Στην απόφαση του δικαστηρίου συνέβαλε καθοριστικά η μαρτυρία μιας από τις αδελφές του θύματος, της Αλέσα, η οποία δήλωσε ότι ήταν παρούσα στη δολοφονία της αδελφής της, Σαφιλέα, και ότι τα επόμενα χρόνια ζούσε υπό καθεστώς τρομοκρατίας.
Η Αλέσα είπε στους αστυνομικούς ότι είδε τους γονείς της να στραγγαλίζουν την αδελφή της βάζοντάς της μια πλαστική σακούλα στο στόμα, ενώ στη συνέχεια έβαλαν τη σορό της σε σάκους απορριμμάτων.
Η Σαφιλέα είχε ζητήσει καταφύγιο από τις κοινωνικές υπηρεσίες επτά μήνες προτού δολοφονηθεί, όταν οι γονείς της προσπάθησαν να την αναγκάσουν να παντρευτεί κάποιον στο Πακιστάν.
Σύμφωνα με τα όσα περιέγραψε στο δικαστήριο η Αλέσα οι γονείς της κακοποιούσαν σωματικά σχεδόν καθημερινά την αδελφή της εξαιτίας του τρόπου που ντυνόταν, των φίλων της και της μουσικής που άκουγε. Σύμφωνα με την ίδια, οι γονείς της «υποπτεύονταν» επίσης ότι έκανε παρέα με αγόρια. Επίσης μίλησε και για έναν καυγά μεταξύ των γονιών της και της αδελφής της αλλά και για τις απειλές με μαχαίρι που είχε δεχθεί η αδελφή της.
Η νεαρή κοπέλα σιωπούσε σχετικά με τη δολοφονία της αδελφής της για επτά χρόνια και μόνο το 2010 αποκάλυψε τα όσα γνώριζε στην αστυνομία, αφού συνελήφθη για την εμπλοκή της σε μια διάρρηξη στο σπίτι των γονιών της.
Το ζευγάρι αρνούνταν ότι δολοφόνησαν την κόρη τους, η σορός της οποίας βρέθηκε σε αποσύνθεση τον Φεβρουάριο του 2004 στις όχθες ενός ποταμού στην περιοχή Κούμπρια.