, την προδοσία, την συνεργασία με τους Τούρκους, και όλα τα δεινά που προκαλούσαν επί 400 χρόνια.
Χαρακτηριστικά γράφει ο Γιομτώβ Γιακοέλ:
“Τας πρώτας ημέρας του Ιουλίου του 1942 εδημοσιεύθη εις τας εφημερίδας της Θεσσαλονίκης επίσημος ανακοίνωσις της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησεως Θεσσαλονίκης-Αιγαίου. Δι’ αυτής προσεκαλούντο άπαντες οι Ισραηλίται άρρενες, ηλικίας 18-45 ετών όπως παρουσιασθούν εις την πλατείαν Ελευθερίας την πρωιαν του Σαββάτου 12 Ιουλίου, ώρα 3ην πρωινήν, επί απειλή αυστηρών ποινών.
Οι γερμανοί χωροφύλακες της Στρατονομίας (FG) χύνουν τα μπουλντόκ εναντίον ορισμένων Ισραηλιτών…
Αλλους Ισραηλίτας οι οποίοι, κουρασθέντες από πολλών ωρών αναμονήν, εκάθησαν κατά γής, οι ανθρωποι της Γκεστάπο δερνουν μέχρις αιματώσεως.
Εις άλλους Ισραηλίτας επιβάλλεται η υποχρέωσης συνεχούς και επί ώρας ακαταπαύστως εκτελέσεως γυμναστικών ασκήσεων κοπιωδών επ’ απειλή ξυλοδαρμού. Τέλος άλλαι ομάδες Γερμανών υποχρεώνουν Ισραηλίτας εις εκτέλεσιν εξευτελιστικών κινήσεων (τούμπες) υπό όμματα των χριστιανών περίεργων και θεατών. Προς συμπλήρωση δε του θεάματος λαμβάνονται και φωτογραφίαι της συγκεντρώσεως εκ μέρους Γερμανών και φωτορεπόρτερ αι οποίαι αμέσως την επομένην παρετίθεντο εις τον ελληνικόν τύπον με χαρακτηριστικάς, εις βάρος των Ισραηλίτων, περιγραφές.
Είναι άξιο παρατηρήσεως το γεγονός ότι εις την περιπέτειαν αυτήν της ομαδικής καταγραφής και εξαναγκαστικής συγκεντρώσεως προς εργασία 8000 – 9000 Ισραηλιτών Ελλήνων πολιτών, ουδεμία εξεδηλώθη αντίδρασης ούτε της χριστιανικής κοινωνίας, ούτε των κρατικών και τοπικών αρχών”
Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 και την απομάκρυνση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τον Alois Brunner το 1942, η πόλη επανέκτησε τον ελληνικό της χαρακτήρα έπειτα από ένα διάλειμμα 400 χρόνων πολυπολιτισμού. Παρ όλα αυτά, ο σημερινός δήμαρχος της πόλεως αγνοεί τα 1800 χρόνια ελληνικότητος της Θεσσαλονίκης και αναδεικνύει τα 400 χρόνια της πολυπολιτισμικής σκλαβιάς. Φτάνει στο σημείο μάλιστα να θεωρεί τον Κεμάλ ατά Τούρκ ως την πιο σημαντική προσωπικότητα που γέννησε η Θεσσαλονίκη. Είναι ντροπή για τους Θεσσαλονικείς, 100 χρόνια μετά την πολυπόθητη απελευθέρωσή της από τον τουρκικό ζυγό, να εκλέγουν έναν τέτοιο δήμαρχο.
Το παραμύθι της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης και της ειρηνικής συμβιώσεως των λαών που συνυπήρχαν κατά την τουρκοκρατία, μόνο από έναν μέθυσο αριστερό μπορεί να υποστηριχθεί. Οι νηφάλιοι Θεσσαλονικείς γνωρίζουν την αλήθεια και φέτος γιορτάζουν τα 100 χρόνια λευτεριάς.
ΖΗΤΩ Η ΝΙΚΗ!
Δ.Τ.